Από το «ανήκομεν» στο «είμαστε» Δύση
Η φράση είχε ειπωθεί σε ένα πλαίσιο πολιτισμικής εθνικής αμφιταλάντευσης, το γνωστό δηλαδή ερώτημα «Είμαστε Δύση ή Ανατολή;» που συνόδευε τη νεότερη ιστορία μας και είχε γίνει πολύ της μόδας στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
1.Η διάσημη φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «ανήκομεν εις την Δύσιν» είχε την τιμητική της τις τελευταίες εβδομάδες, είτε ως κατάφαση είτε ως αμφιβολία. Η επανάληψη όμως μπορεί να συσκοτίζει την ιστορική συνειδησιακή μετατόπιση που έχει επέλθει στην ελληνική κοινωνία. Τότε η φράση ήθελε να απαντήσει στον αντιαμερικανισμό / αντιδυτικισμό της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ που ξεκινούσαν από μια διαφορετική πολιτική – ιδεολογική θεώρηση του κόσμου. Η καπιταλιστική Δύση έναντι του κομμουνιστικού στρατοπέδου ή του κόσμου των Αδεσμεύτων. Ταυτόχρονα όμως η φράση είχε ειπωθεί σε ένα πλαίσιο πολιτισμικής εθνικής αμφιταλάντευσης, το γνωστό δηλαδή ερώτημα «Είμαστε Δύση ή Ανατολή;» που συνόδευε τη νεότερη ιστορία μας και είχε γίνει πολύ της μόδας στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης. Οι αναλύσεις που αποδέχονταν κάποια «εθνική ιδιοπροσωπία» είτε την αξιολογούσαν αρνητικά ως αποτέλεσμα της υπανάπτυξης και του οθωμανικού / ανατολίτικου παρελθόντος, είτε την αξιολογούσαν ως θετική διαφορετικότητα από τον δυτικό ατομισμό, ωφελιμισμό, τεχνοκρατικό ορθολογισμό κ.λπ.
2. Τα αξιοσημείωτα ποσοστά «κατανόησης» της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία που κατέγραψαν οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αναθέρμαναν τα ερωτήματα για έναν υποτιθέμενο «ελληνικό εξαιρετισμό». Μάλιστα, η σχετική συζήτηση εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες όσων είναι πεισμένοι πως η Ελλάδα πρέπει να ανήκει στη Δύση και στην Ευρώπη. Πριν όμως μιλήσουμε πάλι για «ελληνικό εξαιρετισμό» καλό θα είναι να κοιτάξουμε προς τα έξω. Στη Γαλλία διεκδικεί την προεδρία η Λεπέν, μια καθαρόαιμη εκπρόσωπος της πουτινικής ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, ο ομοϊδεάτης της στην Ιταλία Σαλβίνι κυκλοφορούσε με φανέλα τον Πούτιν, στην Αμερική μόλις πριν από λίγο καιρό ο Τραμπ δίχαζε τη Δύση και διέσυρε το Καπιτώλιο της χώρας του. Πρόβλημα λοιπόν υπάρχει, αλλά δεν είναι ελληνικό. Γι’ αυτό θα ήταν λάθος να γυρίσουμε πίσω σε παλαιότερες συζητήσεις περί της εθνικής μας αμφιταλάντευσης. Ο κόσμος έχει αλλάξει, η Ελλάδα έχει αλλάξει. Στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, στην ελληνική Βουλή, η γεωπολιτική και συνειδησιακή αλλαγή που έχει επέλθει βρήκε και τη σωστή συνόψιση. Η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δύση – η Ελλάδα είναι Δύση. Παρεμπιπτόντως την ίδια ακριβώς διατύπωση χρησιμοποίησε και ο βούλγαρος πρωθυπουργός Κίριλ Πετκόφ για τη χώρα του: «Δεν είμαστε στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ – είμαστε το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, αυτός είναι ο νέος τρόπος που και ο λαός σκέφτεται» («ΤΟ ΒΗΜΑ», 5/4/2022).
3. Αυτή η λεκτική μετατόπιση από το «ανήκομεν» στο «είμαστε» συνοψίζει μια γεωπολιτική επιλογή παγιωμένη και ιστορικά δικαιωμένη, μια Ευρώπη που καταλαβαίνει ότι έχει πλέον μικρύνει για τα μέτρα της παγκοσμιοποίησης και έναν «εξευρωπαϊσμό από τα κάτω», δηλαδή μια αξεδιάλυτη πια σύμπλεξη των διαδικασιών ευρωπαϊκής ενοποίησης με την καθημερινότητα των πολιτών της. Ως χώρα συμμετέχουμε σε αυτή την κίνηση φέρνοντας μαζί τις ιστορικές πολιτισμικές αποσκευές μας: την ορθόδοξη παράδοση, τη ρωσοφιλία της κομμουνιστικής Αριστεράς και κυρίως τον διάχυτο διακομματικό συντηρητισμό μιας κοινωνίας που φοβάται τις αλλαγές. Η συνισταμένη όλων αυτών αποτυπώθηκε στη Βουλή όταν μίλησε ο Ζελένσκι. Η πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία επιλέγει τη Δύση / Ευρώπη, μια αριστεροδεξιά μειοψηφία την αρνείται και μια μεγαλύτερη μειοψηφία την αποδέχεται γκρινιάζοντας ή την υφίσταται σαν ανάγκη – όπως το αηδές μουρουνόλαδο που έδιναν οι μανάδες στα παιδιά της μετεμφυλιακής Ελλάδας για να έχουν την υγειά τους. Οποιος παρατήρησε τη σωματική γλώσσα του Αλέξη Τσίπρα στη συνεδρίαση, θα το θυμήθηκε. Αυτή η ελληνική εκδοχή του «είμαστε Δύση με τον τρόπο μας» αναπηδά κάθε φορά που προκύπτει μια γεωπολιτική αναταραχή, πόσω μάλλον μια δύσκολη εθνική επιλογή. Χαράζει ιδιαίτερες πολιτισμικές και συναισθηματικές διαχωριστικές γραμμές βαθαίνοντας χάσματα και ρήγματα μεταξύ όμορων χώρων στον παραδοσιακό άξονα Αριστεράς – Δεξιάς. Οπως εύστοχα σημείωσε ο Νικόλας Σεβαστάκης, σε τέτοιες συγκυρίες «ένας κεντρώος – κεντροαριστερός ψηφοφόρος του ΚΙΝΑΛ δεν έχει πολλά κοινά με τον συριζαίο «συγγενή» του, όπως και ο κλασικός συντηρητικός νεοδημοκράτης με πρόσωπα της Ακρας Δεξιάς».
4. Ωστόσο η επίδραση της σημερινής διεθνούς κρίσης θα είναι βαθύτερη. Κατ’ αρχάς γιατί ο πόλεμος του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας αλλάζει ραγδαία τις παραστάσεις μας για τον σύγχρονο κόσμο. Είναι σαν το παρελθόν να εισέβαλε ξαφνικά στο μέλλον, υποχρεώνοντας όλους να λογαριαστούμε με ένα παρόν που στην Ευρώπη είχε σχεδόν ξεχαστεί μετά το 1945. Το έδαφος ως αντικείμενο κατάκτησης, ο ζωτικός χώρος, ο επεκτατικός πόλεμος, η καταστροφή των πόλεων, η συστηματική εξόντωση αμάχων για να εκβιάσεις τον αντίπαλο να παραδοθεί, κι από την άλλη, η ελευθερία ως αντίσταση, η πατρίδα, η απροσδόκητη έκλυση μιας εντυπωσιακής λαϊκής ενέργειας που μεταβάλλει μια διχασμένη χώρα σε σεβαστό έθνος – κράτος. Σαν ένα υλικό παρελθόν να σχετικοποιεί την εικόνα του άυλου ψηφιακού μέλλοντος που αναμένουμε, σαν οι άνθρωποι να αντικαθιστούν τα άβατάρ τους, και ταυτόχρονα ο ίδιος ο ψηφιακός κόσμος να γίνεται υλικότατο όπλο πολέμου και αντίστασης.
Αλλάζει επίσης ο χαρακτήρας και η δυναμική της παγκοσμιοποίησης. Ο,τι είχε απομείνει από την ιδέα μιας απρόσκοπτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης που θα ενίσχυε εξ αντικειμένου τη διακρατική συνεργασία διαψεύστηκε. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η τελευταία ηχηρή και συμβολική διάψευση ήταν ο Νορντ Στριμ 2. Η αφελής όπως λέγεται τώρα παράδοση της ενεργειακής ασφάλειας της Γερμανίας στη Ρωσία δεν παρήγαγε ειρηνική αλληλεξάρτηση, ούτε εμπόδισε τον πολεμικό τυχοδιωκτισμό του Πούτιν. Οπως ξέρουμε από τους προηγούμενους κύκλους παγκοσμιοποίησης, αρχικά του 19ου και έπειτα του 20ού αιώνα, οι οικονομικές διαδικασίες ήταν πάντα συνυφασμένες με την πολιτική και τη στρατιωτική ισχύ των παικτών. Και οι παγκοσμιοποιήσεις εκείνες ανακόπηκαν όταν η αλλαγή των συσχετισμών δύναμης που επέφεραν δεν βρήκαν συμφωνημένη πολιτική ρύθμιση και κατέληγαν σε διεθνείς συγκρούσεις. Σήμερα το διεθνές σκηνικό θυμίζει τέτοιες καταστάσεις και στον δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια οι προβλέψεις για μια επικείμενη «απο-παγκοσμιοποίηση» είναι συχνότατες. Είναι πιθανόν και είναι ευκταίο να αποδειχτούν υπερβολικές, γιατί θα σήμαιναν μια απότομη φτωχοποίηση μεγάλων πληθυσμών. Σε κάθε όμως περίπτωση, φαίνεται ότι βαδίζουμε σε μια αλλαγή του βαθμού και του χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης. Η κατεύθυνση θα είναι η ενίσχυση της περιφερειοποίησης των παραγωγικών, πολιτικών και στρατιωτικών σχέσεων, και το κρίσιμο ερώτημα θα είναι αν οι μεγάλες αυτές περιφέρειες (Δύση, Κίνα, Ινδία, Ρωσία κ.ά.) θα βρουν ένα ισορροπημένο modus vivendi ή θα εμπλακούν σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο διαρκείας. Πώς θα σταθεί ο δυτικός κόσμος σε αυτό το νέο σκηνικό; Η απάντηση θα εξαρτηθεί από τον βαθμό της πολιτικής και στρατιωτικής ενότητας που θα πετύχει ώστε να συνεχίσει να είναι ισχυρός παίκτης στο διεθνές σύστημα, ξέροντας πλέον ότι ο κόσμος δεν θα γίνει δυτικός. Κυρίως όμως θα εξαρτηθεί από την ικανότητα ανανέωσης που θα δείξει η φιλελεύθερη δημοκρατία σε κάθε δυτική κοινωνία, ώστε να ενισχυθεί η ελκτικότητα των αξιών της σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ελλάδα έχει συμφέρον από μια ισχυρή αλλά όχι αλαζονική Δύση, και η προοπτική αυτή θα επιδράσει καθοριστικά στην εθνική πολιτική σκηνή.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις