Στο άρθρο που δημοσιεύτηκε σήμερα εις μνήμην του Περικλή Κοροβέση περιελήφθησαν δύο παράγραφοι από το προλογικό κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου στους «Ανθρωποφύλακες», τη μαρτυρία-ντοκουμέντο του Κοροβέση για τα βασανιστήρια και τα εγκλήματα που έγιναν στη χώρα μας επί δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Διαβάζοντας σήμερα, άλλη μια φορά, το εξαίρετο αυτό κείμενο του Ραυτόπουλου, και έχοντας στο νου μου όσα τεκταίνονται στην Ουκρανία από τα τέλη Φεβρουαρίου και μετά, μπήκα στον πειρασμό να «οικειοποιηθώ» και κάποιες άλλες παραγράφους του.

Νομίζω ότι θα αντιληφθείτε εύκολα το γιατί. Ο Ραυτόπουλος, άνθρωπος βαθιά καλλιεργημένος, προικισμένος με βλέμμα διαυγές, δίνει αποστομωτικές απαντήσεις σε όσους και όσες τοποθετούνται σήμερα στο Ουκρανικό με υπεκφυγές, μισόλογα, συμψηφισμούς και ανιστόρητα επιχειρήματα.

Σαν άλλος Τειρεσίας στον «Οιδίποδα Τύραννο»*, θρεμμένος κι αυτός από την ισχύ της αλήθειας, ο Ραυτόπουλος τολμά: εκθέτει τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις, αξιολογεί και ιεραρχεί τα εγκλήματα χωρίς να επηρεάζεται από χρώματα, προδήλως απαλλαγμένος από τις παρωπίδες του δογματισμού και του φανατισμού.

Ιδού η γλώσσα της αλήθειας:

Αν αναδιφήσει κανείς το παρελθόν της ιστορικής φρίκης, θα νιώσει να γλιστράει σε βαρύ σκεπτικισμό. Κανένα τυραννικό καθεστώς στην ιστορία, που συνεχίζεται παρά τις προφητείες περί του τέλους της, κανένας Ροβεσπιέρος, Χίτλερ ή Στάλιν δεν δυσκολεύτηκε να βρει δημίους και βασανιστές: κατά χιλιάδες Ες Ες και γκεσταπίτες, σταχανοβίτες των ανακρίσεων και των εκτελέσεων στη Λουμπιάνκα, όπου χιλιάδες θύματα —ιδιαίτερα διανοούμενοι— ομολόγησαν ότι συνωμοτούσαν για τη δολοφονία του Στάλιν…

[…]

Ο ναζισμός κατέχει βέβαια την πρώτη θέση στις μαζικές εξοντώσεις, με κορωνίδα το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Αλλά και ο σταλινισμός δεν τα πήγε διόλου άσχημα στην τρομοκρατία και τις γενοκτονίες με μαζικές εκτελέσεις, πείνα και εκτοπίσεις πληθυσμών. Έξι εκατομμύρια συλλήψεις, εκατοντάδες χιλιάδες εκτελέσεις, αποθέωση του χαφιεδισμού. Τελευταίος (;) ζηλωτής ο Πολ Ποτ εξόντωσε με το ίδιο σύστημα το ένα τρίτο του πληθυσμού της Καμπότζης και έφτασε τον κομμουνισμό στο απόγειό του με την κατάργηση του νομίσματος και της περίθαλψης, τον χωρισμό του πληθυσμού κατά φύλα, την εθνοκάθαρση διά της εξαντλητικής εργασίας, της πείνας και των ασθενειών.

Ο ναζισμός πλεονεκτεί στον φυλετισμό και στη βιομηχανοποίηση των εκτελέσεων, ενώ ο σταλινισμός διέπρεψε στην αυτοκάθαρση — σκοτώνει κατά προτεραιότητα κομμουνιστές, ιδίως διανοούμενους. Η αυτοκάθαρση φτάνει ως τους αρχιδημίους· ο αιμοσταγής Γιάγκοντα εκτελείται και τον διαδέχεται ο κατωτερικός, σαδιστής Νικολάι Γιεζώφ, δεξί χέρι του Στάλιν στις μεγάλες εκκαθαρίσεις. Αλλά έρχεται και η δική του σειρά. Μάλιστα, μαζί του θανατώνεται και η γυναίκα του Ευγενία, αλλά και όλοι οι πρώην σύζυγοι και εραστές της τελευταίας, μεταξύ των οποίων και ο Ισαάκ Μπάμπελ. Στο τέλος έρχεται και η σειρά του ίδιου του Μπέρια, ενώ ο Στάλιν πρόλαβε να φύγει, δυστυχώς όχι νωρίς…

Μοιραίες, αναπόφευκτες ίσως, είναι οι θεματικές συσχετίσεις και οι συνειρμοί, αλλά δεν δικαιολογείται κανένας ισολογισμός. Τα μεγάλα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν αλληλοεξουδετερώνονται και δεν συγχωρούνται παρά μόνον από τους συνενόχους και τους νοσταλγούς. Ούτε τα αμαλγάματα νοούνται. Ακόμα και το έγκλημα έχει την ιεραρχία του και την κλίμακά του στη βαρβαρότητα. Η «ταράτσα», το πλυσταριό της (οδού) Μπουμπουλίνας ήταν μικρή οικοτεχνία θανάτου μπροστά στο βιομηχανικό κολοσσό των λάγκερ ή των άντρων της Γκεστάπο, μπροστά στη Λουμπιάνκα της NKVD. Παρόμοια, το μαζικό ή ατομικό έγκλημα ενός κρατικού μηχανισμού, ενός μιλιταρισμού, δεν μπορεί να παραβληθεί με την ιδιωτική πρωτοβουλία της κακουργίας, που παρακολουθούμε καθημερινά και κατά κόρον.

[…]

Αλλά οι θεσμοί του μιλιταρισμού και του σωφρονισμού υφίστανται πάντα τον άγριο ανταγωνισμό από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτή η τελευταία έχει τη δική της «ομερτά», πιο ανησυχητική από της δομημένης εξουσίας. Τα λέει όλα η κλασική πια φράση των «περιοίκων», συμπολιτών, στηριγμάτων της κοινωνίας: «Φιλήσυχοι άνθρωποι… Δεν έχουν δώσει αφορμή… Δεν είδα, δεν ξέρω…»

Οι «φιλήσυχοι» και οι «περίοικοι» των φιλήσυχων τροφοδότησαν τις στρατιές των βασανιστών, που έδρασαν στα χιτλερικά λάγκερ, στα γκέτο, στα άντρα της Λουμπιάνκα και στα Γκουλάγκ, στην Μπουμπουλίνας.

Στην τηλεοπτική του συνέντευξη το 1982, λίγο πριν το θάνατό του, ο Πρίμο Λέβι** απαντά στην τελευταία ερώτηση:

«Δεν νομίζετε ότι οι άλλοι, οι άνθρωποι, βιάζονται να ξεχάσουν το Άουσβιτς σήμερα;»

Απάντηση: «Πολλά σημάδια δείχνουν ότι θέλουν να ξεχάσουν ή, ακόμα χειρότερα, ν’ αρνηθούν. Έχει μεγάλη σημασία· εκείνος που αρνιέται το Άουσβιτς, θα ήταν ο ίδιος έτοιμος να ξαναρχίσει».


*Οιδίπους: ούτως αναιδώς εξεκίνησας τόδε
το ρήμα; καί πού τούτο φεύξεσθαι δοκείς;
Τειρεσίας: πέφευγα· ταληθές γαρ ισχύον τρέφω.

Οιδίπους: Έχεις το θράσος να ξερνάς
αυτές τις λέξεις;
Και να πιστεύεις ύστερα πως θα γλιτώσεις;
Τειρεσίας: Έχω γλιτώσει,
γιατί με θρέφει της αλήθειας η ισχύς.

(μτφρ Κ. Χ. Μύρης)

**Πρίμο Λέβι: ιταλοεβραίος συγγραφέας και επιζήσας του Ολοκαυτώματος, που κατέγραψε τις εμπειρίες του από το Άουσβιτς στο δημοφιλές έργο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» (1947).