Ο Χωμ στην Κυψέλη
Μια ιστορία που μας ταξιδεύει σε τέσσερις γενιές
- Τα νέα έξι κρίσιμα ερωτήματα του θρίλερ της Αμαλιάδας και οι άγνωστες έρευνες της ΕΛ.ΑΣ.
- Έρχεται πολικός αεροχείμαρρος στην Ευρώπη – Ο καιρός στην Ελλάδα μέχρι το Σάββατο
- 6-6-6: Η απλή μέθοδος που σε κρατάει σε φόρμα
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
Πώς βρέθηκε η οικογένειά μου στην Κυψέλη, πώς με καθόρισε η Κυψέλη εκ γενετής; Η ιστορία πάει δύο γενιές πίσω.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, η γιαγιά μου Λώρα Γληνού διατηρούσε μαζί με την αδελφή της Αδαμαντία «ατελιέ ραπτικής γυναικείων ενδυμάτων» στην οδό Διδότου 11. Σμυρνιές με καταγωγή από την Ανδρο, προσφυγοπούλες, εξαιρετικά προκομμένες προφανώς, έραβαν κι έκοβαν στην κυριολεξία και είχαν αποκτήσει αξιόλογη πελατεία: κυρίες όχι της Αυλής – εκείνες τις είχε ο οίκος Τσούχλου – αλλά των μεσοαστών της εποχής, εμπόρων, καλοστεκούμενων δημοσίων υπαλλήλων… Τις βοηθούσε στην προβολή της επιχείρησης ο μεγάλος αδελφός τους, ο Δημήτρης Γληνός, που εκτός από διαπρεπής διανοούμενος ήταν και άνθρωπος του κόσμου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, βγαίνοντας από έναν σύντομο γάμο με τον δικηγόρο Χρήστο Χωμενίδη, η Λώρα Γληνού αποφάσισε να κεφαλαιοποιήσει τις οικονομίες της από τη ραπτική. Να αποκτήσει το δικό της σπίτι. Της άρεσε η Φωκίωνος Νέγρη. «Τρελάθηκες, Λώρα;» της είπαν φίλοι και γνωστοί. «Εκεί έχει ρέμα!» – αναφέρονταν στο ρέμα Λεβίδη που πήγαζε από τα Τουρκοβούνια. «Θα σε τρώνε τα κουνούπια!». Ετσι, η γιαγιά μου αγόρασε και έχτισε πεντακόσια μέτρα πιο πέρα, σε βραχώδες έδαφος, στην οδό Νηρέως, που ήταν τότε – και ως το 1960 – αφώτιστος χωματόδρομος.
Στο σπίτι εκείνο μεγάλωσαν ο πατέρας μου και η αδελφή του, η αγαπημένη μου νονά Νατάσσα, από τον δεύτερο γάμο της Λώρας. Εκεί πέρασαν την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, που – για όσους δεν βρίσκονταν έγκλειστοι στις φυλακές – ήταν περισσότερο χρόνια ελπίδας παρά ζόφου. Η πλειονότητα των ανθρώπων, στην Αθήνα τουλάχιστον, λαχταρούσε να αφήσει πίσω της το πρόσφατο αιματηρό παρελθόν. Εάν είχες υπάρξει – εσύ ή κάποιος στενός συγγενής σου – οργανωμένος στην Αριστερά, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων σε απέκλειαν από το Πανεπιστήμιο και από την εργασία στο Δημόσιο. Ο διοικητής ωστόσο του αστυνομικού τμήματος Κυψέλης άφησε τον πατέρα μου να τον κερδίσει στην πρέφα και αντί να τον πληρώσει με λεφτά τον «αποχαρακτήρισε». Εξαφάνισε τον φάκελό του, που τον ανέφερε ως γιο ενός εκ των τεσσάρων ιδρυτών του ΕΑΜ. Ετσι, ο πατέρας μου εισήχθη, το 1949 κιόλας, στη Νομική Σχολή. Ούτε στερήθηκε τις σπουδές ούτε υπέστη τον εξευτελισμό της αποκήρυξης του εκτελεσθέντος πατέρα του. Περίπτωση εκείνος ο αστυνομικός; Υπήρξαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις – είμαι βέβαιος – στο πνεύμα της λήθης και της συμφιλίωσης. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς…
Στο μεταξύ, η Κυψέλη άνθιζε. Εναλλακτική προς το Κολωνάκι και την «περιοχή Ανακτόρων», μάζευε πιο ζωηρό, πιο ανήσυχο, πιο καλλιτεχνικό κόσμο. Τα ζαχαροπλαστεία στη Φωκίωνος διανυκτέρευαν. Τα τραπεζάκια ενώνονταν, γίνονταν οργιώδεις συζητήσεις επί παντός του επιστητού. Οι κινηματογράφοι πολλαπλασιάζονταν κουνεληδόν. Αντί να δώσεις το οικόπεδό σου αντιπαροχή, έστηνες ένα άσπρο πανί, άπλωνες καμιά εκατοστή καρέκλες κι έπαιζες γουέστερν, μα και ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, κωμωδίες της Φίνος αλλά και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου… Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο ύψος του Πεδίου του Αρεως, λειτουργούσαν θερινά θέατρα, το Παρκ, το Μετροπόλιταν. Το καλοκαίρι του 1962, στο ένα ανέβηκε η «Ομορφη πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη και στο άλλο η «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Μέσα στο Πεδίον του Αρεως ήταν το θέατρο του Μάνου Κατράκη – μετέπειτα της Αλίκης Βουγιουκλάκη – και του Χατζίσκου, μεσοτοιχία με τον Πανελλήνιο Αθλητικό Σύλλογο. Λίγο πιο πάνω, πριν από τη Σχολή Ευελπίδων, το Αλσος. Εμβληματικό αναψυκτήριο, με οικοδεσπότη τον χαρισματικό κονφερασιέ Γιώργο Οικονομίδη. Ο Οικονομίδης συνεργάστηκε με τη χούντα και σπίλωσε το όνομά του. Ειδάλλως θα μνημονευόταν ως θρυλική προσωπικότητα.
Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1966. Οι πρώτες αχνές εικόνες μου είναι να με σπρώχνουν με το καρότσι στη Φωκίωνος, να μπουσουλάω στη μικρή παιδική χαρά της πλατείας Αγίου Γεωργίου. Η Κυψέλη χτιζόταν οργιωδώς, κάθε τετράγωνο και γιαπί πολυκατοικίας. Οι οικοδόμοι, με τα αυτοσχέδια καπέλα από εφημερίδες στο κεφάλι, σφύριζαν τη χυμώδη νταντά μου, «μπαρμπουνάρα» την έλεγαν και «τι είσαι συ, μάνα μ’;». Κολακευόταν η Ιωάννα, δεν είχε ακόμα ενσκήψει η πολιτική ορθότητα.
Η 21η Απριλίου μάς σάρωσε. Ο παππούς μου, βουλευτής τότε της ΕΔΑ, φυλακίστηκε, η γιαγιά μου εξορίστηκε στη Γυάρο, η μάνα μου απολύθηκε από τη δουλειά της. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος εργατικών σωματείων – οι εκλεγμένες διοικήσεις τους παύθηκαν από το καθεστώς, διορίστηκαν δωσίλογες. Ο συνεταίρος του πατέρα μου αποκάλεσε μέσα στο δικαστήριο τη δικτατορία «δικτατορία», τον έστειλαν γραμμή στην Αίγινα, δύο χρόνια διακοπές πίσω από τα κάγκελα. Εκτός του ότι οι μισοί δικοί μας «παραθέριζαν», είχαμε οικονομικά γονατίσει.
Μετακομίσαμε σε ένα δυομισάρι διαμέρισμα, 55 τετραγωνικά, ρετιρέ όμως, στην αρχή της οδού Δροσοπούλου. Κάθε πρωί ακούγαμε το εγερτήριο σάλπισμα της Σχολής Ευελπίδων, κάθε σούρουπο το σιωπητήριο. Εκεί άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη ζωή. Τι μου μένει ακόμα; Η βαθιά περιφρόνηση για τον άνθρωπο όλων των καταστάσεων, την ανεμοδούρα που ζητωκραυγάζει τον εκάστοτε ισχυρό, που καβαλάει κάθε κύμα ή κάνει μόκο για να τη βγάζει καθαρή. Και η βιωμένη γνώση ότι δεν απαιτείται υλική αφθονία προκειμένου να περνάς καλά. «Σε παλάτια, σε τσαντίρια θα τα πιούμε τα ποτήρια…», όπως λέει και ο Τσιτσάνης.
Θυμάμαι την πρώιμη Μεταπολίτευση ως μια εξαιρετικά αισιόδοξη εποχή. Η Πατησίων, στο ύψος της ΓΣΕΕ και του Πολυτεχνείου, έκλεινε κάθε τόσο από συγκεντρώσεις. Λαοθάλασσες. Τα πλήθη, τα πανό, τα τραγούδια από τα μεγάφωνα αποτελούσαν για μένα γιορτή. Ως γιορτή βίωνα και τη σαββατιάτικη ταινία στο Τριανόν, στο Αελλώ, στο Ράδιο Σίτυ, τον πρώτο και μοναδικό κινηματογράφο στην Αθήνα ο οποίος είχε σύστημα «σινέραμα», τεράστια ημικυκλική οθόνη που έδινε την αίσθηση του τρισδιάστατου. Και την κυριακάτικη ποδηλατάδα στο Πεδίον του Αρεως. Κατόπιν, για πάστα σε ένα από τα δύο κοντινά μας ζαχαροπλαστεία, στη στάση Αγγελοπούλου, τον Μηλιώνη και το Τέλειον. Πλάι στον Μηλιώνη ήταν ο Κουκάς, παραδοσιακό παντοπωλείο, σήμερα θα το ονομάζαμε «γκουρμέ». Αφότου άρχισε να ξαναστρώνει η δουλειά του, ο πατέρας μου αγόραζε κάθε Πρωτοχρονιά από τον Κουκά ένα μεγάλο μασούρι αβγοτάραχο, που εθεωρείτο εκλεκτός μεζές. Για πέντε Πρωτοχρονιές μιλάμε όλες κι όλες – το καλοκαίρι του 1979 πέθανε από καλπάζοντα καρκίνο…
Κατά τη δεκαετία του 1980 ξεκίνησε η πτώση της Κυψέλης. Οι εύποροι κάτοικοί της μετακόμιζαν σταδιακά στα βόρεια και στα νότια προάστια, σε μονοκατοικίες ή μεζονέτες. Το νέφος της αιθαλομίχλης και η μόνιμη κυκλοφοριακή συμφόρηση – το μετρό φάνταζε ακόμα όνειρο – απομάκρυναν τους ανθρώπους από το κέντρο. Ακόμα και η Φωκίωνος Νέγρη έπαιρνε την κατιούσα – τι και αν ο Παεζάνο, ο εκκεντρικός εστιάτωρ με το ψηλό καπέλο και το μαϊμουδάκι στον ώμο του, επέμενε να σερβίρει τις φλαμπέ σπεσιαλιτέ του;
Στα μέσα των 90s εγκαταστάθηκα προσωρινά σε μια ευρύχωρη ισόγεια γκαρσονιέρα πάνω από την Πλατεία Κολιάτσου. Εμεινα εκεί οκτώ χρόνια. Ενιωθα σαν να κατοικώ σε πόλη της Αφρικής. Ως να κατέβω στην Πατησίων συχνά δεν έβλεπα άσπρο άνθρωπο. Μονάχα μαύρους μετανάστες με γελαστά πρόσωπα, πλουμιστά ρούχα, πανέμορφα πιτσιρίκια. Είχαν τα δικά τους ράστα κομμωτήρια, τα δικά τους κλαμπ, τις εκκλησίες τους, στεγασμένες σε υπόγεια πολυκατοικιών, όπου έψελναν ύμνους τύπου γκόσπελ. Επικρατούσε τόσο χαλαρή ατμόσφαιρα, ώστε τα καλοκαίρια πήγαινα στο ψιλικατζίδικο με τις πιτζάμες. Ηταν τα πιο μποέμικα φεγγάρια μου. Το λάιφσταϊλ, που όσοι το είχαν ασπαστεί σαν θρησκεία μετά το καταριόντουσαν, εμένα δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα. Νοσταλγώ όχι κυρίως την υλική ευμάρεια αλλά την κοινωνική ειρήνη που επικρατούσε τότε. Και που σου επέτρεπε να έχεις τον δικό σου χαβά, να ακολουθείς τις προσωπικές σου διαδρομές.
Η χρεοκοπία, τα Μνημόνια βούλιαξαν την Κυψέλη. Επικρατούσε απελπισία. Τα καταστήματα έκλειναν, αντίκριζες παντού άδειες βιτρίνες. Στις πολυκατοικίες έπαυαν να ανάβουν τα καλοριφέρ. Εβρισκες σπίτια – χρέπια με εξακόσια – επτακόσια ευρώ το τετραγωνικό. Πώς να μην είναι οι άνθρωποι εκτός εαυτού, πώς να μην πέφτουν θύματα του κάθε δημαγωγού που τους έταζε λαγούς με πετραχήλια;
Η Κυψέλη ωστόσο απεδείχθη όχι όρνιο που τρώει σάρκες – και ας προέρχεται η αρχική ονομασία της, Γυψέλη, από τους γύπες οι οποίοι φώλιαζαν στα Τουρκοβούνια -, μα φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες του.
Εχει μπει πρόσφατα, ολοταχώς, σε μια καινούργια άνθηση. Βολτάρεις στη Φωκίωνος και η ψυχή σου ευφραίνεται από τα χρώματα, το γλωσσικό χαρμάνι, τα αρώματα από τους ναργιλέδες και από το φρεσκοψημένο γεωργιανό ψωμί. Βιβλιοπωλεία ανοίγουν διαρκώς, μπαρ, εστιατόρια με εξαιρετικό κρασί. Παιδάκια κυνηγιούνται γύρω από το περίφημο άγαλμα του σκύλου, που το παρήγγειλε – λένε – προπολεμικά ένας παππούς επειδή ένας σκύλος έσωσε το εγγόνι του από πνιγμό. Στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας, ο πυρπολητής Κανάρης περιμένει το μετρό να περάσει κάτω από τα πόδια του. Στη Δημοτική Αγορά οργανώνονται κοινωνικές δράσεις, παίζουν γκρουπάκια, μάγοι του δρόμου καταπίνουν φλόγες.
Ο Μένης Κουμανταρέας, εάν επέστρεφε στη γειτονιά που – όπως το γράφει ο Καβάφης – «αισθηματοποιήθηκε ολόκληρη» για εκείνον, θα κατενθουσιαζόταν. Και η Αννα Καλουτά. Και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, που ο πιο ωραίος δίσκος του, το «Media Luz», επωάστηκε εδώ. Και ο Χρήστος Βακαλόπουλος – «…παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, η Κυψέλη, η Αθήνα και ο πλανήτης Γη…».
Είμαι υπερήφανος που της έμεινα τόσες δεκαετίες, με ήλιο και με μπόρα, πιστός. Που ούτε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να φύγω από την Κυψέλη. Αισθάνομαι ευτυχής που η κόρη μου, τέταρτη γενιά, μεγαλώνει εδώ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις