Περικλής Κοροβέσης: Ο ανθρώπινος λόγος
Ο Περικλής Κοροβέσης έφυγε από τη ζωή πριν από δύο ακριβώς χρόνια, σε ηλικία 79 ετών
- Παραδέχθηκε τους «λευκούς γάμους» η Ειρήνη Μουρτζούκου – «Χρειάζεται ψυχολόγο» λέει η δικηγόρος της
- Παρέμβαση Δένδια για τον καρκινοπαθή αστυνομικό - Διατάχθηκε ΕΔΕ για τα αίτια της καθυστέρησης
- Washington Post: Αιμοραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
- «Έχουμε μάθει να ζούμε με τον πόνο» - Ραγίζει καρδιές η μητέρα της Έμμας
«Άκουσε παιδί μου. Η Ασφάλεια δεν βυζαίνει το δάχτυλό της. Δεν σε πιάσαμε αμέσως, για να δεις την καλοσύνη μας. Το τι έχεις κάνει από την ημέρα της Επαναστάσεως είναι γνωστό στας αρχάς. Δεν έχεις κάνει και λίγα πράγματα. Τα ξέρουμε όλα. Λοιπόν, σαν καλό παιδί, πες τα. Άντε, θα περάσεις καλά. Σκέψου ένα πράγμα μόνο: η Ασφάλεια για τους κακούς είναι Νταχάου και για τους ειλικρινείς Παράδεισος. Πρόσεξε, δεν εξετάζουμε την ενοχή σου, που είναι αποδεδειγμένη, αλλά την ειλικρίνειά σου, που θα καθορίσει τη δική μας συμπεριφορά. Σκέψου: Νταχάου ή Παράδεισος. Εγώ, παρόλο που δεν ’ξηγήθηκες εντάξει στο σπίτι, είμαι έτοιμος να σε συγχωρέσω».
Φοβόμουνα. Αισθανόμουνα τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη μου. Είχα ακούσει καθαρά τη λέξη «Νταχάου» δυο φορές. Βρισκόμουνα στην Ασφάλεια, σ’ αυτόν τον μυθικό τόπο, που τόσα και τόσα είχανε γίνει. Όμως, ακόμα κι αυτή την ύστατη στιγμή, είχα μια κρυφή ελπίδα πως ίσως να ’ναι λόγια. Πιο καθαρά, σκέφτηκα πως μπορούσε και να την γλίτωνα.
Απάντησα πως, έτσι γενικά που ρωτάει, δεν με διευκολύνει καθόλου. Του δήλωσα πως δεν έχω κανένα λόγο να κρύψω τίποτα και, αν μπορούσα να κάνω κάτι, θα το έκανα. Μόλις τέλειωσα αυτή τη φράση, ζεματίστηκα. Ωραία τα κατάφερα. Μέσα στα πρώτα τρία λεπτά είχα αρχίσει τις δικαιολογίες. Ντράπηκα, σιχάθηκα. Το καλό που βγήκε ήταν πως τώρα είχα αρχίσει να ηρεμώ. Φάνηκε ικανοποιημένος.
«Ναι, παιδί μου, καλά έκανες. Μια που παραδέχτηκες, λοιπόν, πως ανήκεις στο Πατριωτικό Μέτωπο… και καλά έκανες που δεν το αρνήθηκες γιατί —ξέρεις τι έγινε;— η ηγεσία του Μετώπου μάς έχει δώσει πλήρη σχεδιαγράμματα, βέβαια, και η όλη διάρθρωση έχει διαλυθεί. Λοιπόν, θέλω να μου πεις όχι την καθοδήγηση —την ξέρουμε— αλλά τα ονόματα των ανθρώπων που είχες επαφή. Κατάλαβες; Αυτούς που έβλεπες. Άντε, λοιπόν, να τελειώνουμε γρήγορα».
Διευκρίνισα πως δεν έχω παραδεχτεί τίποτα. Αυτές είναι δικές του εικασίες, που δεν πρέπει να γίνουν υποχρεωτικά δεκτές. Τσαντίστηκε και άρχισε ένας διάλογος. Τον παραθέτω αυτούσιο.
«Τι ξέρεις για το Πατριωτικό Μέτωπο;»
«Είναι μια οργάνωση που έγινε μετά την 21η Απριλίου και θέτει εμπόδια εις το έργον της Κυβερνήσεως».
«Από πού τα ξέρεις αυτά;»
«Από τον Κωνσταντόπουλο».
«Πού κάθεται;»
«Τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, τον διευθυντή του Ελεύθερου Κόσμου. Η φράση που χρησιμοποίησα είναι δικιά του».
«Ασιχτίρι, πουσταράδες, όλοι τα ίδια λέτε. Βλέπω το ’χεις μάθει το μάθημα καλά».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Μην κάνεις τον μαλάκα τώρα. Ποιοι άλλοι ήτανε στην εφημερίδα;»
«Ποια εφημερίδα;»
«Ξέρεις, οι μαλάκες εδώ δεν περνάνε καλά. Εννοώ την εφημερίδα του Μετώπου».
«Δεν την είδα ποτέ».
«Εγώ δούλεμα δεν σηκώνω. Πού την έδινες την εφημερίδα;»
«Δεν καταλαβαίνω τι με ρωτάτε».
«Ποιος έμενε σπίτι σου;»
«Η γυναίκα μου».
«Εκτός από τη γυναίκα σου».
«Εγώ φυσικά».
«Κοίταξε, ρε πουσταριό… για τις βόμβες που έβαζες δεν σου λέω τίποτα. Για να δεις πόσο εντάξει είμαι. Σ’ τη χαρίζω εδώ, για να μην σε ντουφεκίσουν. Διαλέγω τα πιο ελαφριά. Άσε, λοιπόν, τις εξυπνάδες και πες μου. Ποιοι δουλεύουνε για σας στο θέατρο».
«Νομίζω πως κάνετε λάθος. Δεν καταλαβαίνω για τι με ρωτάτε».
«Θα καταλάβεις. Αυτούς τους ξέρεις;» Είπε μερικά ονόματα.
«Είναι όλοι άγνωστοι».
«Αυτοί λένε πως σε ξέρουν».
«Δεν ξέρω».
Εδώ περίπου τέλειωσε αυτός ο διάλογος. Έγινε έξω φρενών. Με βλαστήμησε. Μου είπε ένα «Θα το μετανιώσεις!», χτύπησε την πόρτα και έφυγε. Έμεινα μόνος. Ήμουνα ακόμα φοβισμένος, αλλά λιγάκι κάλμος. Δεν ήτανε και τόσο τρομεροί. Ανοίγει πάλι η πόρτα. Μια κεφάλα γίγαντα προβάλλει. Με ρωτάει αν είμαι μόνος κι έρχεται άγρια καταπάνω μου.
Ενστικτωδώς κάνω μια κίνηση άμυνας.
«Θα βρούμε και κανένα μπελά», μουρμουρίζει ο γίγαντας και κολλάει τη φάτσα του πάνω μου. «Πες τα, ρε μαλάκα! Τα ξέρουνε όλα, θα σε σακατέψουνε στο ξύλο, θα σε δώσουνε στους τρελούς να σε ρημάξουν. Εγώ σ’ τα λέω για το καλό σου. Εγώ που σ’ τα λέω τώρα, ξέρεις πως μπορώ να βρω τον μπελά μου;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, έφυγε. Και πριν προλάβω να εξηγήσω το φαινόμενο του «καλού» συμβουλάτορα, ανοίγει η πόρτα με κλοτσιά και μπαίνει δεύτερος τύπος αγριεμένος. Φωνές ακούγονται από το βάθος. «Πιάστε τον τρελό. Ο τρελός θα σκοτώσει τον κρατούμενο». Ο τρελός αρπάζει την καρέκλα. Λέει:
«Ρε πούστη, εσύ δεν ήσουνα που τον Δεκέμβρη σκότωσες τον πατέρα μου και του έβγαλες τα μάτια και τα ’παιζες κομπολόι; Α, ρε πούστη, τι έχεις να πάθεις τώρα που έπεσες στα χέρια μου».
Τα πράγματα άρχιζαν να γίνονται σοβαρά. Σηκώθηκα από την καρέκλα και οπισθοχώρησα ως τη γωνιά του καλοριφέρ. Ο τρελός με την καρέκλα πλησίαζε σαν θηριοδαμαστής. Πρόσεξα πως χαμογελούσε. Μου φάνηκε λίγο σαν θέατρο. Με την καρέκλα προτεταμένη, με χτύπησε καμιά δυο φορές. Επανέλαβε τα ίδια λόγια. Τα χτυπήματα ήτανε συγκρατημένα. Το μάτι του χαμογελαστό. Πείστηκα ότι έκανε θέατρο. «Τη δουλειά μας», σκέφτηκα.
Ακολουθεί δεύτερη πράξη. Μπαίνουν μέσα διάφοροι χαφιέδες και αρπάζουν τον «τρελό». Κάποιος με ρωτάει αν είμαι ακόμα ζωντανός, άλλος προσθέτει:
«Τυχερός είσαι που δεν σε πέταξε από το παράθυρο».
Τώρα πια ο τρελός ωρύεται:
«Αφήστε με να πάρω το αίμα μου πίσω τώρα που τον πέτυχα».
Τον καθησυχάζουν πως δεν μπορεί, δεν μπορεί να ’μουν εγώ, δεδομένου ότι το σαράντα τέσσερα ήμουν πολύ μικρός. Ο τρελός ανένδοτος ζητάει εκδίκηση και αδιαφορεί για τα λογικά επιχειρήματα. Κι εγώ να μην ήμουνα, έχω κομμουνιστική φάτσα και θα πληρώσω. Τα «Μήτσο μου, κάτσε φρόνιμα!» που του λέγανε, δεν είχανε καμιά επίδραση. Ακολουθεί η εμφάνιση του Σπανού. Λέει ένα «Φρόνιμα παιδιά!» και τα παιδιά, επικεφαλής του τρελού, απαντάνε «Μάλιστα, κύριε προϊστάμενε» και βγαίνουν ήσυχα, σχεδόν πολιτισμένα, σαν ηθοποιοί που έχουν υποκλιθεί στο κοινό και χάνονται στις κουίντες.
Δεύτερος διάλογος:
«Λοιπόν, πώς πάμε; Άλλαξες γνώμη;»
«Μα δεν διατύπωσα καμιά γνώμη».
«Δεν θα ξαναρχίσουμε τα ίδια. Γυρίζω από την ανάκριση του άλλου. Μας τα ’πε όλα για σένα. Θα τον φέρουμε μπροστά σου να τα πει και να σε κάνει ρεζίλι».
Ο κ. Σπανός έλεγε ένα χοντρό ψέμα. Χάρηκα που το άκουσα. Ο φίλος μου ποτέ δεν είχε σχέση με την πολιτική. Είχα να τον δω σχεδόν πριν από το πραξικόπημα. Εντελώς τυχαία βρέθηκε σπίτι μου.
«Δεν μου κάνει καμιά εντύπωση, κύριε ανακριτά. Και εγώ μπορώ να παραδεχτώ πως η γη είναι τετράγωνη. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια».
«Η γη είναι ό,τι μ’ αρέσει, ρε παλιοπούστη. Και για να τελειώνουμε, είσαι ρε κομμουνιστής;»
«Είμαι το πανίσχυρο Βιμ».
«Είσαι κουμμούνα, ρε πούστη! Εκατό τόνους κομμουνιστικά βιβλία είχες σπίτι σου, και κάθομαι εγώ και σ’ ακούω».
Άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές· καθόμουνα ακίνητος και τον κοίταζα. Είχε κάτι χεράκια πολύ κοντά, σαν νάνου. Μετά μ’ έπιασε από τα μαλλιά κι άρχισε να με χτυπάει στ’ αυτιά με την κόψη της παλάμης. Έμενα ακίνητος. Ευτυχώς που άνοιξε η μύτη μου. Είχανε ματώσει και τα δόντια μου. Ήτανε καλό αυτό. Λερώθηκαν τα χέρια του και, έτσι όπως χτύπαγε, υπήρχε κίνδυνος να πιτσιλιστεί. Σταμάτησε, λέγοντας πως αν τον είχα λερώσει, θα το πλήρωνα ακριβά. Έφυγε. Πάλι μόνος. Το πουκάμισό μου είχε γίνει κατακόκκινο. Το στόμα γεμάτο αίμα. Στην πραγματικότητα δεν είχα πονέσει. Άλλα αισθήματα κυριαρχούσαν. Μια παρήγορη σκέψη: αν το ξύλο σταμάταγε εδώ, θα ’μουνα τυχερός. Κάτι παραπάνω κι από τυχερός. Ξαναγύρισε. Ευτυχώς, δεν τον είχα λερώσει. Ήτανε ήρεμος. Σχεδόν χαρούμενος. Με κοίταζε χωρίς να μιλάει. Κάθισε στο γραφείο και εξακολουθούσε να με κοιτάζει. Του μίλησα εγώ, διαμαρτυρήθηκα, που να πάρει ο διάολος, σ’ έναν τόνο κόσμιο. Αρκέστηκα να του πω πως δεν μ’ έβρισκε σύμφωνο αυτός ο τρόπος ανακρίσεως, γιατί ήταν απάνθρωπος. Κάτι για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Γέλασε και μου είπε:
«Άκουσε, παιδί μου. Υπάρχουνε δύο τρόποι ανακρίσεως: ο πολιτισμένος και ο επιστημονικός».
«Ποιος είναι ο πολιτισμένος;»
«Αυτός που κάνουμε τώρα».
«Και ο επιστημονικός;»
«Αυτός που θα ακολουθήσει».
Όσα διαβάσατε ανωτέρω είναι ένα από τα κεφάλαια που συνθέτουν το συγγραφικό έργο του Περικλή Κοροβέση Ανθρωποφύλακες (εκδόσεις Ηλέκτρα, 2007).
Πιο συγκεκριμένα, είναι το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, η «Πολιτισμένη ανάκριση», όπου εξιστορούνται από το συγγραφέα όσα διαδραματίστηκαν σε ένα γραφείο του τετάρτου ορόφου στο κτίριο της Ασφάλειας. Πρωταγωνιστές, ο συλληφθείς Κοροβέσης και ο βασανιστής αστυνόμος Σπανός, ο οποίος είχε προβεί νωρίτερα στη σύλληψη του Κοροβέση, εντός της οικίας του, στις τρεις τα ξημερώματα. Μαζί είχε συλληφθεί και ένας φίλος του Κοροβέση, που τυχαία είχε βρεθεί στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα.
Την απάντηση στο ποιο είναι εν γένει το θέμα του βιβλίου του Κοροβέση τη δίνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, στο προλογικό του κείμενο, ο συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος Δημήτρης Ραυτόπουλος: «Ο ανθρώπινος λόγος και το σώμα αντιμετωπίζουν το ά-λογο, το γρύλισμα, το ρόπαλο, το σκοινί και τον θάνατο».
Και προσθέτει, με εξαιρετική καθαρότητα νοημάτων: «Από την αρχή ως το τέλος αυτής της περιπέτειας (σύλληψη, ανάκριση, βασανιστήρια κ.τ.λ.) ένα αγαθό διακυβεύεται, πέρα από τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την ελευθερία ενός ανθρώπου: ο ανθρώπινος λόγος. Ο κρατούμενος μιλάει στους δημίους ως άνθρωπος πολιτικός, με συνείδηση δικαιωμάτων του πολίτη, μεταξύ των οποίων είναι η αντίσταση κατά της παρανομίας, αλλά και ως πολιτικός με την πανάρχαιη έννοια: φορέας πολιτισμού, κάτοχος του λόγου».
Η «Πολιτισμένη ανάκριση» δημοσιεύεται σήμερα εις μνήμην του συγγραφέα και διανοουμένου Περικλή Κοροβέση, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από δύο ακριβώς χρόνια, σε ηλικία 79 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις