Ιωάννης Μεταξάς: Ο υπέρμαχος της δημοτικής
Το 1938 ο Μεταξάς ανέθεσε τη συγγραφή Γραμματικής της κοινής δημοτικής γλώσσας (χωρίς αρχαϊσμούς και ιδιωτισμούς) σε επιτροπή γλωσσολόγων, φιλολόγων και λογοτεχνών υπό την προεδρία του Μανόλη Τριανταφυλλίδη
[…]
Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ως το 1936 διπλή σταδιοδρομία, αλλά δεν είχε ανάμιξη στα πνευματικά ζητήματα του τόπου. Ήταν στρατιωτικός και πολιτικός. Κι’ αν ο στρατιωτικός φρόντισε από πολύ νέος, όπως φάνηκε αργότερα, για τη γενική πνευματική του συγκρότηση και την κράτησε για τον εαυτό του, κρυφή ασχολία κ’ ευδαιμονία, καθώς είναι κάθε αληθινή καλλιέργεια του εσωτερικού μας κόσμου, και ατομικό εφόδιο, ο πολιτικός δε θέλησε ή δεν είχε την ευκαιρία να κηρύξη ότι θεωρεί ανεκτίμητο εθνικό κεφάλαιο την τέχνη σε όλη την ποικιλία της και σε όλες τις αξιόλογες πραγματοποιήσεις της και, κάτι περισσότερο ακόμα, να δείξη, με την ανεξιθρησκεία του στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα και με τις γλωσσικές πεποιθήσεις του, ότι βρίσκεται κοντά στα πιο προοδευτικά στοιχεία του τόπου. Μερικές, μάλιστα, προτιμήσεις κ’ ενέργειες κομματικών φίλων του άφιναν να σχηματίζεται σιγά-σιγά μια παρεξήγηση, που τη δυνάμωναν και τη στερέωναν οι διαμάχες του με πολιτικούς ηγέτες, εκδηλωμένους, αν και άτολμους, φίλους του δημοτικισμού. Τον αρχηγό των Ελευθεροφρόνων ευκολώτερα μπορούσαν να τον διεκδικήσουν οι συντηρητικοί παρά οι προοδευτικοί. Και με δικαιολογημένη αγωνία —είπαμε ότι κάνουμε ιστορία— ο λογοτεχνικός και καλλιτεχνικός μας κόσμος, προπάντων ο πρώτος, που θεωρήθηκε πάντα πιο επικίνδυνος —ο Λόγος, βλέπετε, κρύβει, σε όλες τις εποχές, περισσότερη δυναμίτιδα από ένα ζωγραφικό πίνακα ή μια μουσική σύνθεση— και δέχτηκε τις βιαιότερες επιθέσεις, με δικαιολογημένη, λοιπόν, αγωνία έβλεπε, από τη δική του σκοπιά, τόση δύναμη, τόση εξουσία, έπειτ’ από τις 4 Αυγούστου, σ’ έναν αρχηγό, που δεν ήξερε αν είναι φίλος του ή εχθρός του και που δεν ξέχναγε κάποιους κομματικούς φίλους του, κάποιους υπουργούς του, φοβερούς διώχτες του δημοτικισμού. […] Ο λογοτεχνικός μας κόσμος πέρασε μέρες και νύχτες αγωνίας. Και δε θα μπορούσε κανείς να τον αδικήση. Το κράτος δεν τον είχε πείσει ότι ήταν μια φωτισμένη εξουσία, ένας νους με την ενημερότητα και τη νηφαλιότητα που είναι απαραίτητη για την αθώωση ή την καταδίκη μιας ιδέας, ενός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού κηρύγματος.
Είχε κάμει όμως ο λογοτεχνικός μας κόσμος δυο λάθη και είχε τιμωρηθή με την αγωνία του. Δεν ήξερε τις προτιμήσεις του Ιωάννου Μεταξά και γνώριζε πόσο γλωσσαμύντορες ήταν μερικοί κομματικοί φίλοι του. Αλλά και δεν εφρόντισε να θυμηθή και να προσέξη δυο πράγματα, που τα θυμήθηκαν και τα λογάριασαν πολλοί άλλοι Έλληνες. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν Επτανήσιος*. Και κάτι άλλο ακόμα: από επάγγελμα ή από ιδιοσυγκρασία, μυαλό πραχτικό. Αν το τελευταίο αυτό γνώρισμά του το ερευνούσε περισσότερο ο λογοτεχνικός μας κόσμος και το εξηγούσε σαν άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της πρώτης πνευματικής συγκροτήσεως του Ιωάννου Μεταξά μέσα στην ατμόσφαιρα της στερεώτατης λογικής των μαθηματικών —ο Μεταξάς βγήκε από τη Σχολή των Ευελπίδων αξιωματικός του Μηχανικού— κι’ αν προχωρούσε ακόμα περισσότερο και τοποθετούσε πλάι σ’ αυτούς τους συλλογισμούς ακόμα έναν, ότι κι’ ο Ελισαίος Γιανίδης**, ο σημαντικώτατος και πειστικώτατος αυτός απολογητής του δημοτικισμού, είναι μαθηματικός, θα πέρναγε λιγώτερες μέρες και νύχτες αγωνίας. Το αίσθημα —η επτανησιακή καταγωγή— και η λογική —η μέθοδος της ζωής του— εργάζονταν και συνεργάζονταν στη σκέψη του Ιωάννου Μεταξά για να προετοιμάσουν μιαν απόφαση, να τη στηρίξουν καλά και να την κάμουν μέγα και χαρμόσυνο άγγελμα στους Έλληνες: ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν ενσυνείδητος δημοτικιστής και δεν άργησε να το κηρύξη, να το καυχηθή, και να μεταφέρη αυτή την πεποίθησή του από τους λόγους στους υψηλότερους στόχους που σημάδευε η εξουσία του, η δύναμη αυτή που τόσο τρόμαξε τους λογοτέχνες μας και σε τόσες αγρυπνίες τούς καταδίκασε.
Οι λόγοι του είναι ιστορικοί. Και πρέπει να τους ξαναχαρή ο κόσμος των δημοτικιστών, αλλά και όσοι κατάλαβαν επιτέλους ότι με τις ζωντανές του δυνάμεις κερδίζει τη λευτεριά και την τιμή του κάθε έθνος, δηλαδή όλοι οι Έλληνες έπειτ’ από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Τους μεταφέρω από τη συνομιλία του Ιωάννου Μεταξά με τον κ. Κωστή Μπαστιά*** στις 15 Σεπτεμβρίου 1936:
«Εις την πνευματικήν ζωήν και εις τας καλάς τέχνας η Κυβέρνησις αποδίδει σημασίαν πρωταρχικήν. Τα περί δημοτικής γλώσσης που μου αναφέρατε, τίθενται σκοπίμως εις κυκλοφορίαν από τους κομμουνιστάς, οι οποίοι θέλουν να παραστήσουν την Κυβέρνησιν ως αντίθετον προς την πρόοδον. Αλλά ψεύδονται. Ουδέποτε εσκέφθην να θέσω περιορισμούς εις την γλώσσαν. Ούτε είναι δυνατόν Εθνική ημείς Κυβέρνησις να είμεθα εχθροί της γλώσσης εκείνης εις την οποίαν ο μέγας ποιητής Σολωμός έγραψε τον Εθνικόν μας Ύμνον. Η δημοτική θα εξακολουθήση να διδάσκεται εις το δημοτικόν σχολείον και παραλλήλως εις τας δύο τελευταίας τάξεις θα διδάσκεται και η καθαρεύουσα, διότι αποτελεί πραγματικότητα, την οποίαν ο νέος Έλλην θα συναντήση εις την ζωήν του, εις το δικαστήριον, εις τα επίσημα έγγραφα, εις την επιστήμην και εις αυτόν τον τύπον ακόμη, παρ’ όλας τας προσπαθείας του τελευταίου να δημοτικίζη, και φρονώ ότι η μόνη συμβολή των λογοτεχνών θα συντελέση εις την ευρυτέραν διάδοσιν της δημοτικής. Η γλώσσα πολλών καθαρευουσιάνων ενθυμίζει μίαν χωριάτισσα που θέλει να κάνη την κυρίαν, η δε γλώσσα πολλών δημοτικιστών είναι μία κυρία που της αρέσει να κάνη την χωριάτισσα. Φρονώ όμως ότι αι δύο γλώσσαι θα συναντηθούν κάποτε με επιρροήν της δημοτικής. Αν ακόμη η δημοτική δεν επεβλήθη, το λάθος ανήκει εις τους δημοτικιστάς, ένα ποσοστόν των οποίων γράφει μεταφρασμένην καθαρεύουσαν. Αυτό, φυσικά, γεννά αντίδρασιν και παρέχει την εντύπωσιν του ψεύδους και του κατασκευαστού. Ζήτημα λοιπόν εργασίας είναι διά να καταστή πανελλήνιος η γλώσσα του Εθνικού μας Ύμνου, και η εργασία αυτή ανήκει αποκλειστικώς και μόνον εις τους λογοτέχνας. Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέη τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς».
[…]
Ακολουθούν μήνες προετοιμασίας, ιδρύεται η Διεύθυνση Γραμμάτων και Καλών Τεχνών στο υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το Νοέμβριο του 1937 κάνει ακόμα μια εκδήλωση ο Ιωάννης Μεταξάς. Είναι καλεσμένος της «Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» στο μνημόσυνο του Μαβίλη, ακούει τους ρήτορες, προσέχει ότι το πυκνότατο ακροατήριο χειροκροτεί κάθε τόσο τ’ αποφθέγματα του ποιητή της «Λήθης» και του ήρωα του Δρίσκου για την εθνική γλώσσα, χειροκροτεί κι’ αυτός, αποκρίνεται δηλαδή στον κόσμο, στην εκλεκτή μερίδα του ελληνικού λαού που τον κυκλώνει και παρακολουθεί τη στάση του. Υπογράφεται ένα συμβόλαιο από τον κυβερνήτη κι’ από τους φωτισμένους Έλληνες. Και το συμβόλαιο αυτό το κρατούν και τα δυο μέρη. Ο Ιωάννης Μεταξάς αποφασίζει τη σύνταξη της γραμματικής της δημοτικής και οι Έλληνες λόγιοι σπεύδουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Αρχίζει μια σοβαρή εργασία κ’ έχει σύμμαχό της τον κυβερνήτη. Στην «Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών» συνέρχονται αρκετά μέλη της κι’ άλλοι αρμόδιοι, συζητούν, προτείνουν, φτάνουν σε συμπεράσματα, ετοιμάζουν υπομνήματα. Στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, με τον κ. Μανώλη Τριανταφυλλίδη εισηγητή, κάνουν επιστημονικώτερη εργασία. Ιστορική περίοδος, παραμονές ριζικών καινοτομιών. Και συζητήσεις πολλές και χρήσιμες. Η επιτροπή της «Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» δέχτηκε την ιστορική παράδοση στην ορθογραφία, συμφώνησε ότι πνεύματα και τόνοι πρέπει να λείψουν, συγκέντρωσε τα συμπεράσματά της σε αιτήματα, απάντησε γρήγορα και μεθοδικά στην πρόσκληση που έκαμε το Κράτος.
[…]
Ο υπεύθυνος κυβερνήτης ήταν έτοιμος ν’ ακούση και να ικανοποιήση κάθε πρόταση που οδηγούσε σε ριζικές λύσεις.
Δε συγκρατούσε τους αδιάλλαχτους, δεν αναζητούσε συμβιβαστικές λύσεις. Ήταν, ακούω, τολμηρότερος, ριζοσπαστικώτερος κι’ από τα πιο προοδευτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου. Ποθούσε, όπως είπα, τις ριζικές, τις υγιείς, τις λύσεις που θ’ άφιναν το έθνος ν’ αναπνεύση, να προχωρήση από τους τύπους στην ουσία, να προκόψη.
*Αποσπάσματα από εκτενές κείμενο του συγγραφέα και ακαδημαϊκού Πέτρου Χάρη (1902-1998), που έφερε τον τίτλο «Ο αποφασιστικός δημοτικιστής» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εστία», στο τεύχος που είχε εκδοθεί στις 15 Φεβρουαρίου 1941. Το εν λόγω τεύχος (υπ’ αριθμόν 340) της «Νέας Εστίας», διευθυντής της οποίας ήταν ο Πέτρος Χάρης, ήταν αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αποβιώσει λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Το 1938 ο Μεταξάς ανέθεσε τη συγγραφή Γραμματικής της κοινής δημοτικής γλώσσας (χωρίς αρχαϊσμούς και ιδιωτισμούς) σε επιτροπή γλωσσολόγων, φιλολόγων και λογοτεχνών υπό την προεδρία του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Γραμματική αυτή ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το 1941 από τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων.
Συντάσσοντας τη Γραμματική του, ο Τριανταφυλλίδης στηρίχτηκε μεν στη λαϊκή γλώσσα, αλλά δέχτηκε μέχρις ενός βαθμού το καθεστώς που είχε δημιουργήσει η καθαρεύουσα. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Γραμματική του επισημοποίησε το συμβιβασμό που είχε προτείνει και είχε εφαρμόσει η ανολοκλήρωτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των ετών 1917-1920.
*Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε γεννηθεί στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου 1871.
**Ο Ελισαίος Γιανίδης (1865-1942) ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος του δημοτικισμού.
***Ο Κωστής Μπαστιάς (1901-1972) κατάφερε να αφήσει ένα ευκρινές αποτύπωμα στο χώρο της πεζογραφίας, της δημοσιογραφίας και του θεάτρου (στο συγκεκριμένο τεύχος της «Νέας Εστίας» υπογράφει κείμενο για τον αποθανόντα Μεταξά με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή Γραμμάτων, Καλών Τεχνών και Κρατικών Σκηνών).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις