«Σύντομα θα σταματήσουν να τυπώνουν βιβλία σε χαρτί»
Η εκδότρια Μάγγη Μίνογλου μιλάει για την καλλιέργεια της ανάγνωσης.
- Τι είναι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης και τι είναι το ταβάνι του χρέους;
- Όταν ο Μακρόν αποκαλούσε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο «το κλουβί με τις τρελές»
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Το 1987 οι εκδόσεις Κριτική έκαναν την εμφάνισή τους στον εκδοτικό χώρο. Το πρώτο τους βιβλίο ήταν «Η έκλειψη του Λόγου» του γνωστότερου εκπροσώπου της Σχολής της Φρανκφούρτης, Μαξ Χορκχάιμερ, σε μετάφραση της εκδότριας Μάγγης Μίνογλου.
Στη συνάντησή μας στο καφέ που γειτνιάζει με τον χώρο της Κριτικής η επικεφαλής των εκδόσεων απλώνει το νήμα μιας εκδοτικής επιχείρησης που συμπλήρωσε 35 χρόνια.
Η Μάγγη Μίνογλου έχει συγκεράσει το επιστημονικό της ενδιαφέρον για τα πανεπιστημιακά συγγράμματα και τα δοκίμια με την αγάπη της για τη λογοτεχνία. Και συνεχίζει το ταξίδι της αντλώντας ενέργεια από αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο.
«Οταν είναι κανείς νέος, ρισκάρει μερικά πράγματα και μπροστά στο άγνωστο ορμάει. Η Κριτική ξεκίνησε με τέσσερις αρχικούς ιδρυτές. Μία από αυτούς ήμουν κι εγώ. Τόλμησα να ασχοληθώ τότε με κάτι άλλο. Ημουν ήδη στο ΕΚΠΑ, διδάσκοντας Οικονομικά στο Οικονομικό της Νομικής. Δίδαξα 27 χρόνια, το άφησα επειδή ήθελα κάτι άλλο. Ξεκινήσαμε με δοκίμια, Χορκχάιμερ και Αντόρνο. Ηταν πολύ καλά αυτά τα βιβλία και είχαν τρομερή αποδοχή. Βγάλαμε Τόμας Μαν, Μπρεχτ, κλασική γαλλική και γερμανική λογοτεχνία.
Ωστόσο ξαφνικά άλλαξε η εποχή, δυσκολευτήκαμε πολύ. Εφυγαν οι υπόλοιποι, ανέλαβα εγώ όλη την παραγωγή, βγάζαμε τα πανεπιστημιακά βιβλία και, χωρίς να εγκαταλείψουμε δοκίμια και λογοτεχνία, συνεχίζουμε. Σήμερα εκδίδουμε ποιοτικά πανεπιστημιακά συγγράμματα, καλαίσθητα και φροντισμένα, εφάμιλλα των ξενόγλωσσων. Δεν έχω μείνει μόνη. Εχω μια επιλεγμένη ομάδα με 17 άτομα, αγαπάνε τη δουλειά τους και έχουμε διάδραση, σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, συζητάμε και επιλέγουμε τα πάντα μαζί. Μαζί επιλύουμε και τα προβλήματά μας, έχουμε πολύ καλό κλίμα. Ενας από αυτούς τους ανθρώπους είναι η Ελένη Σαντάρμη, η γενική διευθύντρια, που εξελίχθηκε και είναι η διάδοχός μου».
Πώς την ξεχωρίσατε;
Βλέπεις μέσα στα χρόνια έναν άνθρωπο που θέλει να εξελιχθεί, έχει μνήμη, έχει διοικητικές ικανότητες. Ολοι είναι καλοί, αλλά δεν έχουν όλοι το χάρισμα να λύνουν προβλήματα με ψυχραιμία και ευγένεια. Αυτό είναι σημαντικό. Στην Ελλάδα, αν είσαι γυναίκα, είναι λίγο πιο δύσκολο, παρότι υπήρχαν στον εκδοτικό χώρο γυναίκες, και μάλιστα πολύ καλές εκδότριες, εξαίρετες: η Μάγδα Κοτζιά, η Λουίζα Ζαούση, η Μάνια Καραϊτίδη. Στη δουλειά μου με βοήθησε πολύ ότι έμαθα να συμπεριφέρομαι με ειλικρίνεια.
Οι εκδότες χρειάζονται την ειλικρίνεια για να βάζουν όρια στους συγγραφείς τους;
Περισσότερο για να εμπνεύσεις έναν σεβασμό. Δεν είναι μόνο οι συγγραφείς. Ο περίγυρός τους έχει τυπογράφους, βιβλιοδέτες, χαρτέμπορους. Οταν ξεκινάς, κάνεις όλες αυτές τις συναντήσεις, δεν τα κάνεις μόνη σου. Οπότε έγινα, νομίζω, αποδεκτή κυρίως γι’ αυτό: λίγο αυστηρή, λίγο απόμακρη και ειλικρινής.
Ακούγεται παράξενη αυτή η συνάντηση ενός μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας με τον κόσμο των τεχνιτών.
Ηταν ένας άλλος κόσμος. Με βοήθησε όμως το γεγονός ότι ήξερα από οικονομικά και μπορούσα να καταλαβαίνω τα οικονομικά μεγέθη, οπότε κανένας δεν μπορούσε να με ξεγελάσει. Αλλωστε και οι κυρίες που προανέφερα και είχαν προηγηθεί στον χώρο του βιβλίου ήταν αξιοσέβαστες.
Υπάρχει μεταξύ γυναικών εκδοτριών επικοινωνία;
Μεταξύ μας έχουμε αλληλεγγύη. Στο τέλος όμως δεν θα υπάρχουν εκδότες. Σύντομα ο χώρος του βιβλίου θα αλλάξει πολύ. Δεν νομίζω ότι θα συνεχίσουν για πολύ καιρό να τυπώνουν βιβλία σε χαρτί.
Πιστεύετε να γίνει σύντομα αυτή η αλλαγή;
Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Για την ώρα εμείς επιμένουμε στο να μη μετακυλίουμε τις αυξήσεις των πρώτων υλών, από σεβασμό στον αναγνώστη και με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Και όλες αυτές οι αγάπες του χάρτινου βιβλίου, της βιβλιοδεσίας;
Πάντα θα υπάρχει ένα τέτοιο κοινό, ακόμη και στους νεότερους. Ξέρω παιδιά που διαβάζουν με μανία και παρακολουθούν και την παραγωγή των νέων κυκλοφοριών. Δεν είναι αποκομμένα από την εποχή τους, έχουν σχέση με το Internet, αλλά τους αρέσει και αυτό. Με την επικράτηση της τεχνολογίας το βιβλίο ως αντικείμενο θα αλλάξει. Τώρα έχει όγκο, δεν μαζεύεται, ενώ στην ηλεκτρονική του μορφή είναι συμπυκνωμένο, μεταφέρεται πιο εύκολα. Δεν ξέρω βέβαια αν θα αλλάξουν και οι άνθρωποι. Είμαστε σε μια κρίσιμη καμπή.
Ωστόσο το διάβασμα είναι ανάγκη.
Η ανάγνωση είναι μια ανάγκη που πρέπει κάποιος να αποφασίσει να την καλλιεργήσει. Στις νεότερες γενιές, επειδή έχουν άλλα ερεθίσματα και ζουν σε άλλον κόσμο -και καλά κάνουν-, πρέπει κάποιος να εμφυσήσει την αγάπη για την ανάγνωση. Το γεγονός ότι πιάνεις ένα βιβλίο και, αν αυτό σου αρέσει, βυθίζεσαι, ξεχνάς τα προβλήματά σου και ταξιδεύεις, είναι αναντικατάστατο.
Πιστεύετε ότι έχει ηλικία η ανάγνωση, έχει αποκορύφωμα και πτώση αυτή η ανάγκη;
Ως ανάγκη δεν το νομίζω. Απλά υπάρχουν τεχνικά προβλήματα. Μεγαλώνοντας δεν βλέπεις καλά και χρειάζεσαι γυαλιά, διαβάζεις και ξεχνάς. Ενώ στους νεότερους είναι πιο παραγωγικό, γιατί θυμούνται. Επίσης συνδέουν κόσμους, διαβάζουν ένα βιβλίο και οδηγούνται σε κάτι άλλο ψάχνοντας έναν συγγραφέα.
Ελληνική λογοτεχνία υπάρχει στα σχέδια των προσεχών εκδόσεων;
Βγάζουμε και έλληνες συγγραφείς, λίγους όμως, γιατί είναι δύσκολο να βρούμε αυτό που θέλουμε, να ταιριάζει δηλαδή με το προφίλ μας.
Η λογοτεχνία σε σχέση με το δοκίμιο υστερεί ή συμπορεύεται;
Συμπορεύεται. Υπάρχουν πολλοί λογοτέχνες οι οποίοι γράφουν με ένα στυλ δοκιμιακό. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, για παράδειγμα, δεν είναι μια περίπτωση που την παρακολουθείς εύκολα, είναι απαιτητικά αυτά που λέει κι όμως τον ακολουθείς γιατί κάνει ένα είδος δοκιμίου. Από τα πιο φιλοσοφικά κείμενα του Μπέρνχαρντ, το υπό έκδοση «Βαδίζοντας» προσφέρει μια διεισδυτική σπουδή σχετικά με τη δυσκολία τού να σκεφτεί κανείς λογικά. Αρα και τα είδη της λογοτεχνίας έχουν μεταξύ τους μια σχέση. Οπως και τα θεατρικά είδη έχουν μια ανάλογη σχέση. Αυτό που μου δίνει ερεθίσματα να πάω παρακάτω είναι η σύνδεση των θεματικών, των συγγραφέων και του είδους γραφής τους. Νομίζω ότι ο κατάλογος ενός εκδότη έχει μια εσωτερική συνοχή. Μεταξύ τους συνδέονται όλα αυτά γιατί αποφασίζει ένας άνθρωπος τι κολλάει σε αυτό και τι όχι. Ο κατάλογος δείχνει τις αναζητήσεις του εκδότη.
Μέσα από τον κατάλογο της Κριτικής τι καταλαβαίνουμε για το εκδοτικό προφίλ σας;
Θα έλεγα συνοπτικά πως πρόκειται για άνοιγμα στον κόσμο. Είναι τα μεταφρασμένα βιβλία που βοηθάνε όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μια άλλη γλώσσα. Δίνουν τη δυνατότητα να ανοίγονται πολλές κατευθύνσεις προς το τι γίνεται στον κόσμο πριν, σήμερα, μετά.
Τι γίνεται σήμερα στον κόσμο;
Τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι γινόταν στον κόσμο, επειδή παρακολουθούμε σε τρέχοντα χρόνο ό,τι συμβαίνει παντού. Η οικονομία κάνει κύκλους, δεν είναι ευθύγραμμη η πορεία της. Οι δυσκολίες χρειάζονται χρόνο για να ανακάμψουν. Λέω, λοιπόν, ότι η απληστία είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, πρέπει να το προσέχουμε αυτό.
Είναι όμως και συνεργάτις του καπιταλισμού.
Βέβαια είναι, γιατί και η κατανάλωση χρειάζεται για να προχωρήσει η οικονομία. Αλλά αυτό γίνεται με επενδύσεις και με την προσδοκία ότι θα πουλήσω και θα έχω κέρδος.
Χρειάζεται και τη δημιουργία επιθυμίας.
Φτιάχνουμε επιθυμίες μέσω της διαφήμισης. Αν και η διαφήμιση έχει ξεχειλώσει. Αρχικά έχει κάτι ουσιώδες. Κάνει γνωστό ένα προϊόν. Οταν γίνει τρέλα και ο ένας ανταγωνίζεται τον άλλον ποιος θα κάνει την πιο έξυπνη και καλύτερη, εκεί τα χάνουμε όλα.
Πώς λειτουργεί η διαφήμιση για ένα επιστημονικό σύγγραμμα;
Είναι ένα είδος πληροφόρησης που το λέμε marketing με την ευρύτερη έννοια, γνωστοποιώντας το βιβλίο στους ενδιαφερόμενους που κάνουν συγκεκριμένο μάθημα και το επιλέγουν. Είναι όλοι ειδικοί στον τομέα τους, οπότε γοητεύονται όχι με λόγια αλλά με τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας παιδιά σε αυτά τα 35 χρόνια;
Το «Διαβάζοντας στη Χάννα» του Μπέρνχαρντ Σλινκ μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία του, «Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ» της Οσνε Σέιερσταντ. Δύσκολο να διακρίνει κανείς, επειδή αγαπά όλα τα παιδιά του. Υπάρχουν όμως βιβλία που μπορεί και να μην ήταν εμπορικές επιτυχίες αλλά που δείχνουν αυτή την ανησυχία του ανθρώπου και τη διάθεσή του να παλέψει, να ξεφύγει, να φτιάξει τη μοίρα του. Ενα τέτοιο βιβλίο είναι το «Μη μου πεις ότι φοβάσαι» του Τζουζέπε Κατοτσέλα.
Γιατί χρειάζεται η μνήμη στη διάσωση και διατήρηση των βιβλίων;
Η μνήμη κάνει την ανάγνωση εμπειρία. Τη μετατρέπει σε κάτι ζωντανό. Είναι σαν να το έχεις ζήσει. Βεβαίως, δεν θυμάσαι ένα βιβλίο σε όλες του τις λεπτομέρειες. Θυμάσαι όμως τα βασικά που σε βοηθάνε να αντιμετωπίσεις το παραπέρα, το επόμενο. Ανατρέχεις σε αυτό το βιβλίο, το ένα σού θυμίζει το άλλο και φτιάχνεις έναν κόσμο που δεν παραμένει ο ίδιος, αλλά εμπλουτίζεται.
Και η κριτική σκέψη του αναγνώστη πού βρίσκεται σήμερα;
Αν μιλάμε για νεότερους, δεν βρίσκεται σε καλό επίπεδο. Δεν τους την καλλιεργεί ούτε το σχολείο ούτε η οικογένεια. Την έχουμε παραμερίσει γιατί λέμε «δεν βαριέσαι» και ότι υπάρχουν καινούργια πράγματα και είναι καλύτερα να πάμε παρακάτω αφήνοντας πίσω μας τα παλιά. Ομως αυτά τα παλιά είναι πολύ σημαντικά, γιατί οι αναμνήσεις σε βοηθάνε να αποφύγεις και τις σημερινές δυσκολίες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις