Στις 13 Απριλίου 1943, πριν από οκτώ σχεδόν δεκαετίες, ήρθε στο φως ένα από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα που διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Την ημέρα εκείνη οι ναζιστικές Αρχές ανακοίνωσαν ότι είχαν ανακαλύψει το χώρο όπου είχαν ταφεί μαζικά χιλιάδες αξιωματικοί του Πολωνικού Στρατού, οι οποίοι είχαν συλληφθεί παλαιότερα (προ της ναζιστικής εισβολής στην ΕΣΣΔ, τον Ιούνιο του 1941) από τους Σοβιετικούς και κρατούνταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου εντός της σοβιετικής επικράτειας.

Ο τόπος της βάρβαρης μαζικής εξόντωσης των Πολωνών ήταν το δάσος του Κατίν, πλησίον της ρωσικής πόλης Σμολένσκ.

Οι ναζί κατηγόρησαν τις σοβιετικές Αρχές για τη σφαγή του Κατίν —δηλαδή, την εκτέλεση διά πυροβολισμού στο πίσω μέρος του κεφαλιού και το μαζικό ενταφιασμό των πολωνών αξιωματικών—, υποστηρίζοντας ότι αυτή είχε πραγματοποιηθεί από τους Σοβιετικούς το Μάιο του 1940.

Από τη δική τους πλευρά, οι Σοβιετικοί, οι οποίοι είχαν δηλώσει στην εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου το Δεκέμβριο του 1941 ότι οι περισσότεροι πολωνοί κρατούμενοι είχαν αποδράσει στη Μαντζουρία και δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστούν, αρνήθηκαν κάθε εμπλοκή τους στη σφαγή του Κατίν και φόρτωσαν την ευθύνη για το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα στους ναζί.

Προς επίρρωσιν των ισχυρισμών τους, δήλωσαν μάλιστα ότι η εκτέλεση των πολωνών αξιωματικών είχε λάβει χώρα σαφώς αργότερα απ’ ό,τι υποστήριζαν οι ναζί, ήτοι τον Αύγουστο του 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή δυτικά του Σμολένσκ, όπου βρίσκονταν οι εκτελεσθέντες λόγω της συμμετοχής τους σε κατασκευαστικά έργα.

Τα κείμενα που ακολουθούν φωτίζουν πέραν πάσης αμφιβολίας την «υπόθεση Κατίν» και μας επιτρέπουν —πιστεύω— να αποκτήσουμε μια σαφέστερη και πληρέστερη εικόνα για το ναζισμό, τον κομμουνισμό και τη μεταξύ τους σχέση:


Αποσπάσματα από άρθρο του Αναστάση Γκίκα που δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» (18/4/2010) με τίτλο Το Κατίν, η προπαγάνδα και οι πρόθυμοι απολογητές των Ναζί

Στις 13 Απριλίου 1943, σχεδόν δύο μήνες μετά τη συντριβή της φασιστικής στρατιωτικής μηχανής στο Στάλινγκραντ —που σηματοδότησε τη ριζική στροφή στο ρου του πολέμου— ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου ανακοίνωσε την «ανακάλυψη» από τη Βέρμαχτ ενός μαζικού τάφου 3.000 Πολωνών αξιωματικών σε μια περιοχή στο δάσος του Κατίν, κοντά στο Σμολένσκ (εν συνεχεία ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 15.000 με 22.000 – 25.700 σύμφωνα με τη «Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού»!) Ένοχος του εγκλήματος αυτού; Ο εβραιομπολσεβικισμός. Το μήνυμα της ανακάλυψης που διατρανώθηκε σε όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα; Ο κίνδυνος του προελαύνοντος κομμουνιστικού τέρατος, που απειλούσε πλέον να πατήσει το πόδι του στις χώρες του δυτικού πολιτισμού!

[…] Με την απελευθέρωση της περιοχής από τον Κόκκινο Στρατό το Σεπτέμβρη του 1943 συστάθηκε μια ειδική επιτροπή υπό τον ακαδημαϊκό N. Burdenko, προκειμένου να ερευνήσει την υπόθεση. Το πόρισμα της Επιτροπής ολοκληρώθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1944. Σε αυτό αντικρούονταν ένα προς ένα όλα τα σημεία της γερμανικής «έρευνας».

[…] Το 1992 επήλθε επιτέλους η «απόλυτη» και «πέραν πάσης αμφιβολίας» «δικαίωση» των υποστηρικτών της σοβιετικής ενοχής με την παρουσίαση από το Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν στον Πολωνό ομόλογό του, Λεχ Βαλέσα, αντιγράφων μιας σειράς αρχειακών «ντοκουμέντων» που «επιβεβαίωναν» τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών από τις Σοβιετικές Αρχές (με την υπογραφή φυσικά του Ι.Β. Στάλιν).

Από την πρώτη στιγμή, η υπεράσπιση εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την αυθεντικότητα των εγγράφων.

[…] Οι αντιφάσεις στην παράθεση των «γεγονότων» δεν είναι λίγες: άλλοτε ως ένοχος φέρεται η NKVD, άλλοτε ο Κόκκινος Στρατός. Άλλοτε τα θύματα ήταν η «πολωνική ελίτ», άλλοτε «διανοούμενοι» και «καλλιτέχνες», άλλοτε ανώτατοι αξιωματικοί και άλλοτε «έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες». Άλλοτε έφταιγε «η εκδικητικότητα του Στάλιν» για τους σφαγιασθέντες Κόκκινους φαντάρους από την αντιδραστική Πολωνία το 1920, άλλοτε η επιδίωξη του Στάλιν να «αποκεφαλιστεί η πολωνική ελίτ», ώστε να μείνει ο πολωνικός λαός ορφανός από τους «φυσικούς του ηγέτες» κ.ο.κ. Όλα αυτά όμως δεν έχουν σημασία, γιατί το ζητούμενο ακριβώς δεν είναι η ιστορική αλήθεια. Σημασία έχει να τονιστεί με όλους τους τρόπους και σε όλους τους τόνους ότι το σοβιετικό καθεστώς ήταν ένα δολοφονικό καθεστώς, ότι ο σοσιαλισμός απέτυχε και ότι δεν πρέπει να επανεμφανιστεί ούτε στα όνειρα και πολύ περισσότερο στις επιδιώξεις των ανθρώπων…


Αποσπάσματα από άρθρο του Θανάση Γιαλκέτση στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (18/3/2018) με τίτλο Αλήθειες και ψέματα για τη σφαγή του Κατίν

[…] Στη συλλογική συνείδηση κυριαρχεί ακόμη και σήμερα στη χώρα μας η εικόνα μιας ειρηνικής Σοβιετικής Ένωσης, που δέχθηκε την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στις 22 Ιουνίου 1941.

Αντίθετα, δεν είναι ευρέως γνωστά τα όσα έγιναν στην κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς ζώνη της Πολωνίας στα χρόνια 1939-1941. Τότε που εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνοί είχαν συλληφθεί και εκτοπιστεί και πολλές δεκάδες χιλιάδες εκτελέστηκαν ή πέθαναν σε φυλακές και στρατόπεδα.

Το έγκλημα στο Κατίν είναι ένας μόνον κρίκος αυτής της μακράς αλυσίδας βιαιοτήτων. Αυτή η βάρβαρη πράξη μαζικής εξόντωσης αποτελεί ακόμη ένα τραγικό επεισόδιο από την ιστορία του σταλινικού τρόμου.

Η σφαγή του Κατίν χαρακτηρίζεται ωστόσο από ένα ιδιαίτερο γνώρισμα που τη διακρίνει από όλα τα άλλα μαζικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον εικοστό αιώνα: συνδέθηκε με ένα ψέμα που άντεξε επί περίπου μισό αιώνα.

Καταβλήθηκαν επίμονες και συστηματικές προσπάθειες από τους ίδιους τους θύτες για να διαγραφεί το έγκλημά τους από την ιστορία και να σβήσει από τη συλλογική μνήμη.

[…] Ο Μπέρια, πιθανότατα σε συνεννόηση ή μετά από προτροπή του Στάλιν, με έκθεσή του προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ, εισηγήθηκε τη μαζική εξόντωσή τους. Οι Πολωνοί αξιωματικοί θεωρούνταν άλλωστε ορκισμένοι εχθροί της σοβιετικής εξουσίας.

Επρόκειτο για επιστήμονες, καθηγητές, δικηγόρους, γιατρούς, διανοούμενους, καλλιτέχνες, πολιτικούς, μορφωμένους επαγγελματίες.

Με την εξόντωση αυτής της ελίτ η πολωνική κοινωνία θα έμενε ακέφαλη, ανίκανη για ισχυρή αντίσταση στις δυνάμεις κατοχής.

Η εισήγηση του Μπέρια εγκρίθηκε από τον Στάλιν και από το Πολιτικό Γραφείο και έπειτα δόθηκαν οι σχετικές εντολές στους επαγγελματίες δήμιους της NKVD.

Έτσι, τον Απρίλιο-Μάιο του 1940, περίπου 22.000 Πολωνοί αξιωματικοί εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, με μια τουφεκιά στον σβέρκο και θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους. Αυτό το μαζικό έγκλημα κρατήθηκε μυστικό από τους Σοβιετικούς θύτες.

Για την τύχη των αθώων θυμάτων δεν ενημερώθηκαν καν οι οικογένειές τους και οι συγγενείς τους. Εξάλλου, μετά το έγκλημα, οι οικογένειες των δολοφονημένων εκτοπίστηκαν στο Καζακστάν.

[…] Όταν ο γερμανικός στρατός προωθήθηκε προς την Ανατολή, ανακάλυψε τους ομαδικούς τάφους με τα χιλιάδες πτώματα στο δάσος του Κατίν, τον Απρίλιο του 1943.

Ο ίδιος ο Γκέμπελς εκμεταλλεύτηκε προπαγανδιστικά αυτό το εύρημα για να κλονίσει την αντιχιτλερική συμμαχία, δημιουργώντας προβλήματα στις σχέσεις της Μόσχας με την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση.

Οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν τις γερμανικές κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι οι Πολωνοί αξιωματικοί είχαν συλληφθεί και εξοντωθεί από τους ναζί τον Αύγουστο του 1941.

Η αλήθεια για τη σφαγή στο Κατίν κρατήθηκε μυστική επί πολύ καιρό. Το Κρεμλίνο κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να φορτώσει την ευθύνη στους ναζιστές, οι οποίοι βέβαια, την ίδια περίοδο, είχαν διαπράξει τρομερές φρικαλεότητες σε όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει.

[…] επί περίπου μισό αιώνα, η σοβιετική προπαγάνδα κατόρθωνε να πείθει τον υπόλοιπο κόσμο ότι το έγκλημα στο Κατίν το είχαν διαπράξει οι ναζί.

Η αλήθεια για την ενοχή του σταλινικού καθεστώτος άρχισε να αποκαλύπτεται μετά την «περεστρόικα» και την «γκλάσνοστ», στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Και μόνον από τη δεκαετία του 1990 θα ριχτεί πλήρες φως στην υπόθεση Κατίν και θα αναγνωριστεί με τον πιο επίσημο τρόπο ότι το έγκλημα διαπράχθηκε με διαταγή της σταλινικής ηγεσίας. Θα δημοσιοποιηθούν μάλιστα στην πορεία και όλες οι σχετικές αποδείξεις και τα στοιχεία.


Αποσπάσματα από άρθρο του Γιώργου Δελιχά στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (1/4/2018) με τίτλο «Κουτσοί-στραβοί» στον άγιο… Ιωσήφ!

Το να σερβίρεις μια «ξαναζεσταμένη σούπα» η οποία έχει γίνει σκέτο νεροζούμι στο πέρασμα των δεκαετιών αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα.

Γίνεται μάλιστα ακόμη πιο δύσκολο όταν η προσπάθεια χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, έλλειψη σοβαρότητας και υποκειμενικές εμπάθειες.

Την εικόνα αυτή αντανακλά το άρθρο του κ. Θανάση Γιαλκέτση με τίτλο «Αλήθειες και ψέματα για τη σφαγή του Κατίν», που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και αποτελεί ουσιαστικά παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Κεφαλή «Η υπόθεση Κατίν».

Ο τρόπος που επιλέγει ο συντάκτης να παρουσιάσει το θέμα και το ύφος του κειμένου δεν αφήνουν περιθώρια για να καθίσει κάποιος να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα γραφόμενα και το περιεχόμενο. Πόσο μάλλον να επιχειρηματολογήσει.

Υιοθετεί με τέτοια απολυτότητα το περιεχόμενο του βιβλίου που ουσιαστικά παρουσιάζεται ως η μοναδική αλήθεια και το απόσταγμα της επιστημονικής έρευνας.

Ένα «θείο δώρο» που θα μας «γλιτώσει» από «τους νεοσταλινικούς του σημερινού ΚΚΕ που πλαστογραφούν ανενδοίαστα την ιστορία».

Μια απολυτότητα που αυτοακυρώνει την ίδια τη σοβαρότητα και την αντικειμενικότητα του κειμένου, όχι μόνο στον αναγνώστη που γνωρίζει κάποια στοιχεία της υπόθεσης του Κατίν, αλλά ακόμη και στον πλέον ανυποψίαστο και ουδέτερο.

Του προσδίδει χαρακτηριστικά πρόχειρης και φτηνής προπαγάνδας που μόνο ένας πρωτάρης αντικομμουνιστής θα χρησιμοποιούσε. Είπαμε όμως. Το να σερβίρεις μια «ξαναζεσταμένη σούπα» είναι δύσκολο εγχείρημα.

Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν το ανακάτεμα των υλικών στο αρχικό μαγείρεμα έχει γίνει από μυστικές υπηρεσίες και κάθε λογής εξουσιαστικό και προπαγανδιστικό κέντρο.

Η μοναδική αξία που έχει να ασχοληθεί κανείς με το κείμενο είναι για να βγάλει συμπεράσματα για το πόσο επιφανειακά και χοντροκομμένα προωθούνται πλέον η θεωρία της εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό, η αντικομμουνιστική και αντισοβιετική προπαγάνδα. Πόσο εύκολα υιοθετούνται απόψεις και παρουσιάζονται ως μαθηματικές σταθερές.


Αποσπάσματα από άρθρο του Θανάση Γιαλκέτση που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (1/4/2018) με τίτλο Άγνοια ή εθελοτυφλία;

Συνήθως οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποδεχθούν και να πιστέψουν κάτι που κλονίζει ή διαψεύδει τις πιο ισχυρές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις τους. Λειτουργεί έτσι ένας μηχανισμός εθελοτυφλίας που μπορεί να φτάνει ως την άρνηση της πραγματικότητας. Το ότι το μαζικό έγκλημα στο Κατίν διαπράχθηκε με εντολή του Στάλιν και της σοβιετικής ηγεσίας είναι μια ιστορική αλήθεια που έχει τεκμηριωθεί με πολλά και πολύ ισχυρά στοιχεία, τα οποία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

Όσο ζούσε ο Στάλιν, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για την απόκρυψη της αλήθειας και την παραποίηση των ιστορικών δεδομένων.

[…] Ντοκουμέντα για το Κατίν από τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, που δημοσιοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2012, περιλαμβάνουν μαρτυρίες που πιστοποιούν ότι οι Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ γνώριζαν ήδη από το 1943 ότι το έγκλημα ήταν έργο του Στάλιν, αλλά προτίμησαν να το αποκρύψουν για να μη διαταραχτεί η αντιναζιστική συμμαχία.

Μια πρώτη αναγνώριση της σοβιετικής ευθύνης για το Κατίν έγινε τον Μάιο του 1988, στην περίοδο της περεστρόικα και της γκλάσνοστ.

Στις 13 Οκτωβρίου 1990 ο Γκορμπατσόφ ζήτησε επίσημα συγγνώμη από τον πολωνικό λαό και παρέδωσε στην πολωνική κυβέρνηση ορισμένα από τα σχετικά ντοκουμέντα. Στη δεκαετία του 1990, χάρη στο μερικό άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων και την ιστορική έρευνα, ήρθαν στο φως αδιάσειστα στοιχεία και έγιναν γνωστές πολλές λεπτομέρειες για τη σφαγή στο δάσος του Κατίν.

[…] Στις 13 Απριλίου 1990 το πρακτορείο Tass ανακοίνωσε μιαν επίσημη δήλωση που αναγνώριζε τις ευθύνες της σταλινικής ΕΣΣΔ. Το καλοκαίρι του 1992 έγιναν δημόσια γνωστά τα σχετικά ντοκουμέντα: η πρόταση του Μπέρια και το απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίασης του Πολιτικού Γραφείου στις 5 Μαρτίου 1940, που πήρε την απόφαση για την εξόντωση των Πολωνών αξιωματικών.

Τον Απρίλιο του 2010 ο Πούτιν αναγνώρισε επίσημα τη σοβιετική ενοχή και τα ντοκουμέντα για το Κατίν αναρτήθηκαν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο των κρατικών αρχείων της Ρωσίας, σε μια σαφή παραδοχή της γνησιότητάς τους.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου παραδόθηκαν στην πολωνική κυβέρνηση 20 τόμοι με τα στοιχεία για το Κατίν.

Τον Νοέμβριο του 2010 η ρωσική Δούμα ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία απόφαση με την οποία αναγνωρίζει ότι η σφαγή στο Κατίν είναι έγκλημα που διέταξε ο Στάλιν και διέπραξε η NKVD.

Αποκαταστάθηκε έτσι με τον πιο επίσημο τρόπο η ιστορική αλήθεια. Όσοι επιμένουν να την αρνούνται παραγνωρίζουν ή αποκρύπτουν συνειδητά τον όγκο των τεκμηρίων που έφερε στο φως η ιστορική έρευνα. Προκειμένου, μάλιστα, να μην αποκαλυφθεί το μέγεθος της άγνοιάς τους ή η ιδεολογική τους τύφλωση, εξακολουθούν να υπερασπίζονται ένα τερατώδες ψεύδος.