Εμείς και οι άλλοι
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο στις πιο μοναχικές, αλλά συχνά και στις πιο δραστήριες κοινωνικά ώρες μας, να σκεφτόμαστε, χωρίς ωστόσο να το ομολογούμε σε κανέναν, τι άραγε να απέγιναν άνθρωποι που ούτε καν ολιγόλεπτη δεν υπήρξε η επαφή μαζί τους
Ας φιλοσοφήσουμε λίγο, ομολογώντας αμέσως πως ο τίτλος της επιφυλλίδας δεν είναι δικός μας, αλλά τίτλος βιβλίου ενός άδικα λησμονημένου εξαίρετου λογοτέχνη, του Γιάννη Χατζίνη, πεθαμένου πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, και αναφερόταν – το βιβλίο – σε ταξίδια που είχε κάνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Μέσα στο ζοφερό κλίμα των ημερών, κάθε κατάδυση ακόμη και στο πιο επώδυνο υπαρξιακό βάθος, μπορεί να μοιάζει με μια απόδραση. Χώρια που σε αυτή την κατάδυση μπορείς να «συναντηθείς» με δοκιμαζόμενους, για διάφορες αιτίες, σε πολλές περιοχές του κόσμου, ανθρώπους, και μάλιστα πολύ αποτελεσματικότερα σε σχέση με το πώς γίνεται η «συνάντηση» αυτή χάρη σε μια περιστασιακή ενημέρωση, όπως είναι όλες οι ειδησεογραφικές τηλεοπτικές ενημερώσεις.
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο στις πιο μοναχικές, αλλά συχνά και στις πιο δραστήριες κοινωνικά ώρες μας, να σκεφτόμαστε, χωρίς ωστόσο να το ομολογούμε σε κανέναν, τι άραγε να απέγιναν άνθρωποι που ούτε καν ολιγόλεπτη δεν υπήρξε η επαφή μαζί τους. Χωρίς, επιπλέον, να μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί το πρόσωπό τους, ή μια κίνησή τους χαράχτηκε με έναν ανεξίτηλο τρόπο μέσα μας. Σάμπως να είχαμε προετοιμαστεί χρόνια για τη συνάντηση αυτή, αλλά η ζωή, φειδωλή πάντα στο «θαύμα», δεν μας το επιδαψίλευσε παρά βιαστικά, ακαριαία. Σε βαθμό μάλιστα που να αναρωτιόμαστε μήπως το «θαύμα» τελικά, σε περίπτωση που παρατεινόταν, έπαυε να μας γεμίζει μ’ αυτό το αίσθημα της πλημμελούς ευφορίας, όπως συμβαίνει σήμερα και η προοπτική του με το να έχει πάρει σάρκα και οστά έκανε τη ζωή μας φτωχότερη.
Μιλάμε για ανθρώπους που η παρουσία τους, παρά τη μηδαμινή σχεδόν επαφή που είχαμε μαζί τους, απέκτησε μια τόσο βαρύνουσα για μας σημασία ώστε, αν και κάτι αδιανόητο, να πιστεύουμε πως αποσκοπούσε τελικά σε κάτι πολύ ουσιαστικότερο όσον αφορά τη γνωριμία με τον ίδιο μας πια τον εαυτό.
Αναμφίβολα, οι άνθρωποι αυτοί δεν ήρθαν στον κόσμο χωρίς κανέναν άλλον προορισμό παρά για να τους θυμόμαστε εμείς – όση σημασία και αν δίνουμε σε αυτή την ανάμνηση. Οπως δεν ήρθαμε και εμείς για να μας θυμούνται, έστω με τον δικό μας ανιδιοτελή τρόπο, οι άνθρωποι που ερήμην τους μας έχουν «στοιχειώσει».
Οσο και αν η έννοια της μεταφυσικής σηκώνει μεγάλη συζήτηση, όταν την επικαλείται κανείς προσπαθώντας να διευκρινίσει το μυστήριο των ανθρωπίνων σχέσεων και, πολύ περισσότερο των σχέσεων εκείνων που χωρίς καν να έχουν υπάρξει, γίνονται συχνά απείρως πιο βασανιστικές σε σχέση με τις πραγματοποιημένες είτε οι τελευταίες απέκτησαν έναν «ολοκληρωμένο» χαρακτήρα είτε παρέμειναν «ημιτελείς», ωστόσο δεν μπορεί να παρακάμψει κανείς τη μεταφυσική καθώς «συμμαχεί» μαζί του ο Τάσος Λειβαδίτης με τους στίχους του: «Εμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών / πραγμάτων, αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει / ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς ή ωραίες μέρες που δεν θα / ξανάρθουν – κατά τα άλλα είναι μία υπόθεση συνταρακτική / γιατί όταν σε διώχνουν, την ώρα που ταπεινωμένος κατεβαίνεις / τη σκάλα, οι άγγελοι στον ουρανό / σου ετοιμάζουν τα μελλοντικά σου φτερά».
Οπως εξίσου μυστήριο παραμένει το γεγονός όλο το ανθρώπινο γένος να έχει συμβιβαστεί, χωρίς μάλιστα να του στοιχίζει ιδιαίτερα, με την αδυναμία του να απαντήσει ποιο τελικά μπορεί να είναι ηθικά, φιλοσοφικά, υπαρξιακά και πρακτικά ακόμη, το νόημα της ζωής, αλλά να παραμένει απαρηγόρητο με την αδυναμία του να εννοήσει τι ακριβώς συμβαίνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, ώστε ακόμα και όταν μένεις καχύποπτος απέναντί τους και συνειδητά ή ασύνειδα τις καταστρέφεις, να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτές.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις