Τάκης Βαρβιτσιώτης: Συγκίνηση εκ των ένδον
Ο Βαρβιτσιώτης θα μπορούσε —εντελώς δικαιολογημένα— να ονομαστεί ποιητής των κατόπτρων
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
[…]
Δεν θα έλεγα πως ο Βαρβιτσιώτης είναι ποιητής ιδιότυπος. Η ιδιαιτερότητά του είναι η συναισθηματική εκλέπτυνση τού ποιητικού γίγνεσθαι. Υπακούει ορμέμφυτα στο αίτημα του John Keats, όπου «η ποίηση πρέπει να ξαφνιάζει με μια εκλεπτυσμένη πληθωρικότητα, όχι με την ιδιομορφία. Στον αναγνώστη, πρέπει να μοιάζει σαν έκφραση των πιο ευγενικών του σκέψεων, σχεδόν σαν μια ανάμνηση».
Ωστόσο, η ανάμνηση στον Βαρβιτσιώτη δεν είναι παρελθοντική. Συνυφαίνεται με το παρόν. Από τη στιγμή που το παρόν υπάρξει ως συμβάν, αποτελεί ανάμνηση. Στον Βαρβιτσιώτη το παρελθόν δεν έχει ηλικία. Το πιο σωστό θα ήταν να πω πως ο ποιητής αυτός γεννήθηκε γέρος, για να πεθάνει παιδί. Είναι ποιητής που μπορεί να κάνει ποίηση από τη λεπτομέρεια ενός τίποτα. Ακόμη κι όταν ονειροπολεί μπρος σ’ ένα μακρινό άστρο.
[…]
Η ποίησή του, αποκολλημένη από τη νωπογραφία ενός ονείρου, έχει κεντημένο στο πέτο το σκαραβαίο της αιώνιας νιότης και δεν διαβρώνεται από μύκητες σκωρίας.
[…]
Η ποίησή του είναι συμφιλιωμένη με τη φθορά. Έχει βαθιά κατανοήσει τη θεία οικονομία της. Έχει βρει το μεγάλο μυστικό κάθε του στίχος ν’ αποστάζει συγκίνηση εκ των ένδον. Ένα διακριτικό πένθος συνέχει την ψυχή του, που ωστόσο δεν τη λεκιάζει κανένας οίκτος, κανένας ολοφυρμός. Στα ποιήματά του όλα τ’ άψυχα εκφράζονται. Μιλούν περισσότερο με τη γλώσσα της σιωπής, τη γλώσσα της απουσίας.
[…]
Οι στίχοι του Βαρβιτσιώτη μένουν πάντα «εν τω γεννάσθαι». Δεν τελειώνουν. Απαϋλώνονται πριν προφτάσουν να πάρουν υλικήν υπόσταση. Σ’ ελάχιστους ποιητές είδα αυτή τη μεταρσίωση των πραγμάτων. Τα πράγματα μόλις αφήνουν αδιόρατα το δακτυλικό τους αποτύπωμα. Αφήνουν μόνο ένα ιδεατό ίχνος, την αίσθηση μιας φωτεινής παύσης «εν αποδρομή». Ζουν ελάχιστα. Σχηματίζουν μια τεθλασμένη «με το αχνό ιδεόγραμμα μιας αστραπής» και σβήνουν «αφρός ονείρου». Οι στίχοι του αποπνέουν ένα διακριτικό άρωμα δεντρολίβανου. Γίνονται φλόγες και χιόνι, υποψίες ενός ψίθυρου. Σα ν’ ανάβουν βεγγαλικά στη νύχτα με φως υδροκυανίου, ραντίζοντας τον αέρα παγονιφάδες και ηλεκτρόνια. Ένα θαύμα που ανακυκλώνεται.
Ο Βαρβιτσιώτης είναι ποιητής πολύ κοντινός και πολύ απόμακρος. Είναι ένας αλχημιστής της μεταφοράς. Προπάντων όμως είναι ποιητής ύφους. Το ύφος ενός ποιητή είναι ό,τι ο γραφικός χαρακτήρας. Προδίδει την ταυτότητά του. Οι ιδέες του κυοφορούνται σ’ ένα κλίμα ηρεμίας. Ο τόνος είναι χαμηλός. Ο λόγος του καθαυτό λιτός, αποκαθαρμένος από φωνασκίες και ακκισμούς, δεν ναρκισσεύεται, ούτε έχει σχετλιαστικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν εκφράζει κανένα πάθος, καμιά αγανάκτηση.
[…]
Ο Βαρβιτσιώτης δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε Σχολές. Στην ποίησή του δεν υπάρχουν συνταγολόγια. Είναι ταυτόχρονα κλασικός και νεωτεριστής, αλλά νεωτεριστής συγκρατημένος, χωρίς να είναι υπερρεαλιστής. Αξιοποιεί τις αρετές του υπερρεαλισμού, αλλ’ απολακτίζει τους παραλογισμούς του. Δεν προσβάλλει τον αναγνώστη και —το κυριότερο— δεν προσβάλλει την ποίηση.
[…]
Ο Βαρβιτσιώτης θα μπορούσε —εντελώς δικαιολογημένα— να ονομαστεί ποιητής των κατόπτρων. Σε κανέναν άλλο ποιητή δεν υπάρχουν, διάσπαρτοι, τόσοι πολλοί καθρέφτες· τόσο φως συμπυκνωμένο σε σμάλτο. Οι καθρέφτες του έχουν χιλιάδες εντομές και ραγίσματα και εκπέμπουν χιλιάδες φθορισμούς. Δείχνουν την παρουσία τους στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου. Ίσως επειδή θέλουν να επιβεβαιώσουν το «σκιάς όναρ άνθρωπος». Τις περισσότερες φορές οι καθρέφτες του είναι παραμορφωτικοί. Βλέπουν τα σύννεφα τετράγωνα, το χιόνι μαύρο, τα χείλη μαβιά. Πάνω απ’ όλα όμως απεικονίζουν την ίδια την εικόνα του ποιητή. Μες απ’ τους σκοτεινούς καθρέφτες του, είδα να προβάλλει ένα πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ, με χιλιάδες πρόσωπα, με χιλιάδες εκφράσεις.
Το μεγάλο μυστικό της ποίησης του Βαρβιτσιώτη είναι η διαθλαστικότητα. Η ποίησή του είναι ένα κρυσταλλικό πρίσμα, στο οποίο τα πράγματα διαθλώνται. Το λευκό φως της ψυχής του αναλύεται μέσα στο πρίσμα, σε αναρίθμητα φωτεινά θραύσματα. Άλλα εκπέμπουν αίθριο φως, κι άλλα —τα περισσότερα— φως εβένου.
Δεν ξέρω αν το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Ταιριάζει όμως στον Βαρβιτσιώτη. Εκεί η ποίησή του κορυφώνεται. Δεν υπάρχει, νομίζω, σε άλλον Έλληνα ποιητή λυρικότερη σπουδή του θανάτου. Ξέρει πως είναι «αμείλικτος ο θάνατος, φυσάει από παντού». Ωστόσο, ο θάνατος στον Βαρβιτσιώτη δεν έχει σχήμα αποτρόπαιο. Έρχεται σαν θρόισμα ύπνου, σαν ήσυχος αποχαιρετισμός.
[…]
Αγαπημένε μου ποιητή. Φοβάμαι πως πλήθυναν πολύ οι θερσίτες* της ποίησης. Πως περίσσεψαν πολύ οι αμαρτωλοί της. Κανείς πια τώρα δεν αναρωτιέται αν είναι άξιος να πολιτογραφηθεί ποιητής «στων ιδεών την πόλη». Αν είναι ταγμένος γι’ αυτήν, άξιος μιας τέτοιας τύχης. Ίσως κι εμείς βαθιά θα έπρεπε να στοχαστούμε, οι πιότεροι απόβλητοι αυτής της πόλης, αν έχουμε το δικαίωμα να ξαναμαρτήσουμε. Δεν ξέρω αν είστε ένας άνθρωπος ευτυχισμένος. Όμως μες από τους ποιητικούς αναβαθμούς της ψυχής σας, είδαμε πόσο μεγάλο είναι το δώρημα και το μεγαλείο της ποίησης και μπρος του πόσο μικροί φαντάζουμε εμείς, οι ασήμαντοι ροσινάντε, που πιστέψαμε κάποτε πως υπήρξαμε ποιητές.
*Θερσίτης: ο πιο άσχημος και δειλός από τους Αχαιούς που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο.
Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από ένα εξαίρετο δοκίμιο του ποιητή, δοκιμιογράφου και κριτικού Δημήτρη Νικορέτζου, που φέρει τον τίτλο «Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο ποιητής των κατόπτρων». Το εν λόγω λογοτεχνικό δοκίμιο, μια λυρική προσέγγιση κατά τον Νικορέτζο, είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τεύχος 1533, 15 Μαΐου 1991, σελ. 680-686).
Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 17 Απριλίου 1916.
Απεβίωσε στη γενέτειρά του την 1η Φεβρουαρίου 2011, σε ηλικία 95 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις