Γιώργος Αρμένης: «Πριν από το Θέατρο Τέχνης ήμουν ένα αγρίμι»
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης μιλάει για τα χρόνια που πέρασε στο πλευρό του Κάρολου Κουν, την απόφασή του να φύγει, τη νέα γενιά και το... «Ηλία, ρίχ’ το»
- Συνεδριάζει τη Δευτέρα το υπουργικό συμβούλιο υπό τον Μητσοτάκη - Τα επτά θέματα
- Ανατριχιαστική δολοφονία - Πατέρας αποκεφαλίζει τον ενός έτους γιό του
- Ισχυροί άνεμοι στη Βρετανία - Μεγάλα προβλήματα στις πτήσεις ενόψει των Χριστουγέννων
- Νετανιάχου: «Θα δράσουμε κατά των Χούθι, όπως δράσαμε κατά των τρομοκρατών του Ιράν»
Ενώ διέσχιζα εκείνο το μεσημέρι της Τρίτης την οδό Καλλιδρομίου, ασθμαίνοντας κατά τα άλλα στην ανηφόρα και με τον ανοιξιάτικο ήλιο να λούζει τον τόπο, σκεφτόμουν τις πρώτες αναγνωριστικές μας επικοινωνίες για το κλείσιμο της συνέντευξης. Μου είχε κάνει εντύπωση η ηρεμία της φωνής του κι αυτή η γλυκάδα που έβγαζαν τα λόγια του, όταν με αποκαλούσε «μάτια μου», έναν χαρακτηρισμό που πάντοτε μιλάει στην καρδιά μου για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Η έμφυτη ευγένεια του Γιώργου Αρμένη ξεπρόβαλε μπροστά μου όταν τον συνάντησα στην είσοδο του εστιατορίου Αμα Λάχει και μου προσέφερε ένα αγριολούλουδο με μοβ πέταλα που είχε κόψει για μένα από τον δρόμο.
Είχαμε δώσει ραντεβού στα Εξάρχεια, τη γειτονιά του τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, εδώ όπου έχει στήσει ολόκληρη πλέον τη ζωή του, καλλιτεχνική και προσωπική. «Δεν τα ήξερα τα Εξάρχεια. Οταν μπήκα στη δραματική σχολή του Κουν, το 1968, ήρθα στην πλατεία και με γοήτευσε. Γιατί μαζεύονταν άνθρωποι της τέχνης, τραγουδιστές όπως ο Σάκης Μπουλάς που τον χάσαμε. Μετά ήρθε ο Διονύσης Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι. Με μάγεψαν με τις κουβέντες τους. Ηταν τότε επί Επταετίας και εγώ ήθελα να τους ακούω όλους αυτούς. Περνούσαν οι ασφαλίτες, αλλά δεν μας ενοχλούσαν. Καθόμαστε αργά το βράδυ. Ηταν τότε μια ήσυχη γειτονιά. Δεν υπήρχαν σπρέι όπως τώρα. Η πλατεία είχε ακόμα τα αγαλματάκια. Τώρα τα έχουν βάψει κόκκινα και έχουν σπάσει τις λάμπες από πάνω», μου λέει ενώ ξεφυλλίζει τον κατάλογο. «Πηγαίναμε με τους συμμαθητές μου από τη σχολή, καθόμασταν και κουβεντιάζαμε. Και μετά έφευγαν όλοι και εμείς κουβεντιάζαμε ξανά. Ηταν ωραία. Μάθαμε πολλά. Εγώ ήμουν και στη Νεολαία Λαμπράκη και ήμουν λίγο υποψιασμένος», συνεχίζει και σταματάει να χαζέψει τον κήπο του εστιατορίου που αρχίζει να γεμίζει με κόσμο.
Θυμάται τις φωνές από τα παιδιά που γέμιζαν πριν από χρόνια το μέρος, αφού το εστιατόριο αυτό λειτουργούσε παλιότερα ως σχολείο. Αλλά και το υπόγειο με την υγρασία που είχε πρωτονοικιάσει όταν μετακόμισε στη γειτονιά, όπου μαζευόταν σε μια γωνιά του για να χαζέψει από τα υαλότουβλα της οροφής τους περαστικούς. Σήμερα, όλους αυτούς τους παρατηρεί μέσα από τις φυλλωσιές του κήπου του, στο σπίτι του, ένα παλιό νεοκλασικό που βρίσκεται λίγους δρόμους παραπέρα. «Είμαι συνεχώς στον κήπο. Εχω τα πουλιά μου και κάθε πρωί τα ταΐζω. Τους φτιάχνω ένα μιξ και το σκορπίζω στον κήπο. Τρελαίνονται και γεμίζει πουλιά ο κήπος», λέει χαμογελαστά σερβίροντάς μου το τσίπουρο που ήρθε στο τραπέζι.
Μιλάει για την καθημερινότητά του και περιγράφει μέρες γεμάτες. Δείχνει να έχει βρει το νόημα στα 78 του πλέον χρόνια. «Γράφω, ζωγραφίζω αν βρω μπογιές, μαγειρεύω στον γιο μου, έχω την αυλή μου. Προσπαθώ να κρατιέμαι. Δεν θέλω να πάθω κατάθλιψη. Περπατάω, πάω σινεμά, θέατρο. Προσπαθώ να είμαι σωστός. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα μαραγκιάσω κι εγώ κάποια στιγμή», παραδέχεται ήρεμα, άκρως συνειδητοποιημένος για τον κύκλο της ζωής. «Στον «Αμλετ» λέει ο Σαίξπηρ: «Τι είναι ο άνθρωπος; Ενας θεατρίνος που θορυβεί και σοβαρεύεται δύο ώρες πάνω στη σκηνή και ύστερα χάνεται». Γι’ αυτό πρέπει να ζούμε τη ζωή. Να τη ρουφάμε», συμπληρώνει.
Από το τόσο γεμάτο πρόγραμμά του, βέβαια, δεν λείπει και η τέχνη του. Η υποκριτική. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν πριν από λίγες ημέρες στη σειρά του Mega «Αγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό», όπου υποδύθηκε τον Γέροντα Κύριλλο, μια μάλλον μη αναμενόμενη επιλογή. «Η μάνα μου είχε και διάβαζε το βιβλίο του Παΐσιου. Οταν πέθανε, το βρήκα. Εγώ όμως διάβαζα Ντοστογέφσκι, Μπαλζάκ», παραδέχεται. «Τα γυρίσματα έγιναν στο Αγιον Ορος. Ηταν μια ευκαιρία να πάω γιατί δεν είχα πάει ποτέ. Φτάσαμε εκεί και μου άρεσε πάρα πολύ. Και μ’ άρεσε πάρα πολύ και το συνεργείο. Και όλοι της παραγωγής. Ηταν μια σειρά καλοβαλμένη. Πέρασα πάρα πολύ ωραία και αισθάνθηκα μια αγιοσύνη μέσα μου. Αφότου επέστρεψα, διάβασα τελικά και το βιβλίο», τονίζει με νόημα.
Με το τραπέζι πλέον γεμάτο με τους μεζέδες και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών μας να έρχονται συχνά πυκνά, τον ρωτάω αν έχει σχέση με την εκκλησία. «Οταν πηγαίνω σε ξωκκλήσι, ανάβω πάντα τρία κεριά. Για μένα, τη γυναίκα μου και τον γιο μου. Είναι αυτό το κεράκι του Κουν που δεν σβήνει», μου απαντάει και ξεκινάει να διηγείται μια ιστορία από τα πρώτα του χρόνια δίπλα στον μεγάλο θεατράνθρωπο. «Οταν ανέβασε το Θέατρο Τέχνης ένα έργο του Σαίξπηρ, με φώναξαν σαν φροντιστή κι έκανα και ένα περασματάκι. Σε κάποια φάση έβγαινα με ένα ράσο με κουκούλα μαύρη και κρατούσα ένα κερί. Στη γενική πρόβα, μου είπε ο Κουν «Γιωργάκη, μη σου σβήσει το κερί. Πρόσεχε γιατί έχει ρεύματα». Η αγωνία μου από τότε ήταν να μη σβήσει αυτό το κερί και να το μεταλαμπαδεύσω. Και το έκανα», θυμάται και μια μελαγχολία απλώνεται στο πρόσωπό του.
Ο Κάρολος Κουν ήταν ο άνθρωπος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Γιώργου Αρμένη, αφού κατάφερε να του εμφυσήσει την αγάπη για το θέατρο και να σταθεί για εκείνον πατρική φιγούρα. «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν φοβερά. Γιατί δεν ήξερα τη λέξη πατέρας. Και πέρασα πάρα πολύ άσχημα. Οταν πήγα στο Θέατρο Τέχνης, βρήκα έναν άνθρωπο που με αγκάλιασε και με πίστεψε», μου λέει συγκινημένος και τα δικά μου μάτια αρχίζουν να βουρκώνουν αφού ξυπνάει μέσα μου και το προσωπικό μου τραύμα για τον πατέρα μου. «Τον Κουν τον θυμάμαι κάθε μέρα. Είναι στο κεφάλι μου, στην ψυχή μου. Δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Γιατί πραγματικά με διαμόρφωσε το Θέατρο Τέχνης και έγινα άλλος άνθρωπος. Πριν ήμουν ένα αγρίμι. Εκεί άρχισα να διαβάζω, να ενδιαφέρομαι και να παίζω. Πρώτα μπήκα στο θέατρο και μετά στη σχολή. Ηταν ωραία. Το ήθελα πολύ. Αρχισα να το αγαπάω. Είχα ένα δαιμόνιο μέσα μου και όταν πήγα στο θέατρο τρωγόμουν. Εβγαιναν οι σάρκες μου. Εβγαζα άλλο ήχο. Τρελαινόμουν δηλαδή να μου δώσουν κάτι να παίξω, να το φτιάξω, να το κάνω. Και καθόμουν μόνος μου και το έλεγα ξανά και ξανά», τονίζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Σταμάτα, μην ανέχεσαι τον φθόνο, φύγε»
Στον Κάρολο Κουν ο Γιώργος Αρμένης αφιέρωσε δύο δεκαετίες από τη ζωή του, χρόνια που πραγματικά τον γέμισαν. «Ηταν ωραία τα χρόνια μέσα στο υπόγειο. Το ιερό υπόγειο που έλεγε ο Ψαθάς. Πέρασα ωραία. Ο Κουν ήταν λίγο απαιτητικός. Αλλά οι ηθοποιοί τότε ήταν πιο πρακτικοί. Δεν είχαν διαβάσει, δεν είχαν μόρφωση. Και ό,τι έβγαζαν ήταν μέσα από τη δική τους ζωή. Ημασταν και χωριατόπαιδα. Ο Κουν ήθελε να δουλεύει με τους ακατέργαστους ώστε να του δώσουν κάτι καινούργιο», μου σχολιάζει. Και πριν προλάβω να τον κάνω εικόνα πάνω στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, μου ανοίγει μια χαραμάδα στα παρασκήνιά του. «Οταν έλεγε στους υπόλοιπους «κάντε το σαν τον Γιώργο», εκεί η ζήλια και ο φθόνος εναντίον μου μεγάλωναν, κάτι που δεν μου άρεσε. Ο δάσκαλος όμως με είχε φωνάξει και μου είχε πει «όσο θα ζω εγώ μη φοβάσαι τίποτα». Εκείνοι δεν μου έλεγαν ποτέ «είσαι καλός». Ο μόνος που με αγαπούσε ήταν ο Χατζημάρκος. Και όταν πέθανε ο Κουν έφυγα. Γιατί μέσα μου κάτι μου είπε «σταμάτα, μην ανέχεσαι τον φθόνο, φύγε». Κι έφυγα. Δεν το μετάνιωσα καθόλου, το χάρηκα. Είδα έναν άλλο κόσμο. Στο υπόγειο ήταν σαν μοναστήρι. Ο,τι είχα να πάρω το πήρα. Θέλησα κι εγώ να ανοίξω τα φτερά μου, να ανοιχτώ στον κόσμο» μου λέει με φυσικότητα, προφανώς διακρίνοντας ένα βλέμμα έκπληξης από την πλευρά μου. Και τη φυγή του αυτή ακόμα την τιμάει, μιας και από τότε «δεν έχω ξαναπεράσει ούτε απ’ έξω από το υπόγειο».
Η απόφασή του να απομακρυνθεί από το Θέατρο Τέχνης, αν και ήταν κληρονόμος του Κουν, του στοίχισε γιατί για δύο χρόνια έμεινε άνεργος αφού «άρχισαν να με πολεμάνε και να με λένε προδότη». Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω και προχώρησε. Δοκιμάστηκε στην τηλεόραση, έγραψε σενάρια για σειρές και θεατρικά, έπαιξε στον κινηματογράφο και δημιούργησε τη δική του δραματική σχολή που σήμερα τρέχει ο γιος του Κωνσταντίνος κι ένα θέατρο που όμως πλέον είναι ανενεργό. Από τα χέρια του πέρασαν καταξιωμένοι ηθοποιοί όπως οι Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νίκος Πουρσανίδης, Μαρία Καβογιάννη και ο Πέτρος Φιλιππίδης που τις μέρες αυτές κάθεται στο εδώλιο του δικαστηρίου, κατηγορούμενος για βιασμό. Ως σωστός δάσκαλος, είναι πολύ γενναιόδωρος με τη νέα γενιά των ηθοποιών και μιλάει για το ταλέντο καλλιτεχνών όπως οι Νίκος Κουρής, Νίκος Ψαρράς, Χρήστος Λούλης, Δημήτρης Καραντζάς, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. «Αυτό που έλεγα στα παιδιά ήταν πως είστε μια άλλη γενιά. Πέστε τα καλύτερα από τους προηγούμενους. Να βγάλουν μια ελαφράδα, ένα συναίσθημα, να μιλήσουν στον κόσμο. Οταν μπαίνεις μέσα στον εαυτό σου και κλείνεσαι, υπάρχει μια αυταρέσκεια εκεί μέσα. Οταν κάνεις αυτές τις παύσεις, πρέπει να φύγεις», δηλώνει με τη σιγουριά της εμπειρίας του.
«Το κόμμα σου είναι το θέατρο»
Πυξίδα του για τις κινήσεις του μακριά από τη βάση του ήταν το ίδιο το θέατρο, αφού ο δάσκαλός του είχε φροντίσει πολύ νωρίτερα να το καταστήσει σαφές. «Οταν μπήκα στην ΚΝΕ, λίγο αργότερα με διέγραψαν από το κόμμα ως τροτσκιστή και οπορτουνιστή. Οταν διάβασα την απόφαση, καθόμουν μαραμένος στο θέατρο και με ρώτησε ο Κουν τι είχα. Του λέω «με έδιωξαν από το κόμμα». «Ποιο κόμμα;» συνεχίζει και του απαντάω «το ΚΚΕ». Εκείνος τότε μου δίνει μια μεγάλη σφαλιάρα. Και μου λέει «δεν θα πας σε κανένα κόμμα. Το κόμμα σου είναι το θέατρο. Δεν καταλαβαίνεις τι είσαι». Και πράγματι δεν ξαναπήγα σε κανένα κόμμα. Δεν ήθελα», το επιβεβαιώνει και σκάει στα γέλια, ενώ ένα μαχητικό αεροσκάφος περνάει πάνω από τα κεφάλια μας και διακόπτει την κουβέντα. «Μας την έπεσαν οι Τούρκοι;» αναρωτιέται και συνεχίζουμε να γελάμε παρέα.
Εκτός μεγάλης σκηνής, στέκεται στη συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο – «Ενας σπουδαίος άνθρωπος. Αλλά έπρεπε να μαρτυρήσεις δίπλα του. Να σηκώσεις τον σταυρό σου» -, τον Τάσο Ψαρρά αλλά και τον Παντελή Βούλγαρη, τον οποίο λατρεύει. «Είναι από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους που έχω γνωρίσει». Οι δυο τους έκαναν παρέα τρεις ταινίες, αλλά αυτή που γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία ήταν το «Ολα είναι δρόμος», με τη θρυλική σκηνή όπου ο Γιώργος Αρμένης δίνει το σύνθημα σε μια μπουλντόζα να γκρεμίσει το νυχτερινό μαγαζί Βιετνάμ, με την ατάκα «Ηλία, ρίχ’ το», και χορεύοντας ζεϊμπέκικο αυτοπυρπολείται. «Οταν έβαλα φωτιά, κάηκαν τα μαλλιά μου. Ηταν νάιλον το κοστούμι και πήρε αμέσως φωτιά. Με το που τελείωσε η σκηνή, μονοπλάνο, δεν είχαν ούτε μία κουβέρτα για να με σβήσουν και έπεσα και τριβόμουν στο χώμα. Μετά σηκώθηκα. Αγκαλιαστήκαμε με το συνεργείο και φιλιόμασταν», θυμάται. Οταν του λέω πως το συγκεκριμένο φιλμ είναι ένα από τα αγαπημένα του συζύγου μου, κολακεύεται, όμως όχι αυτάρεσκα. «Είκοσι πέντε χρόνια μετά, έχω γεράσει, έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου κι όλοι με βλέπουν και με φωνάζουν Τσετσένογλου, Μάκη», καταλήγει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις