Long Covid: Τα εμβόλια δεν του ταιριάζουν – Η θεραπεία του είναι η επόμενη μεγάλη πρόκληση της επιστήμης
Η αποτυχία να αναγνωρίσουμε την ανάγκη απάντησης στο long Covid θα μπορούσε να είναι ένα σφάλμα που θα μετανιώνουμε για τις επόμενες δεκαετίες, προειδοποιούν οι επιστήμονες.
Όποια κι αν είναι η άποψή σας για το αν η πανδημία έχει τελειώσει ή τι θα πρέπει να σημαίνει το «να μάθουμε να ζούμε με τον ιό», είναι σαφές ότι κάποια εκδήλωση του Covid-19 θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό ακόμα. Και όχι μόνο για τα περίπου 1,7 εκατομμύρια άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο που ζουν με long Covid, όπως γράφει στον Guardian ο Danny Altmann, καθηγητής Ανοσολογίας στο Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος έχει παράσχει συμβουλές για τον long Covid τόσο στο βρετανικό υπουργικό συμβούλιο και την διακομματική κοινοβουλευτική ομάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως εξηγεί, «για να μην αναρωτιούνται ακόμη όσοι ανάρρωσαν πλήρως και γρήγορα από τη μόλυνση, αν ο long Covid μπορεί να είναι ένα δημιούργημα που ανέφεραν ορισμένοι αδιάφοροι, πρέπει να γνωρίζουν ότι πρόκειται πλέον για ένα μεγάλο, καλά τεκμηριωμένο, συγκλίνον σύμπλεγμα σαφών φυσιολογικών συμπτωμάτων και είναι κοινό σε κάθε μέρος του πλανήτη που έχει προσβληθεί από τον Covid-19».
«Πολλοί πάσχοντες από τους γνωστούς μου», επισημαίνει ο καθηγητής Ανοσολογίας, «ήταν ενθουσιώδεις ποδηλάτες, δρομείς, σκιέρ και χορευτές, αλλά τώρα είναι ανάπηροι και στερούνται τα προηγούμενα πάθη τους, ενώ ορισμένοι δεν μπορούν να συνεχίσουν τα προηγούμενα επαγγέλματά τους». Οι γιατροί και οι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο θεωρούν πλέον ότι αυτό είναι ένα αναγνωρισμένο μέρος του «προφίλ» συμπτωμάτων του Sars-CoV-2.
Επιπλέον, πολλοί από τους πιο σοβαρούς και μακροχρόνιους ασθενείς κοροναϊού προέρχονται από το πρώτο κύμα μόλυνσης στη Βρετανία, λίγο πριν από το αρχικό lockdown το Μάρτιο του 2020. Παρ’όλο που ήταν σαφές από την αρχή ότι ο κίνδυνος long Covid δεν συσχετιζόταν απλώς με τη σοβαρότητα της λοίμωξης, υπήρχε κάθε λόγος να ελπίζουμε – όπως αναφέρει ο Danny Altmann – ότι με τη μεγάλης κλίμακας εξάπλωση αποτελεσματικών εμβολίων και με τα πιο πρόσφατα κύματα λοίμωξης στα οποία κυριαρχούσε μια κάπως λιγότερο σοβαρή παραλλαγή, θα υπήρχε μικρή επιβάρυνση στους πάσχοντες που θα προσχωρούσαν σε ομάδες υποστήριξης long Covid.
Σκεφτήκαμε ότι ο αριθμός των περιστατικών long Covid που θα αναπτυσσόταν, θα μπορούσε να είναι μικρότερος, όταν τα περισσότερα περιστατικά θα ήταν πρωτοεμφανιζόμενα σε εμβολιασμένους ή λοιμώξεις σε εμβολιασμένα ή μερικώς εμβολιασμένα παιδιά. Δυστυχώς, μακριά από οποιαδήποτε υποχώρηση των νέων περιστατικών long Covid, τα μεγάλα, συνεχή περιστατικά των κυμάτων Delta, Omicron και BA.2 έφεραν μια μεγάλη ομάδα νέων πασχόντων.
Ήταν σταθερά δύσκολο να εκτιμηθεί η πορεία της ανάρρωσης των ατόμων από τα επίμονα συμπτώματα, γεγονός που συνεπάγεται την αξιολόγηση όσων τα συμπτώματα διαρκούσαν τρεις μήνες αλλά όχι έξι, σε σύγκριση με το μικρότερο υποσύνολο χωρίς βελτίωση στους 18-24 μήνες.
Μια ομάδα του Πανεπιστημίου του Τορόντο παρακολούθησε ασθενείς με επίμονα συμπτώματα μετά από μόλυνση κατά τη διάρκεια της επιδημίας Sars το 2003. Πολλοί από αυτούς παρουσίασαν μικρή ανάκαμψη αρκετά χρόνια αργότερα. Εάν αυτή η τάση προεκτεινόταν στο σημερινό μας κύμα Omicron, οι επιπτώσεις στην εκπαίδευση, το εργατικό δυναμικό και την παροχή υγειονομικής περίθαλψης θα ήταν τεράστιες.
«Οι πάσχοντες δεν θέλουν προσαρμογή, θέλουν τη ζωή τους πίσω»
Είναι ακόμη νωρίς για την έρευνα του long Covid. Η ισχύς της Βρετανίας στην επιδημιολογική έρευνα μέσω δεδομένων, όπως το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών, το React2 και το ZOE, μας έβαλε στην πρώτη γραμμή της καταμέτρησης και της αναγνώρισης της σημασίας του long Covid, οδηγώντας στην πρόωρη ώθηση για ειδικές κλινικές. Αυτό ήταν σημαντικό, αλλά οι πάσχοντες έχουν δικαιολογημένα κουραστεί από τα ερωτηματολόγια και τις έρευνες, αναζητώντας απτή πρόοδο όσον αφορά στους μηχανισμούς και τις θεραπευτικές δοκιμές – απαίτηση για λιγότερη παρατήρηση, περισσότερη παρέμβαση, τονίζει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Ανοσολογίας.
Στις πρώτες ημέρες του long Covid, εμείς και άλλοι διατυπώσαμε υποθέσεις εργασίας για να εξηγήσουμε τη διαδικασία της νόσου. Αυτές περιελάμβαναν τις επιπτώσεις του ίδιου του ιού, που προκαλούσε μόνιμες βλάβες και ουλές σε διάφορα όργανα του σώματος, την επιμονή του ιού, την αυτοανοσία που προκαλούσε μια σειρά συμπτωμάτων και πολλά άλλα. Μελέτες σχετικά μικρής κλίμακας παρήγαγαν κάποια ενδιαφέρουσα υποστήριξη για καθεμία από αυτές, αλλά εξακολουθούμε να στερούμαστε το γενικότερο παράδειγμα – ή τον τρόπο κατανόησης της νόσου – που θα διευκόλυνε τον ολοκληρωμένο διαγνωστικό έλεγχο, τις εξατομικευμένες οδούς φροντίδας και τα θεραπευτικά μέσα.
Τα άτομα με long Covid πρωτοστάτησαν στον εντοπισμό, τον χαρακτηρισμό και την ενεργοποίηση μιας ερευνητικής ατζέντας για τη νέα πάθηση, μέσω σκληρής δουλειάς και κοινωνικής δικτύωσης. Η προσοχή τους (και η οργή τους) επικεντρώνεται τώρα στην ανυπομονησία για τη δοκιμή πιθανών θεραπειών. Υπάρχει πίεση – που ενίοτε εκδηλώνεται με ταξίδια ασθενών στο εξωτερικό, για δαπανηρές πειραματικές θεραπείες – για να δοκιμαστούν τα πάντα, από αντιικά φάρμακα και μονοκλωνικά αντισώματα, μέχρι αντιπηκτικά και αφαιρέσεις (μια πολύπλοκη διαδικασία για την απομάκρυνση πιθανών μικροθρόμβων από το αίμα).
Όπως εκτιμήθηκε από τα αποτελέσματα των τυχαίων ελεγχόμενων δοκιμών (RCTs) για τις αρχικές θεραπείες του Covid-19, μερικές φορές, οι προσεγγίσεις που έχουν διαφημιστεί έντονα δεν αποδίδουν, ενώ άλλες αποδεικνύεται πειστικά ότι λειτουργούν και αλλάζουν τη συνολική διαχείριση των συμπτωμάτων των ασθενών – όπως τα φάρμακα tocilizumab και dexamethasone.
Οι πάσχοντες από μακροχρόνιο Covid χρειάζονται μια μεγάλης κλίμακας δοκιμή αποκατάστασης, η οποία θα επισπευσθεί για να τους προσφέρει κάποιες απαντήσεις σχετικά με τις θεραπείες. Πολλές από τις απαντήσεις που τους δίδονται, όταν φτάνουν στην πρώτη γραμμή της ουράς στις κλινικές long Covid, αφορούν στην αναπροσαρμογή και την αποκατάσταση υπό το πρίσμα της νέας τους αναπηρίας. Δεν θέλουν προσαρμογή, θέλουν τη ζωή τους πίσω.
Ορισμένα τρέχοντα ερευνητικά προγράμματα προσφέρουν τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η δοκιμή Stimulate-ICP στο νοσοκομείο University College θα συγκρίνει την αποτελεσματικότητα των αντισταμινικών, της ριβαροξαμπάνης (ένα αντιπηκτικό φάρμακο) και της κολχικίνης (ένα αντιφλεγμονώδες). Μια κλινική δοκιμή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διερευνά κατά πόσον ένα φάρμακο που ονομάζεται «AXA1125» μπορεί να αντιμετωπίσει την κόπωση και τη μυϊκή αδυναμία.
Ο τρόπος σκέψης μας σχετικά με τον Sars-CoV-2 και τον long Covid – και η αντίδρασή μας σε αυτό – χρειάστηκε να αλλάξει και να αναπροσαρμοστεί, τονίζει ο Danny Altmann, σχεδόν σε μηνιαία βάση. Πρόκειται πλέον για έναν εξαιρετικά μολυσματικό ιό του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, ικανό να επαναμολύνει επανειλημμένα – ένα αποτέλεσμα που δεν αναμενόταν στις αρχές της πανδημίας.
Αν αρνηθούμε τα μέτρα περιορισμού, καθώς κάθε κύμα μόλυνσης παρασύρει όλο και περισσότερους ανθρώπους όλων των ηλικιών σε χρόνια αναπηρία, αυτό μπορεί να είναι το σφάλμα που θα μετανιώνουμε για τις επόμενες δεκαετίες. Ακόμα και όταν τα αρχικά κύματα lockdowns και θανάτων έχουν γίνει πια ένας μακρινός εφιάλτης…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις