Μεγάλη Τρίτη: Η βραδιά των Δέκα Παρθένων, της φοιβόληπτης Κασσιανής και της παραστρατημένης
Η ανώνυμη Μυροφόρα της Ιερουσαλήμ και η επώνυμη Κασσία του Βυζαντίου
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- Τυχερά μου Χριστούγεννα: Για αυτά τα τρία ζώδια οι γιορτές θα είναι μέλι
Μια από τις πλέον παραστατικές και διδακτικές παραβολές του Κυρίου είναι αυτή των Δέκα Παρθένων, την οποία διασώζει ο Ματθαίος στο 25ο (ΚΕ’) κεφάλαιο του Ευαγγελίου του.
Στο πλαίσιο μιας εσχατολογικής ομιλίας του, ο Χριστός παρομοίασε τη Βασιλεία του με Δέκα Παρθένες που περιμένουν τον Νυμφίο. Η παραβολή του αυτή μνημονεύεται στους ορθόδοξους ναούς τη Μεγάλη Τρίτη.
Ο Στ. Α. Νικολαΐδης, σε κείμενό του που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» τη Μεγάλη Τρίτη 4 Απριλίου 1961 υπό τον τίτλο «Επεισόδια» των Παθών, έγραφε τα εξής αναφορικά με τις Δέκα Παρθένες:
Οι πέντε προνοητικές είχαν εφοδιασθή με λυχνάρια γεμάτα λάδι. Οι άλλες είχαν άδεια τα λυχνάρια τους. Μεσάνυχτα ακούνε όλες μια κραυγή: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!» Ξυπνούν όλες. Οι πρώτες πέντε ανάβουν τα λυχνάρια τους χαρούμενες. Οι άλλες τρέχουν να προμηθευθούν λάδι. Φθάνει όμως στο μεταξύ ο Νυμφίος. Τον υποδέχονται οι «φρόνιμες», φωτίζουν τον δρόμο του και μπαίνουν μαζί του στο Νυμφώνα. Κλείνει η πόρτα. Γυρίζουν και οι «μωρές» σε λίγο και ικετεύουν ν’ ανοίξη η πόρτα. Μα ακούνε τη σκληρή και δίκαιη απάντηση: «Δε σας ξέρω! Έπρεπε να ήσαστε έτοιμες εγκαίρως».
Αυτή η εικόνα του Νυμφίου και των Δέκα Παρθένων διαποτίζει την υμνογραφία των τριών πρώτων ημερών της Αγίας Εβδομάδος. Και ψάλλει κάθε βράδυ η Εκκλησία με κατάνυξη τον εισαγωγικόν ύμνο: «Τον Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον…»
Απόψε, Μεγάλη Τρίτη, ψάλλεται επίσης στους ορθόδοξους ναούς το περίφημο τροπάριο της Κασσιανής για τη μετανοήσασα γυναίκα τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου, την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυναίκα. Για το πασίγνωστο αυτό τροπάριο ο ο Στ. Α. Νικολαΐδης προσέθετε στο κείμενό του τα ακόλουθα:
Μα απόψε είναι η θρυλική βραδιά της μεγάλης αμαρτωλής της Ιερουσαλήμ και της άμοιρης αρχόντισσας του Βυζαντίου, της Κασσιανής — δυο μορφές ευσυμπάθητες, που συγκλονίζουν πάντα κάθε ψυχή αισθαντική. Τι κι’ αν θρύλος αξεδιάλυτος το παρελθόν και των δύο γυναικών; Άγνωστο το όνομα της πρώτης, άγνωστη και η προϊστορία της στη Γραφή. Η εβραϊκή κοινωνία την είχε στιγματίσει: ήταν η παραστρατημένη. Κ’ ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι της κοινής περιφρόνησης. Όμως κάποτε είδε τον Ιησούν. Την είδε κ’ Εκείνος. Σκοτάδι εκείνη. Φως Αυτός. Σκόρπισε ξαφνικά το σκοτάδι κ’ έλαμψε το Φως στα τρίσβαθά της. Και πόθησε η άμοιρη να Τον πλησιάση. Δεν τόλμησε την ώρα εκείνη. Μέρες και νύχτες πάλαιψε με τους δισταγμούς της. Κάποια μέρα έμαθε πως ο Ιησούς ήταν καλεσμένος στο αρχοντόσπιτο του Σίμωνα, που ήταν λεπρός και ο δυνατός Ραββί τον είχε θεραπεύσει. Και πήρε τότε τη γενναία απόφαση. Αγόρασε το πιο ακριβό άρωμα κ’ έτρεξε στου Σίμωνα. Παραμέρισε όλα τα εμπόδια κ’ έφθασε μπροστά στον Ιησού. Σπάνει το στόμιο του βάζου και το γέρνει στο κεφάλι του Ιησού. Γονατίζει έπειτα και χύνει το υπόλοιπο στα πόδια του. Και το πιο καταπληκτικό: σκύβει, τα σπογγίζει με τα πλούσια μαλλιά της και τα σκεπάζει με φλογερά φιλιά, μ’ αναστεναγμούς και με δάκρυα!
Τι κι’ αν σκανδαλίσθηκαν και ο Σίμων και ο Ιούδας; Η ανώνυμη Μυροφόρα είχε περάσει στην αιωνιότητα λυτρωμένη, γιατί «ηγάπησε πολύ», όπως εβεβαίωσε ο Ιησούς.
Αιώνες κύλησαν πολλοί από τότε. Και κάποτε η πονεμένη αρχοντοπούλα του Βυζαντίου, η φοιβόληπτη Κασσιανή, αφού έχασε τον θρόνο, κλείσθηκε σ’ ένα μοναστήρι και αφοσιώθηκε στο Θεό και στην Ποίηση. Κάποτε έσκυψε πάνω στο ψυχικό δράμα της ανώνυμης Μυροφόρας κ’ έγραψε το πολύκροτο Τροπάρι της: «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώση τον θρύλον, ότι ο Θεόφιλος την επισκέφθηκε στο κελλί της, ότι κρύφθηκε εκείνη, ότι βρήκε εκείνος ημιτελή τον Ύμνο και πρόσθεσε τις λέξεις «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη», μα και κανείς δεν μπορεί ν’ απορρίψη τον θρύλον αυτόν ολότελα. Υπάρχουν θρύλοι που είναι πιο πολύτιμοι από την ιστορία. Και είναι ο μόνος θρύλος και ο μόνος Ύμνος —το είπα και άλλοτε— που κάθε βράδυ της Μεγάλης Τρίτης μάς ζωντανεύει το Βυζάντιο, σαν ένα αδιάκοπο μνημόσυνο των χαμένων μας ονείρων. Έτρεμαν τα χείλη του Ισραήλ στην ανάμνηση της Ιερουσαλήμ κ’ έψαλλαν: «Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, Ιερουσαλήμ». Πώς να μην τρέμουν τα χείλη της Ελλάδος, όταν αντηχεί μέσα στους ναούς ο Ύμνος της Κασσιανής, και πώς να μην ψάλλουν με πόνο «Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων» Βυζάντιό μου άμοιρο, λυγμέ και σπαραγμέ μου! Ανώνυμη Μυροφόρα της Ιερουσαλήμ και επώνυμη Κασσία του Βυζαντίου, αστέρια φεγγοβόλα κάθε πονεμένης ψυχής, που λάμπετε αιώνια στο πείσμα της άψυχης Άρνησης, πόσο έντονα μιλάτε και παρήγορα απόψε στην ψυχή όλων όσοι έχασαν τον δρόμο τους και τον αναζητούν, ή κλαίνε πάνω σε θρυμματισμένα όνειρα και νοσταλγούν την παρουσία σας, Κασσιανή και Μυροφόρα, για να εμπνευσθούν κάποια γαλήνη, κάποιο φως.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις