Ισοβίως εκπαιδευόμενοι
«Η τέχνη δεν πρόκειται να πεθάνει όσο υπάρχει ο άνθρωπος»
Στη Βούλα Ν.
Ο Ερνστ Φίσερ τελειώνει το βιβλίο του «Η αναγκαιότητα της τέχνης» (ένα βιβλίο που κυριολεκτικά μας «ανέθρεψε» τη δεκαετία του ’60) με τη φράση ότι «Η τέχνη δεν πρόκειται να πεθάνει όσο υπάρχει ο άνθρωπος». Σαφώς εννοούσε την ύπαρξη αυτής της βαθιάς εσωτερικότητας που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, όπως μας γίνεται αισθητή και μάλιστα μέσα σε μια τόσο συχνά πεζή καθημερινότητα ώστε θα ήταν δυνατόν να μη γίνει αντιληπτή και όχι μόνον να μην καταγραφεί στη συνείδησή μας, αλλά να μη μετουσιωθεί καν σε μια στοιχειώδη σκέψη. Μιλάμε για δύο γυναίκες – ηθοποιούς, ή για την ακρίβεια showoman, η πρώτη, οικιακή βοηθός η δεύτερη που οι ιδιότητές τους – κακώς κάκιστα – δεν θα μας προετοίμαζαν ποτέ για μιαν αντίδραση που ισοδυναμεί κυριολεκτικά με μια αποκάλυψη.
Η showoman όταν, σε ερώτηση φίλου της, που είχε κινδυνεύσει από καρκίνο, γιατί του είχε αποκρύψει πως είχε πάει σε ένα μοναστήρι και είχε προσευχηθεί για την ίασή του, απάντησε «μα αυτά τα πράγματα δεν τα κάνουμε για να τα λέμε γιατί τότε χάνουν την αξία τους». Και η οικιακή βοηθός που κάθε εβδομάδα πηγαίνει ένα μπουκέτο με λουλούδια σε έναν γιατρό επειδή της θυμίζει φυσιογνωμικά τον αδερφό της που τον έχασε σε πολύ νεαρή ηλικία, χωρίς όμως να του έχει ομολογήσει ποτέ τον λόγο αυτής της προσφοράς.
Οσο και αν είναι κάτι φυσιολογικό, εξοικειωμένοι όλοι μας πια με τη βεβαιότητα πως αν κάτι πραγματικά αξίζει, δεν μπορεί παρά να γίνεται γνωστό, μένουμε άναυδοι όταν συμβαίνει να μαθαίνουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που δεν αισθάνονται καμιάν ανάγκη – το ακριβώς αντίθετο – να δημοσιοποιούν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς. Αντίθετα μάλιστα να τους προστατεύουν ως μια ανεκτίμητη αποκλειστικά δική τους περιουσία. Να αισθάνονται πως ακόμη και αν εμπιστεύονταν στον εξομολόγο τους τους λογαριασμούς τους αυτούς, θα ήταν σαν να εκποιούν βάναυσα μια περιουσία που η απόκρυψή της της δίνει την πραγματική της αξία. Τι πολυτιμότερο στοιχείο ώστε να «γεμίζει» όχι μόνο η ζωή του ανθρώπου που υλοποιεί έναν αντίστοιχο εσωτερικό σχεδιασμό, αλλά όπως ακριβώς μια αθόρυβη και αθώρητη μετάγγιση αίματος ευεργετεί ανθρώπους που δεν θα υποψιαστούν καν την ύπαρξη μιας αντίστοιχης εσωτερικής συμπεριφοράς, να αποκρύπτεις με την αγωνία ενός εγκληματία μη τυχόν και αποκαλυφθεί το έγκλημά του, μια πράξη που αν και διατηρεί ένα συντριπτικό ηθικό βάρος, το βιώνεις με την ελαφράδα ενός πούπουλου πάνω στους ώμους σου.
Αν δεν πιστεύουμε πως μια τέτοιου είδους «δοσοληψία» με τον εαυτό μας, δεν συνιστά και απάντηση στην από καταβολής κόσμου διερώτηση «γιατί άραγε έχουμε έρθει στον κόσμο αυτό», τότε η οποιαδήποτε απόφανση ενός πνευματικού ταγού ή μιας θρησκείας στη διερώτηση αυτή ηχεί σχεδόν σαν ανυπόστατη. Τελικά φαίνεται πως όποια προβλήματα και αν μας δημιουργούνται είτε σε σχέση με τους άλλους είτε σε σχέση με γεγονότα που χαρακτηρίζονται ως καθολικής σημασίας, τις λύσεις τους και αν δεν τις βρίσκουμε μέσα μας, οφείλουμε να τις επεξεργαστούμε, σε σχέση με τον εαυτό μας και μόνο. Στον δημόσιο χώρο μπορεί να προσέρχεται με τη βεβαιότητα πως θα τον ωφελήσει και δεν θα τον ζημιώσει μόνον όποιος έχει εκπαιδευτεί και έχει δώσει εξετάσεις στον εαυτό του πως το «μυστήριο» του κόσμου συνιστά μια απολύτως προσωπική του υπόθεση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις