Ο πληθωρισμός «βγάζει γλώσσα» στις θεωρίες για αυτόν
Η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθωρισμού φέρνει στο προσκήνιο και τα όρια των θεωριών για αυτόν
Ο πληθωρισμός ολοένα και περισσότερο γίνεται μια μεγάλη πρόκληση για τις οικονομίες του πλανήτη. Και ταυτόχρονα γεννά το ερώτημα για το εάν και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να υπάρξει μια απότομη ύφεση που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε βαθιά κοινωνική κρίση.
Για παράδειγμα ο στόχος που έχει θέσει η Fed για μείωση του πληθωρισμού κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, ποτέ δεν επιτεύχθηκε τα τελευταία 80 χρόνια χωρίς ταυτόχρονα να υπάρξει και ύφεση στην οικονομία.
Το πρόβλημα με τις θεωρίες για τον πληθωρισμό
Το πρόβλημα με την αντιμετώπιση του πληθωρισμού χωρίς μια απότομη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και μια κοινωνικά καταστροφική ύφεση έχει να κάνει με την ίδια τη δυσκολία να ερμηνευτεί ο πληθωρισμός και το βάρος των κυρίαρχων θεωριών για αυτόν.
Και αυτό γιατί κατά βάση για τον πληθωρισμό υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις που ενίοτε αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. Η μία είναι ότι ο πληθωρισμός είναι το αποτέλεσμα μιας υπερβάλλουσας ζήτησης που ανεβάζει τις τιμές. Αυτή μπορεί να προκληθεί είτε από προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς (π.χ. μια αναστάτωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες), είτε από «εσφαλμένες» πολιτικές που αυξάνουν την οικονομική δύναμη ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων (π.χ. πολιτικές παροχών, επιδομάτων, αυξήσεων στους μισθούς) που με τη σειρά τους αυξάνουν τη ζήτηση κατά τρόπο που να πυροδοτεί τον πληθωρισμό.
Η άλλη είναι ότι ο πληθωρισμός οφείλεται σε μια υπερβολική αύξηση της προσφοράς χρήματος, π.χ. μέσα από χαμηλά επιτόκια και άρα φτηνό δανεισμό ή μέσα από πρακτικές όπως η «ποσοτική χαλάρωση», που με τη σειρά τους διαμορφώνουν την ίδια συνθήκη μιας πληθωριστικής πίεσης και παράλληλα μπορεί και να λειτουργεί συμπληρωματικά προς μια πολιτική παροχών.
Και οι δύο θεωρίες καταλήγουν στην ίδια αντίληψη ότι αρκεί ένα «φρένο» στην προσφορά χρήματος, μέσα από την αύξηση των επιτοκίων, και παράλληλα αποφυγή υπερβολικών παροχών (μαζί με πολιτικές λιτότητας και υπονόμευση της δυνατότητας των συνδικάτων να διεκδικούν αυξήσεις) ώστε να υπάρξει μια νέα ισορροπία ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση και να ανακοπεί η αύξηση του πληθωρισμού.
Το πρόβλημα με αυτές τις θεωρίες είναι ότι αφενός εμμέσως πλην σαφώς προτείνουν την ύφεση ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού αφετέρου δεν μπορούν να εντοπίσουν τους μηχανισμούς που όντως αυξάνουν τον πληθωρισμό.
Για παράδειγμα δεν μπορούν εύκολα να ενσωματώσουν παραμέτρους όπως είναι η απότομη αύξηση των τιμών των τροφίμων, ιστορικά έναν από τους βασικούς μηχανισμούς που ενισχύουν τον πληθωρισμό (αλλά και αυξάνουν τον κίνδυνο για κοινωνικές εκρήξεις), ή αυξήσεις στις τιμές π.χ. της ενέργειας για λόγους πέραν της σχέσης προσφοράς και ζήτησης (όπως είναι τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία ή αύριο το κόστος της πράσινης μετάβασης).
Ούτε μπορούν να εξηγήσουν μηχανισμούς που επίσης καταλήγουν στην αύξηση των τιμών από τη μεριά των παραγωγών για λόγους που πάλι δεν έχουν να κάνουν με την προσφορά και ζήτηση αλλά με την αδυναμία τους να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους μέσω σημαντικών τομών στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Μάλιστα, το τελευταίο σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί ιστορικά ο τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να απορροφηθούν τάσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τον πληθωρισμό, όπως π.χ, μακρόχρονες περίοδοι αύξηση των μισθών, ήταν ακριβώς η ικανότητα να υπάρχουν σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα.
Ο πειρασμός (και ο κίνδυνος) της λιτότητας
Υπάρχει φυσικά πάντα ο πειρασμός να θεωρηθεί ότι ο πληθωρισμός μπορεί να τιθασευτεί μέσω παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας, δηλαδή να υπάρξει μια «λελογισμένη» αύξηση της ανεργίας που με τη σειρά της θα μπορούσε να οδηγήσει και σε μια μισθολογική «συγκράτηση» που με τη σειρά της θα οδηγούσε προς τα κάτω τον πληθωρισμό. Άλλωστε, παρότι οικονομίες όπως η αμερικανική μέχρι το 2019 έδειξαν ότι η αύξηση της απασχόλησης δεν σημαίνει αύξηση του πληθωρισμού, η αντίληψη ότι η ανεργία δεν πρέπει να πέφτει ποτέ κάτω από ένα όριο διατηρεί την δημοφιλία της (εξ και η έννοια του «ποσοστού ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληθωρισμό»).
Μόνο που μια ματιά στα οικονομικά δεδομένα δείχνει ότι αυτό δεν δικαιολογείται. Στις ΗΠΑ, όπως και στις περισσότερες χώρες, η αύξηση του πληθωρισμού είναι πολύ μεγαλύτερη των αυξήσεων των μισθών. Μάλιστα, μια αύξηση των μισθών κατά 3-4% όπως είναι αυτή που υπάρχει τώρα στις ΗΠΑ ουσιαστικά σημαίνει μείωση των πραγματικών μισθών εφόσον ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος. Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν ότι πολύ μεγαλύτερες των αυξήσεων των μισθών είναι οι αυξήσεις των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού, των τιμών των σπιτιών και των εταιρικών κερδών είναι πολύ μεγαλύτερες. Αυτό σημαίνει ότι πολύ δύσκολα μπορούν σήμερα να θεωρηθούν οι αποδοχές των εργαζομένων μηχανισμός που πυροδοτεί την εκτίναξη του πληθωρισμού.
Πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή σημαντικοί κόμβοι της παγκόσμιας οικονομίας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ένα είδος «σοκ προσφοράς» καθώς μια σειρά παράγοντες είτε αυξάνουν σημαντικά το κόστος συγκεκριμένων απαραίτητων προϊόντων όπως η ενέργειας, είτε δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί η δυνατότητα της βιομηχανίας να ανταποκριθεί στη ζήτηση μετά τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία.
Αυτό θα σήμαινε για παράδειγμα ότι αντί να επιστρέψει μια λογική λιτότητας, αύξησης της ανεργίας και υψηλών επιτοκίων, αποτελεσματικότερο αντίδοτο θα μπορούσαν να ήταν η διευκόλυνση της επένδυσης και της αύξησης της παραγωγής, με αξιοποίηση και της δημόσιας επένδυσης, που θα μπορούσε να διαμορφώσει μια θετική δυναμική στην προσφορά και με αυτόν τον τρόπο ανακοπή της πληθωριστικής πίεσης. Όμως, αυτό έρχεται σε σύγκρουση με αρκετές όψεις της κυρίαρχης οικονομικής «ορθοδοξίας».
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Τραμπ: Καυγάς Μασκ με δικηγόρο και συνεργάτη του νέου προέδρου
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ