Γιώργος Ανδρέου: «Στη δικτατορία με έσωσε το Ωδείο»
Ο καλλιτέχνης μίλησε για τον νέο συντηρητισμό, την επιδερμική σχέση με τον πολιτισμό, τον ποιητικό λόγο, που πάντα θα έχει προβάδισμα στο καλό ελληνικό τραγούδι, ενώ εξήγησε γιατί βρήκε καταφύγιο στη μουσική.
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Η υπερθέρμανση του πλανήτη κοστίζει ζωές - Για πρώτη φορά επιστήμονες υπολογίζουν τους θανάτους
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Σε μια συζήτηση για τον νέο συντηρητισμό, την επιδερμική σχέση με τον πολιτισμό, τον ποιητικό λόγο, που πάντα θα έχει προβάδισμα στο καλό ελληνικό τραγούδι, ο σπουδαίος καλλιτέχνης αναδύει μια εικόνα από τα παιδικά του χρόνια που εξηγεί γιατί βρήκε καταφύγιο στη μουσική.
Ποιο είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί τώρα στη ζωή σας ύστερα από τόσα χρόνια πορείας;
Ολη μου τη ζωή έκανα μια μεγάλη προσπάθεια να μη διώξω από τον ώμο μου το πουλάκι της έμπνευσης. Να μην το τρομάξω, να μην το μπερδέψω με πράγματα που ήταν πολύ σκληρά και πολύ κυνικά. Γιατί όσο πιο πολύ μπαίνεις σε λογικές εκκοσμίκευσης, εξουσίας και πράγματα άλλης λογικής, χάνεις την αθωότητα που χρειάζεται ο άνθρωπος o οποίος δημιουργεί. Αισθάνομαι ότι το κρατάω ζωντανό. Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική μου συλλογή, σχεδόν επτά χρόνια από την πρώτη. Επίσης ολοκληρώνω το δεύτερο μυθιστόρημά μου.
Η ιστορία που αφηγείστε συνδέεται με πραγματικά περιστατικά της ζωής σας;
Τόσο σε αυτό το βιβλίο όσο και στο προηγούμενο υπήρχε μια εκκίνηση από την πραγματικότητα, αλλά μετά λειτουργεί η φαντασία.
Γιατί γράφετε μυθιστορήματα;
Εμείς οι άνθρωποι του τραγουδιού δεινοπαθούμε από τον μινιμαλισμό της μικρής φόρμας. Μέσα σε τρία λεπτά και σε 8-10 στίχους πρέπει να τα πούμε όλα. Το μυθιστόρημα σου αφήνει χώρο να κάνεις ανάπτυξη χαρακτήρων, ιδεών, να απολαύσεις τη ροή του χρόνου. Σαφώς το τραγούδι έχει τη δύναμη να δώσει μια «μπουνιά» σε 3 λεπτά. Από την άλλη νοσταλγείς λίγο και τη δυνατότητα να έχεις λίγο χρόνο. Σε ό,τι αφορά τη μουσική, τώρα ηχογραφούμε με την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων της Πάτρας. Το 2006, όταν ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα, είχαμε συνεννοηθεί με τον μαέστρο Θανάση Τσιπινάκη να γράψω ένα έργο με θέμα τον Καραγκιόζη. Το 1860 είχαν εμφανιστεί στην Πάτρα οι πρώτοι καραγκιοζοπαίχτες – επί ελληνικού εδάφους. Ζήτησα τη συνεισφορά τους από πολύ σημαντικούς ανθρώπους του στίχου, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Θοδωρή Γκόνη, τον Οδυσσέα Ιωάννου, τον Κώστα Φασούλα, τον Χρήστο Θηβαίο, τον Νίκο Ζούδιαρη, τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Νίκο Μωραΐτη. Ολοι αυτοί έγραψαν πώς βλέπουν το αρχέτυπο του Καραγκιόζη χωρίς γραφικότητες. Το συγκλονιστικό είναι ότι οι στίχοι τους αποδείχθηκαν προφητικοί για την κρίση που ακολούθησε στην Ελλάδα αργότερα. Διαπίστωσα ξανά πως η τέχνη βλέπει μπροστά, περιγράφει αυτό που πρόκειται να έρθει.
Βλέπει μπροστά ή τα γεγονότα επανεμφανίζονται, κάνουν κύκλους;
Πιστεύω ότι η τέχνη τα νιώθει με το «δέρμα», όχι με τη λογική. Βγαίνει από το αυστηρό χωροχρονικό πλαίσιο και το μετατρέπει σε μια συνθήκη διαχρονικότητας. Αυτή είναι η δύναμη που έχει η τέχνη. Τα γεγονότα που αφηγείται δεν έχουν τόση σημασία από μόνα τους. Η τέχνη δεν είναι απλώς εξιστόρηση μιας εποχής. Μιλάει από την εποχή της, όχι για την εποχή της. Θεωρώ ότι και ο καλλιτέχνης έχει μεγάλη σημασία να μη μιλάει από την εποχή του, αλλά για την εποχή του.
Από αυτή τη θέση λοιπόν που θεωρείται ιδανική για έναν καλλιτέχνη, εσείς πώς την καταγράφετε;
Η δουλειά μου έχει μια δυσκολία, γιατί ανήκω σε εκείνους τους δημιουργούς που βάζουν ένα αίτημα μουσικό. Η Ελλάδα είναι μια χώρα λογοκεντρική. Αγαπάμε πάρα πολύ τον στίχο. Αν θελήσουμε να το εξηγήσουμε θα πρέπει να πούμε ότι είναι ιστορικό το ζήτημα. Ο Ελληνας αφηγούνταν την ιστορία του μετά μουσικής. Ο πολιτισμός εκφράστηκε – σε ό,τι αφορά το τραγούδι – μέσα από τη μελοποίηση. Αυτό το πολύ ενδιαφέρον γεγονός μαρτυρά πολλά για μας και ίσως να συνδέεται με το ότι η Ελλάδα δεν πέρασε Αναγέννηση και Διαφωτισμό. Είμαστε λοιπόν εκείνοι που μελοποιούν, που βάζουν μουσική σε ένα σημαντικό ποιητικό κείμενο.
Ιδανικά.
Σωστά. Προσπάθησα πολύ να ενισχύσω τη μουσική. Να βαθύνω το μουσικό κομμάτι του τραγουδιού.
Με ποιον τρόπο;
Αντιμετωπίζοντας το κομμάτι αυτό με όρους σύνθεσης. Ο μεγαλύτερός μου δάσκαλος σε αυτό είναι ο Τσιτσάνης. Κάπου στην αυτοβιογραφία του αναφέρει «οι συνθέσεις μου», όχι «τα τραγούδια μου». Σημειώνει επίσης ότι «μου έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο να γράψω μία εισαγωγή σε ένα τραγούδι, παρά το τραγούδι με τα λόγια και τη μουσική». Αν πάρουμε για παράδειγμα την «Αχάριστη» και την αναλύσουμε, θα πούμε ότι πρόκειται για μια συνομιλία ενός μουσικού της δικής μας γλώσσας και του δικού μας τρόπου με το παγκόσμο και κυρίως με το ιταλικό μπελκάντο.
Οι δικοί σας συνομιλητές ποιοι είναι;
Πρέπει κατ’ αρχάς να πω ότι όλοι οι σημαντικοί μουσικοί έχουν εκπαιδευτεί κυρίως ακούγοντας. Σίγουρα ένα κομμάτι της συνομιλίας μου έχει να κάνει με δύο – τρεις ανθρώπους της λαϊκής μουσικής, όπως είναι ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Ζαμπέτας. Στα τραγούδια τους μέσα έβαλαν όρους μουσικής σύνθεσης. Δεν σκαρώσανε απλώς κάποιες νότες για να συνοδεύσουν ένα ποιητικό κείμενο. Αυτή κατά την άποψή μου είναι η συνεισφορά ενός μουσικού που σέβεται το τραγούδι και το αντιμετωπίζει ως κεντρικό εργαλείο του πολιτισμού του. Ετσι κι αλλιώς το καλό ελληνικό τραγούδι είχε, έχει και θα έχει καλούς στίχους. Στατιστικά υπάρχει περισσότερη και καλύτερη επίδοση στίχου παρά μουσικής. Ακόμη και σε κακά τραγούδια, αν ζυγίσουμε τον στίχο και τη μουσική, θα διαπιστώσουμε ότι ο στίχος είναι καλύτερος.
Δεν έχουμε καλούς συνθέτες;
Εχουμε, απλώς δεν μας είναι εύκολο να διαχειριστούμε με καινοτόμο και φρέσκο τρόπο τη μουσική ως τέχνη. Είμαστε μια κοινωνία η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίζεται στον στίχο. Η γνώση που έχουμε αποκτήσει και η εκλέπτυνση στην ιδέα της μελοποίησης, ως πολιτισμός, είναι στις δύο – τρεις κορυφαίες παραδόσεις στον κόσμο. Ο τρόπος δηλαδή που εξελίξαμε εμείς το τραγούδι συνδυάζοντας τον ποιητικό λόγο, με σημαντικές μελοποιήσεις και τρόπους που αντλήσαμε από την παράδοση, δίνει ένα παράδειγμα βάθους και πυκνότητας του τραγουδιού που άλλοι πολιτισμοί δεν το έχουν.
Πώς πιστεύετε ότι ακούν και αντιλαμβάνονται τη μουσική οι νέοι σήμερα;
Απομακρύνονται από τη μουσική. Είναι αιχμάλωτοι στον ναρκισσισμό της εικόνας, με την αυτοαναφορικότητα που δημιουργούν τα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία κάνουν τον καθέναν πρωταγωνιστή ενός φαινομενικού δημόσιου χώρου – δεν είναι αληθινός. Ετσι προωθείται μια επιδερμική αντιμετώπιση και της τέχνης και του πνεύματος και της καλλιέργειας, που έχει ήδη επιπτώσεις. Ο νεοσυντηριτισμός δεν είναι νέο φαινόμενο. Πηγάζει από την έλλειψη βαθύτερης κουλτούρας Τη μουσική μπορεί να τη χρησιμοποιούν ως ντεκόρ, αλλά δεν υπάρχει το πάθος που είχε για παράδειγμα η γενιά του ’60, με το κίνημα του Flower power ή η μεγάλη καλιφορνέζικη επανάσταση, από τους Doors και όλους αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες. Οταν πήγα στο Παρίσι με τον γιο μου, επισκεφθήκαμε στο νεκροταφείο Pere Lachaise, τον τάφο του Τζιμ Μόρισον. Ηταν πολλοί μαζεμένοι και προσπαθούσαν να διαβάσουν αυτό που είναι γραμμένο στα ελληνικά «Κατά τον δαίμονα εαυτού» – παρμένο από τον Ευριπίδη. Κατά τον δικό του θεό δηλαδή. Οταν οι Καλιφορνέζοι διαλέγουν για τον Μόρισον να βάλουν αυτή τη φράση στον τάφο του, αντιλαμβάνεται κανείς τι συνέβη τη δεκαετία του ’60 σε εκείνη την περιοχή του κόσμου και μετά πώς αυτό καθόρισε τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Οι δικοί σας δαίμονες;
Στη δική μου γενιά, ειδικά για εμάς που μεγαλώσαμε στην επαρχία, είναι τραυματική η περίοδος της δικτατορίας. Σκέψου ότι την έζησα από τη β’ δημοτικού μέχρι το γυμνάσιο. Αυτά τα χρόνια τα ζήσαμε σ’ ένα στρατοκρατούμενο περιβάλλον σε μια πόλη – Σέρρες – που πλημμύριζε από φαντάρους, γιατί ήταν εκεί η 10η Μεραρχία. Τα ζήσαμε με τη δημοκρατία στον «γύψο», με φόβο, με υπερβολικό αυταρχισμό και συντηρητισμό παντού. Για να μπορέσω να σωθώ από αυτό, έβρισκα καταφυγή στο Ωδείο. Πήγαινα κάθε μέρα για να μελετήσω εκεί, διότι δεν είχα πιάνο στο σπίτι. Εκεί ανάσαινα μέσα από τη μουσική που έπαιζα: Μπαχ, Μέντελσον, Μπετόβεν, Λιστ, Μπραμς και τόσους άλλους – έβρισκα ένα κόσμο εξατομίκευσης. Την ίδια στιγμή αυτόν τον κόσμο άρχισα να τον αναγνωρίζω σε δύο άλλες παράπλευρες, αλλά συμπληρωματικές καταγωγές. Η μία ήταν το έντεχνο της δεκαετίας του ’60 και το θέατρο. Στο σπίτι ακούγαμε κρυφά «Το άξιον εστί», «Κατάσταση πολιορκίας» κ.λπ. Θεωρώ μεγάλη εκκίνηση για την αυτοσυνειδησία μου όταν ήμουν οκτώ ετών και σε ένα ηλεκτρόφωνο της θείας μου άκουσα το «Ο ταχυδρόμος πέθανε». Την ίδια επίδραση είχε και το «Της αγάπης αίματα». Εμεινα μαγεμένος χωρίς να ξέρω γιατί.
Μου είπατε ότι βρήκατε καταφύγιο στη μελέτη του πιάνου. Πότε αισθανθήκατε αυτή την ασφάλεια και την ελευθερία που αναζητούσατε;
Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά. Ημουν επτά ετών, είχαμε εξετάσεις στο Ωδείο με κοινό από κάτω. Ημασταν όλοι αγχωμένοι, αλλά μόλις κάθισα στο πιάνο και ακούμπησα το δάχτυλά μου και ένιωσα το στήριγμα που ήθελα εκείνη τη στιγμή. Και ακόμη μου την προσφέρει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις