Σαν σήμερα, στις 26 Aπριλίου 1986, εξερράγη ο αντιδραστήρας No 4 στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, στην Ουκρανία,  προκαλώντας μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία της ανθρωπότητας.

«ΤΑ ΝΕΑ», 2.5.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το 2006, με την αφορμή της συμπλήρωσης 20 xρόνων από το τραγικό συμβάν, «ΤΟ ΒΗΜΑ» παρουσίαζε τη μελέτη της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας για τις συνέπειες του δυστυχήματος.

«Η εφέτινη επέτειος έχει επικεντρωθεί στο ποιες ήταν και θα είναι οι συνέπειες από την καταστροφή. “Oι ψυχολογικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις του δυστυχήματος παραμένουν σοβαρές”, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας.

»Τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στους ανθρώπους από την έλλειψη ενημέρωσης αμέσως μετά το δυστύχημα, από το άγχος, από τη μετεγκατάστασή τους και από τον φόβο τους, σε συνδυασμό με τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, αποτελoύν, το “δυσκολότερο μέρος της κληρονομιάς που άφησε το Τσέρνομπιλ” επισημαίνεται στην ανακοίνωση.

»Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις παραμένουν σοβαρές. (…) Το δυστύχημα είχε καταστρεπτικές  επιπτώσεις στη ζωή, στην υγεία και στο περιβάλλον της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας, ενώ προκάλεσε φόβο και ανησυχία σε ολόκληρη την Ευρώπη.

«ΤΑ ΝΕΑ», 8.5.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Ασφάλεια Πυρηνικών Εγκαταστάσεων του Οργανισμού Πυρηνικής Ενέργειας, με το δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα 1400 εκατομμύρια κιουρί, δηλαδή το τριπλάσιο των αρχικών εκτιμήσεων.

Θύματα και συγκάλυψη

»Τουλάχιστον 9 εκατομμύρια άνθρωποι επλήγησαν από το δυστύχημα: 2,5 εκατομμύρια στη Λευκορωσία, 3,5 στην Ουκρανία και 3 εκατομμύρια στη Ρωσία.

»Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 9.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την καταστροφή. Η οργάνωση Greenpeace προβλέπει ότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών θα ξεπεράσει τις 93.000.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.4.2006, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Ο πρώην  διευθυντής τους Τσερνόμπιλ Βίκτορ Μπριουκάνοφ κατήγγειλε χθες ότι οι σοβιετικοί επιστήμονες είχαν αποκρύψει την αλήθεια για τα προβλήματα που οδήγησαν τελικά στο δυστύχημα.

»Σε μια σπάνια συνέντευξή του εμφανίστηκε απαισιόδοξος λέγοντας ότι “ο κόσμος δεν διδάχθηκε κανένα μάθημα από την πυρηνική καταστροφή στο Τσερνόμπιλ”.

»Την ίδια ώρα ο ηγέτης της αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία Αλεξάντρ Μιλίνκιεβιτς κατηγόρησε τον πρόεδρο Αλεξάντρ Λουκασένκο ότι είχε αγνοήσει τις προσφορές τρίτων χωρών για παροχή βοήθειας στη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της καταστροφής.

«ΤΑ ΝΕΑ», 10.5.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τι απέμεινε

»Οι εγκαταλελειμμένοι οικισμοί του Τσερνόμπιλ έχουν γίνει μάρτυρες μιας πρωτόγνωρης αναγέννησης.

»Η πόλη Πριαπάτ, μόλις 3 χλμ, μακριά από τον αντιδραστήρα Νο 4, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πριν από το δυστύχημα ήταν μια πρότυπη σοβιετική πόλη όπου κατοικούσσαν οι εργάτες του πυρηνικού σταθμού. (…) Τα νηπιαγωγεία της, τα καταστήματά της και τα διαμερίσματά της θεωρούνταν τα καλύτερα που μπορούσε να προσφέρει η ΕΣΣΔ.

»Τώρα η κεντρική πλατεία Λένιν δεν είναι παρά μια σκιά του πρότερου εαυτού της. Δέντρα καταπατούν τους δημόσιους χώρους της πόλης, οι σκάλες είναι καλυμμένες με παχύ γρασίδι και βρύα.

»Όταν τα χιόνια λιώνουν, τα πεζοδρόμια γίνονται μια ρηχή ποταμιά καθώς το νερό κυλάει σε ένα αποχετευτικό σύστημα που έχει πάψει να υπηρετεί εδώ και χρόνια. (…)

»Στο χωριό Ιλίντσι, η 82χρονη Μαρία Σαπαρένκο, μια από τους πεισματώδεις  “αποίκους”, ισχυρίζεται ότι το Τσερνόμπιλ ήταν ανέκαθεν μια όμορφη περιοχή και ότι στην πραγματικότητα ελάχιστα έχουν αλλάξει.

“Είναι πολύ ωραία εδώ το καλοκαίρι, τα πάντα ανθούν. Όλα είναι καλά εδώ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το μόνο είναι ότι ο κόσμος τρόμαξε από την ραδιενέργεια”

(…)

»Ωστόσο λίγες πόρτες παρακάτω ο Ρομάν Γιουστσένκο, ένας γέρος άνδρας που παιδεύεται από τον καρκίνο, μαυρίζει μέρα με τη μέρα δίπλα σε ένα δοχείο νυκτός γεμάτο κατακόκκινα από το αίμα ούρα.

»Το Τσερνόμπιλ μπορεί να έχει μετατραπεί σε ένα καταφύγιο για τη χλωρίδα και την πανίδα, για τους ανρώπους όμως παραμένει αφιλόξενο».