«Ότι όλα τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος πρέπει να θεωρούνται ως διανοούμενοι, αυτή είναι μια παραδοχή που μπορεί να οδηγήσει σε καλαμπούρια και καρικατούρες· κι όμως, εάν το σκεφτούμε, τίποτα δεν είναι πιο ακριβές». Με αυτή τη φράση, από το Τετράδιο 12, προσπάθησε ο Αντόνιο Γκράμσι, που έφυγε από τη ζωή στις 27 Απριλίου του 1937 (κατά μια ιστορική σύμπτωση άρχισε να ψυχορραγεί ενώ τα γερμανική αεροπλάνα βομβάρδιζαν τη μαρτυρική Γκερνίκα), να περιγράψει την μορφή μαζικής κριτικής πολιτικής διανοητικότητας στην οποία μπορούν να συμβάλλουν τα σύγχρονα κόμματα και ιδίως αυτά που διεκδικούν να εκπροσωπήσουν τον ιστορικό ορίζοντα των υποτελών τάξεων και κοινωνικών ομάδων στον αγώνα τους για «ολοκληρωμένη αυτονομία» και αυτοκυβέρνηση.

Η διάσταση αυτή είναι από τις πιο σημαντικές στο έργο του Γκράμσι. Είναι μια αντίληψη της πολιτικής που έχει να κάνει πρώτα από όλα με το πώς οι άνθρωποι σκέπτονται. Η δυνατότητα της κοινωνικής χειραφέτησης, η πολιτική δράση και ο αγώνας που αυτή απαιτεί, προϋποθέτουν ακριβώς έναν βαθύτερο διανοητικό μετασχηματισμό, μια ικανότητα των υποτελών να σκέφτονται με τις δικές τους δυνάμεις που υπερβαίνει κατά πολύ το αίτημα της αυτονομίας της σκέψης που εκφράστηκε από τον Διαφωτισμό. Και αυτό γιατί εδώ δεν μιλάμε απλώς για την ανάπτυξη ενός διακριτού στρώματος κριτικών διανοουμένων που θα αναλάβουν το έργο της παίδευσης και διαφώτισης των ανθρώπων που μέχρι τότε ζούσαν μέσα στην άγνοια. Ο Γκράμσι τολμά να μιλήσει για την πολιτική διαδικασία που θα κάνει όλους τους ανθρώπους να είναι δυνητικά «διανοούμενοι».

Μια διανοητική επανάσταση

Άλλωστε, αυτός ο τρόπος που ο Γκράμσι οραματίζεται μια μαζική διανοητική επανάσταση ως αναγκαία προϋπόθεση οποιουδήποτε κοινωνικού μετασχηματισμού ορίζει μια κρίσιμη πλευρά του πυρήνα της συνεισφοράς του, με την έμφαση να είναι πάντα στον μαζικό της χαρακτήρα: «Το να οδηγηθεί μια μάζα ανθρώπων να στοχαστεί συνεκτικά και με ενιαίο τρόπο το πραγματικό παρόν είναι ένα “φιλοσοφικό” γεγονός πολύ πιο σημαντικό και «πρωτότυπο» από την ανακάλυψη από μια “ιδιοφυΐα” μιας νέας αλήθειας που μένει ιδιοκτησία μικρών ομάδων διανοουμένων.» (Τετράδιο 11, παρ. 12)

Αυτή η επιμονή στην αντίληψη του κόμματος ως ενός εργαστηρίου μαζικής διανοητικότητας («τα κόμματα είναι οι επεξεργαστές των νέων ολοκληρωμένων και καθολικών διανοητικοτήτων και τα χωνευτήρια για την ενοποίηση της θεωρίας και της πράξης» όπ.π.), ορίζει και μια βασική πλευρά της πρωτοτυπίας του αλλά και την απόστασή του από το πρότυπο κομματικότητας που στηριζόταν στην ιδιαίτερα αυταρχική αντίληψη και της ηγεσίας και της πειθαρχίας που αναλογούσε σε έναν «σοσιαλισμό» που γινόταν ολοένα και πιο καταπιεστικός και εκμεταλλευτικός.

Γι’ αυτόν τον λόγο και μπορούμε να συνδέσουμε αυτή την έννοια του μέλους ενός κόμματος ως εκπροσώπου ενός «νέου διανοουμενισμού», με μια άλλη έννοια από τα Τετράδια της Φυλακής, αυτή του «δημοκρατικού φιλοσόφου», δηλαδή «του φιλοσόφου που είναι πεπεισμένος ότι η προσωπικότητά του δεν περιορίζεται στον ίδιο ως φυσικό πρόσωπο, αλλά είναι μια ενεργή κοινωνική σχέση τροποποίησης του πολιτιστικού περιβάλλοντος.» (Τετράδιο 10II, παρ. 44). Αυτός ο συνδυασμός μιας κριτικής σκέψης με μια βαθιά δημοκρατική και συνάμα μετασχηματιστική σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον, ορίζει και τον ορίζοντα μιας διαφορετικής σχέσης με την πολιτική, μια ριζοσπαστική νέα πρακτική της πολιτικής.

Εμπιστοσύνη στη δυνατότητα των ανθρώπων να σκεφτούν

Η διαπίστωση αυτή έρχεται να υπενθυμίσει ότι αυτό στο οποίο παραπέμπει ο Γκράμσι όταν μιλάει για ηγεμονία και δη για τη δυνητική ηγεμονία των υποτελών απέχει πολύ από τον τρόπο που συχνά τη χρησιμοποιούμε ως απλή παραπομπή στην ανάγκη απόσπασης συναίνεσης. Πολύ περισσότερο αποτελεί μια αναμέτρηση με τη συνθετότητα του πολιτικού φαινομένου, τις οργανωτικές, γνωσιακές, ιδεολογικές και πολιτισμικές πλευρές που εμπλέκονται σε αυτό και που ορίζουν τελικά τα πολλαπλά πεδία και του πολιτικού ανταγωνισμού και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται μορφές πολιτικής αναγνώρισης, στράτευσης και τελικά κινητοποίησης. Έχει να κάνει ακόμη και με μια βαθιά δημοκρατική και εξισωτική αντίληψη της πολιτικής. Μια αντίληψη που έχει εμπιστοσύνη στη δυνατότητα των ίδιων των ανθρώπων να σκεφτούν, να καταλάβουν, να διεκδικήσουν και τελικά να αλλάξουν τόσο τους εαυτούς τους όσο και την κοινωνία γύρω τους. Έξω και πέρα από κάθε αντίληψη που θα αντιμετώπιζε τους ανθρώπους ως εύκολα χειραγωγούμενα υποψήφια θύματα της μίας ή της άλλης «επικοινωνιακής εκστρατείας».

Το γεγονός ότι όλα αυτά πολύ λίγο συζητιούνται σήμερα σε ένα τοπίο όπου η κυριαρχία της εικόνας συμπληρώνει τη βαθιά έκπτωση του πολιτικού λόγου και όπου η επικοινωνία λειτουργεί ως φτωχό υποκατάστατο της στρατηγικής απλώς έρχεται να υπογραμμίσει τη βαθύτερη κρίση όχι απλώς πολιτική αλλά και πολιτισμική που αντιμετωπίζουμε.

 

Η σημασία των Τετραδίων της Φυλακής

«Για είκοσι χρόνια πρέπει να εμποδίσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να λειτουργεί». Αυτό απαίτησε ο εισαγγελέας στη δίκη του Γκράμσι. Ωστόσο, αυτός θα αντιπαλέψει την εμπειρία του εγκλεισμού στις φασιστικές φυλακές με το να επιδοθεί σε μια προσπάθεια συστηματικής αναμέτρησης με ανοιχτά θεωρητικά και στρατηγικά ζητήματα. «Έργο εν εξελίξει», αναγκαστικά ανολοκλήρωτα και γραμμένα στις συνθήκες του εγκλεισμού και με διαρκώς επιδεινούμενη υγεία, τα Τετράδια της Φυλακής εξακολουθούν να συγκλονίζουν με την οξυδέρκεια και την πρωτοτυπία τους.