Πού να βρει και πώς να ταιριάξει κανείς τις λέξεις για να μπορέσει να δώσει την πραγματική διάσταση του Σπύρου Μουστακλή;

Αυτό το Σύμβολο Αγώνα, Λευτεριάς, Γενναιότητας, Δημοκρατίας και απέραντης Ανθρωπιάς δεν πρόκειται να το σβήσει ο ανελέητος χρόνος από τη μνήμη όχι μόνο των ελεύθερων ανθρώπων, αλλά και από τη μνήμη, αν υπάρχει, των τυράννων και υπανθρώπων.

Ο Μουστακλής, νέος μόλις 16 χρόνων, τον καιρό της μαύρης κατοχής, ανεβαίνει στα βουνά της Ηπείρου, εθελοντής αντάρτης στον ΕΔΕΣ, όπου και τραυματίζεται σοβαρά.

Την περίοδο του δραματικού εμφύλιου πολέμου, σαν μόνιμος ανθ/γός, είναι παρών, και μάλιστα έντονα παρών. Γιατί του Μουστακλή δεν του άρεσαν ποτέ οι θολές θέσεις.

Ήταν ένας στρατιώτης που κράταγε και τον λόγο του και τον όρκο του. Ήταν λάτρης της λευτεριάς με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Δεν ξεχώριζε την εθνική από την ατομική ελευθερία, και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, όταν οι ντόπιοι τύραννοι μάς στέρησαν τις ατομικές μας ελευθερίες, η αίσθηση του χρέους για απέραντη προσφορά τον οδήγησε στη δυναμική και επικίνδυνη αντίθεση. Γιατί υπήρχε και η άλλη αντίθεση, η παντελώς ακίνδυνη και συμφέρουσα.

Οι θέσεις συμβιβασμός, καιροσκοπισμός, υπολογισμός τού ήταν θέσεις εχθρικές.

Και ρίχτηκε με όλη τη δύναμη της ασύγκριτης γενναιότητάς του στον αγώνα εναντίον των τυράννων, κρατώντας αλύγιστη την προσωπική του ανεξαρτησία.

Ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος, όχι όμως κομματικοποιημένος, δεν του άρεσαν οι μονοσήμαντοι θεωρητικοί αγωνιστές, ήταν ένας μπροστάρης μαχητής, ένα παράδειγμα.

Όπως απλά ένας επιβάτης λεωφορείου προσφέρει τη θέση του σ’ έναν ηλικιωμένο, έτσι κι ο Μουστακλής θα μπορούσε να προσφέρει την ακεραιότητά του και τη ζωή του για να σώσει ένα σύντροφό του.

Ήταν φλογερός, ήταν σεμνός, ήταν ορμητικός, ήταν γενναίος. Κι όπως λέει ο ποιητής: «Αγαπούσε και καταφρονούσε με την ίδια σπάταλη αψηφισιά τη ζωή και το θάνατο. Ήταν δυνατός και μπορούσε να σκοτώνει και να σκοτώνεται για να κρατάει ψηλά την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια του ανθρώπου».

Μάης του ’73. Εξέγερση στο Ναυτικό. Συλλήψεις – βασανισμοί. Ο Μουστακλής είναι αναμεμιγμένος στο κίνημα του Ναυτικού. Συλλαμβάνεται, και στο ΕΑΤ/ΕΣΑ βασανίζεται απάνθρωπα. Ανεβαίνει το Γολγοθά της αντρειάς και της ευθύνης, και κρατάει το στόμα σφαλιστό, με αντίτιμο τη βαριά αναπηρία.

Και μένουν για πάντα τα χείλη χωρίς μιλιά και το κορμί σακατεμένο.

Μόνο το μυαλό και η αλύγιστη ψυχή μένουν ανέγγιχτα, και το βλέμμα του όλο φως. Για να καταγγέλλει με τα μάτια, με το γερό του χέρι και με κραυγές τους θλιβερούς τυράννους.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη την άναρθρη κραυγή του άφωνου Μουστακλή, στη δίκη των βασανιστών; Όπου κατήγοροι και κατηγορούμενοι, δικαστές, υπερασπιστές και ακροατές έμειναν εκστατικοί και συγκλονισμένοι!

Ο Σπύρος Μουστακλής ακόμη και σακατεμένος πρόσφερε, γιατί αποτελούσε ζωντανή μαρτυρία του πραγματικού προσώπου της τυραννίας· και θα παραμείνει για πάντα ο καταξιωμένος ήρωας του ελληνικού λαού.

Ακριβέ μας φίλε και συναγωνιστή Σπύρο. Γεια σου.

Κι αν μπορούσες να σηκωθείς

Θα έκλαιγες

Θα γέλαγες

Θα έφτυνες

*Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 4 Μαΐου 1986, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Σπύρου Μουστακλή (28 Απριλίου 1986).

Συντάκτης του εν λόγω κειμένου, που έφερε τον τίτλο «Σύμβολο Αγώνα», ήταν ο μεσσήνιος Τάσος Μήνης (1919-2005). Ο Μήνης, απόστρατος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, υπήρξε ένας ασυμβίβαστος δημοκράτης και ένας ακέραιος άνθρωπος, αλλά και μια σημαντική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα (υπέστη και αυτός φρικτά βασανιστήρια από το χουντικό καθεστώς).

Ο μεσολογγίτης Σπύρος Μουστακλής (1925-1986) ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, που βασανίστηκε άγρια από τη χούντα των συνταγματαρχών λόγω της αντιδικτατορικής δράσης του, με αποτέλεσμα να προκληθεί ανήκεστη βλάβη στην υγεία του και να φύγει πρόωρα από τη ζωή.

Για τα αφάνταστα μαρτύρια που υπέμεινε στους χώρους του διαβόητου ΕΑΤ/ΕΣΑ ο αλύγιστος Μουστακλής αντλούμε πληροφορίες από τα πρακτικά της δίκης των βασανιστών του, όπως αυτά δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 3 Σεπτεμβρίου 1975 (τα δημοσιευθέντα αυτά κείμενα αφορούσαν τη συνεδρίαση του Διαρκούς Στρατοδικείου που είχε λάβει χώρα την προτεραία, 2α Σεπτεμβρίου):

[…]

Ύστερα εκλήθη να απολογηθή ο κατηγορούμενος Σταράκης, ο οποίος είπε ότι ασκούσε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ καθήκοντα τα οποία συνίσταντο σε παρακολουθήσεις και συλλήψεις. […] Σχετικά με τον βασανισμό του Μουστακλή, για τον οποίο και κατηγορείται, είπε τα εξής:

Τον Μάιο του 1973 είχα ένα οικογενειακό θέμα και ήθελα να ζητήσω έξοδο από τον Διοικητή. Πηγαίνοντας προς το διοικητήριο πέρασα από το ιατρείο, που το είχαν μετατρέψει σε κελλί. Άκουσα φωνές και συζητήσεις. Το μάτι μου έπεσε στη μισάνοιχτη πόρτα. Είδα τον Χατζηζήση ή τον Νικολόπουλο, δεν θυμάμαι ποιον από τους δύο ακριβώς, που μου έκανε νόημα να πάω εκεί. Μάλλον ήταν ο Χατζηζήσης. Μπήκα και είδα κάτι που το έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Είδα έναν άνθρωπο καθισμένο σε μια καρέκλα και τον Γκουντέβα να τον χτυπάη από τη μέση και κάτω. Κοντά του ήταν ο Σπανός, που μου είπε: «Σταράκη, κάτσε εδώ και πιάσε το στόμα του Μουστακλή, γιατί φωνάζει». Αναγκάστηκα να κλείσω το στόμα του. Ήταν και άλλος ένας στρατονόμος μέσα, ο Κεχαγιάς. Οι αντιδράσεις του Μουστακλή δεν ήταν πολύ έντονες, ο ξυλοδαρμός διακόπτονταν κάθε τόσο και ο Σπανός ρωτούσε διάφορα πράγματα τον Μουστακλή, πληροφορίες, δεν θυμάμαι τι. Κάθε τόσο του έλεγε: «Μουστακλή, ξαναπέρασες από δω και μυαλό δεν έβαλες. Δεν θέλω να μου πης τίποτα τώρα, αλλά θέλω να σου δώσω ένα μάθημα, για να ακούς ΕΣΑ και να τρέμης».

Μετά από ένα διάστημα ο Σπανός μάς διέταξε να βγούμε έξω και έμεινε μόνος με τον Μουστακλή. Ύστερα από μέρες έμαθα ότι το άτομο αυτό είχε μεταφερθή στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο σε αφασία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Χτυπούσε ο Γκουντέβας εκεί που του έλεγε ο Σπανός;

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Ναι, του έλεγε να κτυπά από τη μέση και κάτω και ιδίως στα πόδια.

ΠΡ.: Τον χτύπησε ψηλά;

ΚΑΤ.: Όσο είδα εγώ, όχι.

ΠΡ.: Τον χτύπησε και κοντά στους όρχεις;

ΚΑΤ.: Τέτοιο χτύπημα δεν αντελήφθην. Τον χτυπούσε μάλλον στην εξωτερική πλευρά του σώματος και προς τα πλάγια.

ΠΡ.: Τι ακριβώς έλεγε ο Σπανός στον Γκουντέβα;

ΚΑΤ.: Του έλεγε «χτύπα τον προς τα κάτω και εκεί που σου είπα».

ΠΡ.: Τι έκανε ο Μουστακλής;

ΚΑΤ.: Έβγαζε κραυγές.

ΠΡ.: Τι ώρα ήταν;

ΚΑΤ.: Μεσημέρι.

ΠΡ.: Είσαι βέβαιος για τον Γκουντέβα;

ΚΑΤ.: Ναι, και για τον Γκουντέβα και για τον Σπανό. Αμφιβάλλω αν ήταν ο Χατζηζήσης ή ο Νικολόπουλος.

ΠΡ.: Την ώρα που του κρατούσες κλειστό το στόμα, ο Μουστακλής έκανε κινήσεις ν’ αντιδράση;

ΚΑΤ.: Όχι, γιατί ο Κεχαγιάς τού κρατούσε τα χέρια πίσω απ’ την καρέκλα.

ΠΡ.: Τα χτυπήματα του Γκουντέβα ήταν δυνατά;

ΚΑΤ.: Τα συνηθισμένα.

ΠΡ.: Συνηθισμένα από συνηθισμένα, έχει διαφορά εκεί πέρα. Όταν γύρισες την άλλη μέρα, πέρασες από το κελλί ξανά;

ΚΑΤ.: Όχι.

ΠΡ.: Δεν είχες την περιέργεια να μάθης τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος;

ΚΑΤ.: Όχι.

[…]

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Όταν φύγατε από το κελλί, ο Μουστακλής είχε ακόμη τις αισθήσεις του;

ΚΑΤ.: Ναι, τις είχε.

ΕΠ.: Για να κρατάτε το στόμα του, θα πη ότι δεν φώναζε απλώς, αλλά κάτι περισσότερο, ούρλιαζε δηλαδή.

ΚΑΤ.: Μάλιστα.

ΕΠ.: Με ποιο χέρι του κρατούσατε το στόμα;

ΚΑΤ.: Με το δεξί.

ΕΠ.: Το αριστερό πού ήταν;

ΚΑΤ.: Πουθενά.

ΕΠ.: Ο Μουστακλής δεν μπορεί να μην είχε αντίδραση.

ΚΑΤ.: Δεν ήταν έντονη.

ΕΠ.: Το κεφάλι του, πάντως, το είχατε ακινητοποιήσει.

ΚΑΤ.: Ναι.

ΕΠ.: Μετά δεν ρωτήσατε για την τύχη του;

ΚΑΤ.: Δεν ήθελα να ρωτήσω, μήπως το πη κάποιος στον Διοικητή και βρω τον μπελά μου.

ΕΠ.: Μου λέτε ότι ο Σπανός τον ρωτούσε για διάφορες πληροφορίες. Πώς θ’ απαντούσε, αφού του κρατούσατε το στόμα;

ΚΑΤ.: Σταματούσαμε πότε-πότε.

Σε φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 19 Αυγούστου 1975, είχαν δημοσιευτεί τα πρακτικά της συνεδρίασης του Διαρκούς Στρατοδικείου που είχε πραγματοποιηθεί την προτεραία, 18η Αυγούστου. Εκεί είχε καταθέσει, με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση, η ιατρός Χριστίνα Μουστακλή, η σύζυγος του βασανισθέντος ταγματάρχη:

[…]

Πήγαμε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Για μένα οι διάδρομοι ήταν πελώριοι και ατέλειωτοι. […] Μπήκα στο δωμάτιο του συζύγου μου, το οποίο ήταν στο Ψυχιατρικό Τμήμα, με τον αριθμό «23». Βεβαίως, όταν έκλεισε η πόρτα, το θέαμα ήταν κάτι φρικτό. Δεν έβλεπα τον άνδρα μου, αλλά ένα φάντασμα. Έναν άνθρωπο-φυτό. Έναν άνθρωπο σε φρικτή κατάσταση, με ημιπληγικό προσωπείο. Προσπάθησα να συγκρατηθώ. Ο ίδιος με αναγνώρισε, αν και μου είχαν πη στον διάδρομο ότι μπορούσε να μη με αναγνωρίση και όλα αυτά τα σχετικά με την αναπηρία του, που θα τον ακολουθούσε σ’ όλη του τη ζωή.

Τότε δεν άντεξα και ξέσπασα όλη την οργή μου στον γιατρό Δαβαρούκα. Διότι πια μπαίνοντας σε νοσοκομείο αισθανόμουν ότι βρίσκομαι κάπου αλλού και όχι στην ΕΣΑ. Περίμενα από γιατρούς και συναδέλφους να δω κάτι διαφορετικό. Δεν περίμενα ότι μετά από 48 μέρες θα με καλούσαν για να συναντήσω ένα σωστό πτώμα.

[…]

Ο γιατρός Δαβαρούκας μού είπε ότι δεν πρέπει να απευθύνομαι σ’ αυτόν, γιατί δεν ήταν αρμόδιος, και μου έδειξε τον γιατρό Κόφα. Κι αν ήθελα να ξεσπάσω τα νεύρα μου και τον πόνο μου, θα έπρεπε να απευθύνομαι στην ΕΣΑ.

Μου άνοιξε και μου έδειξε τις πληγές που έκαναν στον άντρα μου. Δύο πελώρια τραύματα, ένα στη δεξιά πτέρνα και ένα στον δεξιό ώμο. Μου εξήγησε ότι είναι από την κατάκλιση. Δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό. Ο γιατρός Δαβαρούκας μού συνέστησε να κάνω κουράγιο.

[…]

Όταν για λίγη ώρα μείναμε μόνοι με τον άντρα μου, από όσο μπορούσε να κινηθή και να καταλάβη, μου έκανε νόημα να τον ξεσκεπάσω και να τον δω. Εκτός από τα δύο τραύματα που είδα στην πτέρνα και το δεξιό ώμο, είδα τους μηρούς, τα ισχία, τους γλουτούς και τα γεννητικά του όργανα, τα οποία ήταν κατάμαυρα, παρ’ όλο που είχαν περάσει 48 ολόκληρες ημέρες. Προσπάθησε με νεύματα να μου δώσει να καταλάβω ότι όλα αυτά συνέβησαν γιατί δεν μίλησε.

Στη συνεδρίαση της 18ης Αυγούστου είχε κληθεί να καταθέσει και ο ίδιος ο Μουστακλής, ο οποίος το έπραξε ως ακολούθως:

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κυρία μάρτυς, φέρνετε τον σύζυγό σας να καταθέση; Να ησυχάση και εκείνος;

Η κ. Μουστακλή πλησιάζει τον σύζυγό της, αλλά ο τελευταίος την προλαβαίνει, προχωρεί μόνος του, κλονιζόμενος, προς το βήμα. Ο Μουστακλής κάθισε μετά σε μια καρέκλα και, σηκώνοντας το αριστερό του χέρι σφιγμένο σε γροθιά, άρχισε με χειρονομίες να περιγράφη πώς τον χτυπούσαν. Λίγο πιο κάτω, στο ακροατήριο, ο βουλευτής κ. Μήνης ξεσπά σε κλάματα, ενώ ταυτόχρονα κρύβει το πρόσωπο στα χέρια του για να μη βλέπη. Ο Μουστακλής συνεχίζει τις χειρονομίες και αρχίζει να βγάζη τη γραβάτα και το πουκάμισό του. Δείχνει τον δεξιό ώμο του στο δικαστήριο.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Σας χτυπούσαν;

Ο μάρτυς απαντά κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις και λέγοντας «Πατ-πατ», «μπαμ-μπουμ».

ΕΠΙΤΡ.: Στον λαιμό;

ΜΟΥΣΤΑΚΛΗΣ (με πνιγμένη φωνή): Ναι… ναι…

ΕΠΙΤΡ.: Να σταματήσουμε την εξέταση. Νομίζω ότι είναι αρκετά.

ΜΟΥΣΤΑΚΛΗΣ (θέλοντας να συνεχίση): Ναι… ναι…

ΠΡ.: Με τι σας χτυπούσαν; Με τα χέρια; Με ξύλα;

Ο Μουστακλής προσπαθεί να απαντήση, αλλά αντί να αρθρώση λέξη βγάζει πνιχτές κραυγές.

ΕΠΙΤΡ.: Από δω και ύστερα υπάρχει κίνδυνος λάθους. Δεν μπορεί να κάνη αναγνώριση. Οι αντιλήψεις του έχουν σταματήσει στο ξύλο. Παρακαλώ, κυρία Μουστακλή, αν θέλετε να τον απομακρύνετε, για να μην ταραχθή. Κάθε φορά που θα ακούη να καταθέτουν, θα διεγείρεται.