Μαρία Πολυδούρη: Ο απότομος και δυνατός κυματισμός του πάθους
Η μούσα του έρωτος και του θανάτου
- «Στην Τριχωνίδα τέτοιοι σεισμοί έχουν συνέχεια - Χρειάζεται επιτήρηση» - Λέκκας για δόνηση στο Αγρίνιο
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
- Μέχρι πότε η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας – Δεν θα δοθεί παράταση, τι ισχύει για τα πρόστιμα
Η Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια και πεζογράφος της λεγόμενης «γενιάς του Καρυωτάκη» (άλλως πως της Γενιάς του ’20), έφυγε από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Την επομένη του θανάτου της μια στήλη της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», στην τρίτη σελίδα, ήταν αφιερωμένη στην πρόωρα χαμένη λογοτέχνιδα. Εκεί αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής:
Ο θάνατος αυτός, όσο θλιβερός και αν είνε, γιατί παίρνει μία νέα στην άνθησι της ζωής της και μας στερεί μιας μοναδικής ποιητρίας, που έβαλε τις ωραιότερες και τις πιο ξεσχιστικές κραυγές για την άπονη μοίρα της στη ζωή και στον έρωτα, έρχεται σαν μία ευλογία. Ο Μαίτερλιγκ είπε κάπου ότι ο θάνατος είνε ο μέγας παραγνωρισμένος. Αποδίδουμε σ’ αυτόν την τραγικότητα και τους πόνους της αρρώστειας, ενώ αυτός έρχεται ν’ απλώση την μαρμαρώδη γαλήνη του στο πρόσωπο που συνέσπασε οδυνηρά η ζωή και να σκεπάση με τον πέπλο του μυστηρίου και της σιωπής τις αθλιότητές της. Η ζωή είχε πληγώση βαθύτατα την Μαρίαν Πολυδούρη. Ήταν από τις υπάρξεις εκείνες που γεννιούνται, θάλεγε κανείς, σημαδεμένες για να υποφέρουν. Ό,τι αγάπησε, η ζωή τής το στέρησε. Πλασμένη με μία ψυχή δονούμενη και γεμάτη πάθος, εγνώρισε την μακρά και ύπουλη αρρώστεια που δεν πεθαίνει τον άνθρωπο αμέσως, σαν ένα δέντρο που το χτυπάει ο κεραυνός, αλλά κάθε ημέρα. Τα τραγούδια που έγραψε απηχούν την φρίκη του αργού αυτού και πένθιμου θανάτου ― και την παροξυστική της λύπη για την καθημερινή αυτή διαφυγή της ζωής. Όνειρα, αγάπη, μεθύσι της ζωής ― όλα η αρρώστεια τής τα είχε στερήση. Μάταια έτεινε τα χέρια της προς την ζωή και την αγάπη και τις εκάλεσε με σπαραχτικές κραυγές. Η ζωή και η αγάπη την είχαν εγκαταλείψη. Κουρασμένη να τις καλή, είχε ρίξη στο μαξιλάρι του πόνου της το κεφάλι που έκαιε ο πυρετός και είχε στυλώση τα μάτια της με μία μαγνητισμένη προσήλωσι προς τα εκεί απ’ όπου θαρχότανε Εκείνος ο οποίος θα της έδινε την γαλήνη «που η ζωή είχε διαταράξη». Όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες η Μαρία Πολυδούρη περίμενε τον θάνατο σαν μια μεγάλη νύχτα.
Λίγους μήνες πριν από το θάνατο της Πολυδούρη ο Κώστας Ουράνης, ο κατεξοχήν κοσμοπολίτης ποιητής της γενιάς του, είχε γράψει στο «Ελεύθερον Βήμα» για εκείνη, για το έργο της και την προσωπικότητά της, για τον αργό και βασανιστικό θάνατό της. Τα δύο κείμενά του, υπό το γενικό τίτλο «Η ποιήτρια του έρωτος και του θανάτου», είχαν δημοσιευτεί στα φύλλα της 26ης και της 27ης Ιανουαρίου 1930 αντίστοιχα.
Στο πρώτο εξ αυτών, όπου γινόταν αναφορά στις ποιητικές συλλογές της Πολυδούρη «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929), ο Ουράνης σημείωνε τα ακόλουθα:
[…]
Το «μήνυμα» της Μαρίας Πολυδούρη πρόφτασε ν’ αγγίξη εγκαίρως τ’ ακρογιάλια των ανθρώπων. Εγκαίρως ― για να μάθουμε ότι στο κτηνώδες μεταπολεμικό σήμερα των υλικών φροντίδων και αγώνων αγωνιά, κάπου μακρυά από μας, η ψυχή της αιωνίας Ποιήσεως, χτυπημένη βαρειά κι’ εγκαταλειμμένη. Έτσι καθώς μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, οι στίχοι της έχουν την τραγικότητα και την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου.
[…]
Δεν είνε μια ποιήτρια που τραγουδάει· είνε μια φτωχή ανθρώπινη ψυχή που κραυγάζει προς εμάς από τον βυθό της ανθρώπινης απελπισίας.
[…]
Η νέα αυτή, καρφωμένη σ’ ένα κρεββάτι αρρώστειας και πόνου, κλαίει μιαν αγάπη που έχασε, κλαίει τη νεότητα και την ομορφιά της που μαράθηκαν, αλλά τα κοινά αυτά θέματα, με τον σπαραγμό που εκφράζονται και το βάθος του πόνου που απηχούν, ξεπερνάν την ατομική αυτή περίπτωσι, την ίδιαν αυτήν ― και το παράπονό της ενώνεται με το αιώνιο παράπονο της ανθρωπότητος κάθε φορά που αντικρύζει την παγερή εκμηδένισι του θανάτου.
[…]
Έγραψε τα τραγούδια της ακριβώς όπως θα μιλούσε στον νεκρόν αγαπημένο της, σκυμμένη πάνω από το πτώμα του, τις στιγμές εκείνες που δεν αναμένει κανείς πια τίποτα, που δεν ξεύρει τίποτα, αλλά που μιλάει, μιλάει, χωρίς ειρμό, χωρίς έννοια κάποτε, σιγανά και μονότονα ― για να νανουριστή από την ίδια του τη φωνή και να μη σκέπτεται πια, να μην πονάη πια.
[…]
Αυτή της η ιδιοσυγκρασία να δονήται μέχρι του παροξυσμού και να δίνεται ολοκληρωτικά στην αγάπη και τη ζωή, την έκανε, στη δυστυχία της, να εγγίση και τον πυθμένα του πόνου. Και στη μία περίπτωσι και στην άλλη εστάθηκε μια passionnée. Γι’ αυτό και οι στίχοι της δεν είνε, όπως σ’ άλλους, η προέκτασι της ψυχής της, αλλά το ξεχείλισμά της. Όταν η αρρώστεια την έρριξε στο κρεββάτι του πόνου, οι στάσεις της απέναντι της σκέψεως του θανάτου διετήρησαν την ίδια έκφρασι της παραφοράς που έδειξε στη ζωή. Η διαμαρτυρία της γι’ αυτόν ή η απαντοχή του, το νοσταλγικό της κλάμα για τα περασμένα ή ο θρήνος της για τον χαμό της, έχουν πάντα τον απότομο και δυνατό κυματισμό του πάθους.
[…]
Πονεμένη αδελφή του Ρώμου Φιλύρα και του Καρυωτάκη, η Μαρία Πολυδούρη είνε, σαν κι’ αυτούς, μια νικημένη της ζωής που η ήττα της έγινε ο φωτοστέφανός τους. Στο γυρτό από τον μάταιο αγώνα μέτωπό τους η Ποίησις πέρασε απαλώτατα το χέρι της κι’ η μαγική της επαφή τούς μετουσίωσε σε κάτι «το παράξενο και το μεγάλο» και τους έδωσε μία ιερότητα που τους κατέστησε ξεχωριστούς μέσα σ’ όλους μας. Μέσα στην δυστυχία τους εστάθηκαν οι πιο ευτυχισμένοι, γιατί από τα χείλη τους εβγήκαν αρμονίες, οι οποίες θα παραμείνουν διάχυτες και όταν αυτοί δεν θα υπάρχουν πια ― όπως μένη ακόμα διάχυτο ένα μυστικό άρωμα κι’ αφού τα ρόδα του φθινοπώρου πέσουν χτυπημένα από τον άνεμο «τον γεμάτο βροχή και θάνατο…»
Στο δεύτερο κείμενό του ο Ουράνης έκανε λόγο για την επίσκεψή του στο σανατόριο της «Σωτηρίας», όπου νοσηλευόταν η Πολυδούρη:
Η Μαρία Πολυδούρη, η μούσα του έρωτος και του θανάτου, για τα πονεμένα τραγούδια της οποίας έγραφα χθες το θαυμασμό μου, κείται, μακρούς τώρα μήνες, σ’ ένα κρεββάτι του φθισιατρείου της «Σωτηρίας». Από κει ―από τόσο κοντά στην πόλι και από τόσο, μαζί, μακρυά― ο άνεμος έφερε τους αντιγόνειους γόους της για τον χαμό της…
Μερικοί άνθρωποι που τους ακούσαμε, και συγκινηθήκαμε, πήγαμε, σαν σε προσκύνημα, προς την μοναξιά της. Ήταν ένα ηλιόφωτο και κρύο μαζί αθηναϊκό απομεσήμερο.
[…]
Ο διευθυντής είχε ένα ύφος καλό, γλυκό, κάπως αποσπασμένο από τον κόσμο. Όταν τον ρωτήσαμε για την Μαρία Πολυδούρη, δεν ήξευρε να μας πη πολλά πράγματα. Δεν την είχε προσέξη ιδιαιτέρως μέσα στους χίλιους αρρώστους του. Ήξευρε μόνο πως ευρισκόταν στο φθισιατρείο από ενός χρόνου, ίσως και περισσότερο, δεν θυμότανε καλά, κι’ ότι ως άρρωστη δεν υπήρξε «φρόνιμη». Δεν είχε ακολουθήση συστηματική θεραπεία, δεν υπήκουε σε συμβουλές… Όσο για ποιήματα, ναι, είχε ακούση πως έγραφε ποιήματα, αλλ’ αυτός δεν είχε διαβάση τίποτα. Ήσαν τόσο καλά; Μπα… Κι’ εμειδίασε με καλωσύνη ― και αδιαφορία…
[…]
Όταν εκφράσαμε στον διευθυντή την επιθυμία να ιδούμε την άρρωστή του, επροθυμοποιήθη να μας συνοδεύση. Ξαναπερνώντας τους πλατείς έρημους δρόμους του πάρκου, καταλήξαμε ύστερα από λίγα λεπτά σ’ ένα περίπτερο τρίτης θέσεως, ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο η Μαρία Πολυδούρη μοιράζεται με μιαν άλλη άρρωστη.
[…]
Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο… Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δύο μονά σιδερένια κρεββάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες ― αυτό ήταν όλο. Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεββάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. Και σ’ ένα από τα δύο κρεββάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη σαν για μιαν αναμονή, μία νέα κόρη που θα ήταν άλλοτε ένα άνθος ζωής και ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειάν εξάντλησι ― μας κύτταζε με δύο μεγάλα μαύρα μάτια, τα οποία, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της, έλαμπαν από τον πυρετό σαν δύο κάρβουνα. Η αρρώστεια την είχε αδυνατίση και συμπτύξη έτσι που το κορμί της ήταν σαν ένα κορμάκι μικρής κόρης ― τόσο που διερωτάτο κανείς πώς ένας τόσο μεγάλος και δυνατός πόνος, ως αυτός που σφαδάζει στα τραγούδια της, μπόρεσε και χώρεσε σ’ ένα τόσο μικρό και αδυνατισμένο κορμί…
[…]
Της εδώσαμε τα λουλούδια μας, της είπαμε τον θαυμασμό μας, της προσφέραμε την αδελφική μας φιλία. Ευχαριστήθηκε άραγε απ’ όλα αυτά; Έδωσε τουλάχιστον καμμιά προσοχή; Δεν ξεύρω… Δεν ξεύρω… Μας κύτταζε με τα φλογερά της μάτια, ο μορφασμός της πικρίας είχε σφραγίση μ’ επτά σφραγίδες τα χείλη της ― και δεν έλεγε τίποτα… Ανέπνεε όπως ένα λαβωμένο πουλί μέσα στη φούχτα του κυνηγού, έβηχε κάποτε με κόπο ― και δεν έλεγε τίποτα…
[…]
Τι να σκεπτότανε, βλέποντάς μας όρθιους, αδέξιους και σιωπηλούς μπροστά της να της προσφέρουμε θαυμασμό και φιλία, αυτή που είχε ξεπεράση πια κάθε ανάγκη, που είχε ξεπεράση κι’ αυτόν ακόμα τον πόνο της και που η αρρώστεια την έκανε έτσι ελαφριά, ώστε και ζωντανή ακόμα να αιωρήται στην ανυπαρξία;
«Το σύμπαν κυματίζει έτσι απαλότατα.
Κάποια υμνωδία πλανιέται.
Μέσ’ στην ψυχή μου μια γλυκειά κατάνυξι
Σαν ν’ αφυπνιέται.
Δεν ξέρω πια τι νάναι, τίνος μήνυμα,
τι νοσταλγία πάλι.
(Τα ξέχασα όλα, πρώτη εγώ εγκατέλειψα
τη μάταιη πάλη).
Απόψε, όπως σιγούν όλα παράξενα,
μια προσδοκία τα πνίγει.
Αχ, ας μη μάθω τίνος είνε μήνυμα
κι’ ως ήρθε, ας φύγη…»
[…]
Την αποχαιρετίσαμε ― κι’ έμεινε μόνη με τα λουλούδια που της είχαμε πάη, με τη δερμάτινή της παιδική κούκλα ενός πιθήκου κρεμασμένη σα φόβητρο στον τοίχο, με τη σιωπή της και το βύθισμα των οραμάτων της. Μόνη με την γρήγορη σαν λαβωμένου πουλιού αναπνοή της, με τον πυρετό της και την πένθιμη αναμονή της. Κι’ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαιναν, μαζί με το χειμωνιάτικο κρύο, και οι πρώτες σκιές του δειλινού…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις