Πανεπιστημιακές διαδρομές της Νεοελληνικής Φιλολογίας
Μία πρόσφατη έκδοση εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο σε μια κρίσιμη τεσσαρακονταετία
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Ένα κρίσιμο κενό ήρθε να καλύψει το βιβλίο της Βενετίας Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο. Η συγκρότηση της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις
Είναι το κενό που αφορά τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο σταδιακά συγκροτήθηκε αυτό που σήμερα θεωρούμε επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας σε μια κρίσιμη περίοδο που ορίζεται από δύο συμβολικά όρια, τον διορισμό του Γεωργίου Ζώρα στην αντίστοιχη έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1942 και το θάνατο το 1982 των δύο καθηγητών που κατεξοχήν σφράγισαν μεταπολεμικά αυτό το αντικείμενο, του ίδιου του Ζώρα και του Λίνου Πολίτη.
Η μελέτη της Αποστολίδου επικεντρώνει στις δύο βασικές Φιλοσοφικές Σχολές, αυτή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αυτή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μόνο παρεμπιπτόντως σε αυτή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Μεθοδολογικά εξετάζει ακριβώς την εκλογή των βασικών καθηγητών σε αυτό το αντικείμενο, τις αντιπαραθέσεις που υπήρξαν σε ορισμένες περιπτώσεις γύρω από αυτές τις εκλογές, αλλά και τις διαδρομές και το έργο των συγκεκριμένων καθηγητών. Επιπροσθέτως εξετάζει και μια σειρά από διδακτορικές διατριβές που υποστηρίχτηκαν σε αυτή την περίοδο.
Η Αποστολίδου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ, έχει κάνει σημαντική αρχειακή δουλειά, αξιοποιώντας τα καταγεγραμμένα πρακτικά των συνεδριάσεων και τις εισηγητικές εκθέσεις, πέραν βεβαίως της εποπτείας που η ίδια έχει ως μία εκ των σημαντικότερων ειδικών στη Νεοελληνική Λογοτεχνία στη χώρα μας. Καταγράφει ουσιαστικά τη δύσκολη ανάδυση μιας επιστήμης που είχε να αντιμετωπίσει αρκετά «επιστημολογικά εμπόδια» στη διαδρομή της: την ταύτιση (ή τον εναγκαλισμό) με τη λογοτεχνική κριτική που δεν επέτρεπε τη συστηματική και επιστημονική διερεύνηση, την κληρονομημένη από την Κλασσική Φιλολογία αντίληψη ότι βασικό έργο της είναι η φιλολογική αποκατάσταση κειμένων, τη δυσπιστία απέναντι σε πιο θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως και διάφορες εκδοχές πολιτικού και ιδεολογικού συντηρητισμού (συμπεριλαμβανομένου και του ενεργού για αρκετόν καιρό «γλωσσικού ζητήματος») που δεν ήταν άσχετες με τις συνολικότερες ιστορικές εξελίξεις στη χώρα (ας μην ξεχνάμε και τα πλήγματα που δέχτηκαν οι Φιλοσοφικές Σχολές από τις απολύσεις δημοκρατικών πανεπιστημιακών από τη Χούντα).
Οι πανεπιστημιακοί που σφράγισαν τη Νεοελληνική Φιλολογία
Με αυτόν τον τρόπο η Αποστολίδου κατορθώνει να αναδείξει την πολλαπλή σημασία που είχαν μια σειρά από πανεπιστημιακοί που με το έργο τους σφράγισαν αυτό το αντικείμενο και σε μεγάλο βαθμό όρισαν και τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται ευρύτερα η νεοελληνική λογοτεχνία.
Γιατί έργο πανεπιστημιακών όπως ο Λίνος Πολίτης (ο άνθρωπος που όρισε για μεγάλο διάστημα όρισε το ίδιο το αντικείμενο της Νεοελληνικής Φιλολογίας), ο Γ.Π. Σαββίδης, ο Παναγιώτης Μουλλάς, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού για να αναφερθούμε σε μερικές μόνο περιπτώσεις που εξετάζει η Αποστολίδου, δεν αφορούσε μόνο την ίδια τους την ερευνητική παραγωγή. Ήταν, ταυτόχρονα, κομβικό για τη διαμόρφωση της σχέσης με τη νεοελληνική λογοτεχνία χιλιάδων αποφοίτων των φιλοσοφικών σχολών αλλά και ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού που διάβασε τις εκδόσεις που επιμελήθηκαν ή τις εισαγωγές και τα άρθρα που συνέγραψαν, σε εποχές μάλιστα που αυτό γινόταν και μέσα από πιο μαζικής απήχησης έντυπα. Συνέβαλαν έτσι σε μια κοινώς απoδεκτή εκδοχή λογοτεχνικού «γούστου» όπως και στη διαμόρφωση πλευρών ενός λογοτεχνικού «κανόνα».
Αυτό που δείχνει η Αποστολίδου είναι ακριβώς ότι όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητα πάντα. Εξ ου και οι κατά καιρούς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, μια διαδρομής αντιφατικής και συχνά διακυβευόμενης.
Την ίδια στιγμή προφανώς και αναδεικνύονται και τα όρια που είχαν εκείνες οι προσεγγίσεις, κυρίως ως προς το ερώτημα της θεωρίας που σταδιακά θα αποκτήσει ολοένα και μεγαλύτερη σημασία καθώς από τη δεκαετία του 1970 και μετά θα έρθουν στην Ελλάδα τα αποτελέσματα της μεταπολεμικής έκρηξης της λογοτεχνικής θεωρίας. Μια έκρηξη της θεωρίας που σταδιακά θα οδηγήσει στο επόμενο μεγάλο κύμα ανανέωσης των νεοελληνικών και λογοτεχνικών σπουδών στη χώρα μας.
Όποια ή όποιος έχει περάσει από αμφιθέατρο Φιλοσοφικής Σχολής σε κάπως περασμένες δεκαετίες πέραν όλων των άλλων, πέραν μιας ορισμένης συγκίνησης που θα αισθανθεί επιστρέφοντας στις συζητήσεις και τους δασκάλους που συνέβαλαν στην παιδεία του, θα δει και διάφορες ενδιαφέρουσες ιστορικές λεπτομέρειες που όντως συγκεφαλαιώνουν μια ορισμένη συνθήκη. Ως πτυχιούχος του Καποδιστριακού ας σταθώ σε μία. Κατά μία εκλογή στη Φιλοσοφική Αθηνών το 1978, η εισηγητική επιτροπή διχάζεται: «οι Λιβαδάρας και Κομίνης πρότειναν τον Μητσάκη, ενώ ο Σκιαδάς πρότεινε τον Βελουδή», γράφει η Αποστολίδου. Μια υποσημείωση ίσως στην ιστορία που όμως συμπυκνώνει ταυτόχρονα τα προβλήματα (ο Βελουδής δεν θα εκλεγεί και η εξαιρετική του σταδιοδρομία θα είναι στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) αλλά και υπογραμμίζει ότι η οξυδέρκεια του Αριστόξενου Σκιαδά (σημαντικού αρχαιοελληνιστή, η σταδιοδρομία του οποίου διακόπηκε από την αρρώστια) δεν περιοριζόταν μόνο στο αντικείμενό του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις