Ο πόλεμος επέστρεψε για τα καλά στην Ευρώπη. Και άπαντες συμφωνούν ότι ήρθε για να μείνει. Με την επιστροφή του κατέρρευσαν και οι γενικευμένες ψευδαισθήσεις μιας ολόκληρης περιόδου, από την ώρα που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου μέχρι σήμερα. Και πλέον, η μία μετά την άλλη, μία σειρά από χώρες της Ευρώπης, με πρώτη τη Γερμανία η οποία προχωρά σε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σπεύδουν να ενισχύσουν τις ένοπλες δυνάμεις τους. Παρά το κόστος. Και παρά την ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία που επέβαλε σε όλους, ακόμα και στα πιο πλούσια κράτη, η πανδημία. Μόνο οι τυφλοί δεν βλέπουν ότι έχουμε πλέον εισέλθει σε μία νέα εποχή κινδύνου, όπου ουδέν είναι δεδομένο.

Βέβαια, στην ελληνική περίπτωση, όποιος δεν ήθελε να κλείνει τα μάτια και να μετατρέπει τις φρούδες ελπίδες σε φαντασιακά δόγματα, όλα αυτά τα ξέρει από πολύ καιρό. Η Ελλάδα είναι ο αποδέκτης της συνεχούς επιθετικότητας της άλλης βίαια αναθεωρητικής χώρας που βρίσκεται στα σύνορα της Γηραιάς Ηπείρου. Η Τουρκία, όπως και η Ρωσία, είναι οι μοναδικές χώρες της περιοχής που δεν αναγνωρίζουν τίποτα από όσα συνθέτουν την αντίληψη του δυτικού κόσμου για τις διεθνείς σχέσεις. Γράφουν το διεθνές δίκαιο στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, η υπογραφή τους σε διεθνείς συμβάσεις δεν έχει την παραμικρή αξία, η απειλή και, εν τέλει, η χρήση των όπλων, είναι το κύριο μέσο που θεωρούν κατάλληλο για την επίτευξη του αναθεωρητισμού τους. Τον οποίο όχι απλώς δεν κρύβουν, αλλά διαφημίζουν. Ολα αυτά άλλωστε, συνοδεύονται και από το γεγονός ότι είναι και οι δύο τύποις δημοκρατίες, αλλά, επί της ουσίας, αυταρχικά καθεστώτα. Δικτατορίες. Και όπως ενεργούν στο εσωτερικό εναντίον των αντιπάλων του «καθεστώτος», έτσι κάνουν και στο εξωτερικό, εναντίον των κρατών που επιβουλεύονται.

Φυσικά, αντιστοιχίσεις στρατιωτικής ισχύος δεν υπάρχουν: η Τουρκία δεν είναι Ρωσία, όσο κι αν θα το ήθελε. Και η Ελλάδα δεν είναι Ουκρανία. Η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις δύο χώρες είναι εντελώς διαφορετική. Η Αγκυρα γνωρίζει πολύ καλά ότι αν επιχειρήσει να προχωρήσει σε στρατιωτική επιχείρηση εις βάρος της Ελλάδας, ο κίνδυνος που θα αναλάβει μπορεί να αποβεί μοιραίος για την ίδια. Αυτή είναι η πραγματικότητα, η οποία μάλιστα ενισχύεται αποφασιστικά και μετά τις μείζονες εξοπλιστικές αποφάσεις που έφεραν ήδη στην Ελλάδα τα πρώτα γαλλικά Ραφάλ και που οδήγησαν στην παραγγελία των νέων φρεγατών Μπελαρά, και μάλιστα, στο πλαίσιο μιας πολύ σημαντικής συμφωνίας αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει γίνει ο αποδέκτης πολύ σημαντικής δωρεάν βοήθειας στρατιωτικού υλικού που έχει ήδη κατευθυνθεί στα νησιά και στον Εβρο από τα προς απόσυρση αποθέματα του αμερικανικού στρατού. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ελληνική αμυντική μηχανή σήμερα δεν έχει σχέση με εκείνη που υπήρχε μόλις πριν από λίγα χρόνια. Κάτι που, ήδη με τα υποβρύχια, θα είχε αποδειχθεί πικρά για τους Τούρκους το πρόσφατο καλοκαίρι στο παιγνίδι τους με τα ερευνητικά σκάφη αν υπήρχε κλιμάκωση. Και το γνωρίζουν.

Προχθές, οι τουρκικές προκλήσεις εκτοξεύθηκαν σε πρωτοφανές επίπεδο. Ποσοτικά και ποιοτικά. Η Αγκυρα σαφώς ενθαρρύνεται και από τον πόλεμο της Μόσχας. Η ελληνική αποφασιστικότητα, η ενίσχυση και ο διαρκής εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων είναι μονόδρομος. Δεν έχει σχέση με ιδεολογίες ή με κόμματα, ούτε με τις γνωστές ανοησίες δήθεν «προοδευτικού» χαρακτήρα που τόσα χρόνια περίπου μονοπωλιακά προβάλλονται, ότι υποτίθεται «σήμερα πια δεν γίνονται πόλεμοι». Γίνονται. Στην Ευρώπη. Από επιθετικά αναθεωρητικά κράτη που θέλουν να κάνουν τις αυτοκρατορίες. Με πολεμικές εμμονές. Και η μία εξ αυτών είναι δίπλα μας. Και ο επεκτατισμός της εις βάρος της Ελλάδας συνιστά την κύρια και πάγια, πολιτικά ομόθυμη, εθνική της εμμονή.