Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
weather-icon 21o
Νένα Μεντή: «Προτιμώ έναν ρόλο που θα τον φτιάξω η ίδια»

Νένα Μεντή: «Προτιμώ έναν ρόλο που θα τον φτιάξω η ίδια»

Η ηθοποιός μιλάει για τις δυσκολίες του επαγγέλματός της, για μεγάλους ρόλους, για αίσθημα και τεχνική, και για τους «Βρικόλακες» που θα ανέβουν το φθινόπωρο στο Εθνικό Θέατρο

Με πενήντα έξι χρόνια δουλειά σε οποιονδήποτε χώρο, δεν χρειάζεται να υπογραμμιστεί πόσο δύσκολη και απειλητική, ενδεχομένως, εσωτερικά, θα πρέπει να αισθάνεται ο καθένας την ώρα του απολογισμού. Φαίνεται όμως πως δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ηθοποιούς καθώς το θέατρο μοιάζει να «μαλακώνει», κατά έναν περίεργο τρόπο, το πέρασμα του χρόνου. Οταν ακούει κανείς τους ίδιους τους θεατρόφιλους να μιλάνε για παραστάσεις που είδαν πριν από τριάντα και σαράντα χρόνια, αντιλαμβάνεται γιατί ένας ηθοποιός μπορεί να θυμάται με νοσταλγία, αλλά χωρίς καμία αγωνία, σαν προχθεσινή ή χθεσινή ακόμη μια παράστασή του, πριν από πενήντα χρόνια. Οπως η σημερινή μας καλεσμένη, η Νένα Μεντή, όταν αναπολεί τον ρόλο της, ως «Χνούδι» στο «Πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη. Οσα «γιατροσόφια» κι αν επινοήσει κανείς για να συμφιλιωθεί με τον χρόνο, το θέατρο όπως και η ποίηση, και, γενικότερα, η τέχνη, παραμένει ο ασφαλέστερος τρόπος προκειμένου να το πετύχει.

Οσο και αν μια πλατύτατη γκάμα ποιημάτων και ποιητών από τον Κ.Π. Καβάφη και τον Γιώργο Σεφέρη ως τον Λάμπρο Πορφύρα και τον Μηνά Δημάκη φαίνεται να υπογραμμίζει το «ωραίο ταξίδι» που συνιστά το θέατρο, δεν παύει ο καθεαυτό εργάτης του, όπως η Νένα Μεντή, να «σκιαγραφεί» και τη «σκοτεινή» του πλευρά. «Κατ’ αρχάς βέβαια, το θέατρο είναι το «ωραίο ταξίδι» αλλά και ο καθημερινός, σκληρός αγώνας για τον επιούσιο. Πώς να το κάνουμε; Αν ο καλλιτέχνης, ο ηθοποιός στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει χρήματα από τον μπαμπά του, από το σπίτι του, από τον σύζυγό της, αν πρόκειται για γυναίκα, χρειάζεται για να επιβιώσει, και να επιβιώσει με αξιοπρέπεια, μέσα σε πολύ απαξιωτικές για τους εργαζόμενους καλλιτέχνες συνθήκες, να συμβιβαστεί και να κάνει πράγματα που δεν θα ήθελε να τα κάνει. Κι επιπλέον να βγει όσο γίνεται πιο αλώβητος, απ’ αυτή την περιπέτεια, αλλά και μάστορας της τέχνης του, γιατί αυτό ακριβώς είναι το θέατρο, μια μαστοριά. Προσωπικά, αν και έχω κάνει διάφορες ανοησίες – μιλώ για την τηλεόραση – κατάφερα να μη με έχουν «ρίξει», όπως δεν τις θυμάται και ο κόσμος που έρχεται και με βλέπει στο θέατρο και μ’ αγαπάει.

Πάντως, έτσι ή αλλιώς, δεν νιώθω να βαραίνει πάνω μου το σκοτεινό, το βασανιστικό ή το ταπεινωτικό κομμάτι του θεάτρου σε σχέση με το ευχάριστο, το φωτεινό. Είχα την τύχη να έχω έναν σπουδαίο πατέρα – και μητέρα επίσης – που του/τους οφείλω τον άνθρωπο που είμαι, ένας άνθρωπος σκεπτόμενος, με αξίες και πίστη στον εαυτό του. Πολύ σημαντικό αυτό, το να έχεις αυτοπεποίθηση, να μην αφήνεις τον καθένα να σου την κλονίζει. Στο θέατρο, κυρίως, που είναι μια δουλειά ανταγωνιστική πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες και, επομένως, το παιχνίδι της εξουσίας παίζεται σε απίστευτο βαθμό. Το θέατρο χρειάζεται κότσια. Και δεν μιλάω τόσο για τη μαστοριά και την τεχνική του ηθοποιού να χτίζει πράγματα πάνω στη σκηνή και να φτιάχνει ανθρώπους χρησιμοποιώντας πάντα τον εαυτό του. Μιλάω, κυρίως, όταν δεν έχει μία «πισινή» πρωτίστως οικονομική, όχι άνεση, αλλά μια σιγουριά, ότι παίρνει τέλος πάντων δύο ενοίκια, τότε χρειάζεται όχι απλώς να τρέξεις, αλλά να καλπάσεις. Κι αν συμβεί να πέσεις, να ξανασηκωθείς αμέσως. Είναι πολύ δύσκολο το επάγγελμα του ηθοποιού».

Αν και η ίδια η Νένα Μεντή διατείνεται πως δεν έχει παίξει τους πολύ μεγάλους ρόλους στο θέατρο, μια ακόμη και πρόχειρη αναδρομή σε όσους έχει ενσαρκώσει, από τις γυναίκες του Παπαδιαμάντη, τη μυθική για τη νεοελληνική γραμματεία «Φόνισσα», ως την Εκάβη στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, μαρτυρούν για το ακριβώς αντίθετο. «Κατ’ αρχάς το θέμα δεν είναι προσωπικό και νομίζω πως οφείλεται στον τρόπο που λειτουργούμε οι ηθοποιοί ως εργαζόμενοι καλλιτέχνες. Εννοώ όσον αφορά την επιβίωσή μας κι αυτό είναι κάτι που έχει σχέση με την τηλεόραση. Οταν ένας ηθοποιός του θεάτρου αναγκάζεται να παίξει στην τηλεόραση, για οικονομικούς λόγους, αυτόματα αρχίζει να κάνει, ασυνείδητα συχνά, μια έκπτωση στα πράγματα. Χρειάζεται να έχεις πολύ γερές αντιστάσεις ώστε να παραμένεις προσηλωμένος στο μεγάλο, στο κλασικό ρεπερτόριο.

Με λίγα λόγια έχει μειωθεί πολύ η ανάγκη των ηθοποιών να παίζουν τους μεγάλους ρόλους. Ευθύνεται γι’ αυτό πάρα πολύ και το κράτος, το υπουργείου Πολιτισμού, που δεν επιχορηγεί τα κρατικά θέατρα (το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ) με περισσότερα χρήματα ώστε να αμείβονται καλύτερα οι ηθοποιοί. Ακόμη και οι πρώτοι μισθοί στα θέατρα αυτά είναι ψιλοάθλιοι.

Ωστόσο υπάρχουν ηθοποιοί της γενιάς μας, μια γενιά μεγάλη πια σε ηλικία, με συνέπεια να έχουν πεθάνει πολλοί, που παραμένουν προσηλωμένοι σ’ ένα υψηλό ρεπερτόριο. Δεν είναι πολλοί, είναι λίγοι, και παίζουν τραγωδία, κλασικό θέατρο, αλλά και σύγχρονο θέατρο με έργα σπουδαίων συγγραφέων. Δεν μιλώ για τον τρόπο που τα παίζουν ή ποιες είναι οι παραστάσεις και πώς έχουν σκηνοθετηθεί, αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Προσωπικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου μια ηθοποιό που έχει κάνει ρεπερτόριο. Δεν έχω παίξει, δυστυχώς, μεγάλους ρόλους και λέω «δυστυχώς» γιατί αν τους έπαιζα μπορεί να ήμουν και καλή. Ωστόσο, αυτό που με ερέθιζε στο θέατρο ήταν οι μικροί ρόλοι, οι ρόλοι που θα κατάφερνα η ίδια να τους διαμορφώσω ώστε να φανούν ενδιαφέροντες. Οταν έκανα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, δεν τον είχα θεωρήσει έναν σπουδαίο ρόλο για μένα.

Για να πω την αλήθεια δεν ήξερα καν πού πατούσα. Αχαρτογράφητα νερά. Ομως η εποχή, η ατμόσφαιρα, τα τραγούδια, οι άνθρωποι, η Μικρασία, αισθάνθηκα να με κινητοποιούν. Θέλω να πω ότι προτιμώ να παίξω έναν ρόλο που δεν υπάρχει, που θα τον φτιάξω η ίδια, δηλαδή μια οποιαδήποτε γυναίκα, άσχετα αν είναι σημερινή, χθεσινή ή αυριανή».

«Η βαθιά μου αλήθεια»

Ωστόσο, παρά τα όσα ισχυρίζεται η Νένα Μεντή κι ένας τρίτος μπορεί να έχει μια «συνολικότερη» εικόνα για αυτήν σε σχέση με εκείνη που διατηρεί η ίδια για τον εαυτό της, υπάρχει μια «σύμπτωση» που δεν μπορεί να την εξηγήσει κανείς άλλος παρά μόνον η ίδια. Κι όταν λέμε «σύμπτωση» εννοούμε το «νήμα» που φαίνεται να συνδέει, μυστικά κυρίως αλλά και ορατά ενδεχομένως, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με την Εκάβη του «Τρίτου στεφανιού», τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, τη Σοφία Αποστόλου της Λούλας Αναγνωστάκη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τη γιαγιά του Μάνου Ελευθερίου στο έργο του «Ξένες πόρτες» και την κυρία Αλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ιψεν – την τελευταία, πρώτα ο Θεός, το φθινόπωρο στο Εθνικό Θέατρο: «Κατ’ αρχάς, μέσα στα χρόνια που έπαιζα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου – και ήταν αρκετά – άρχισα να καταλαβαίνω ότι έχω έναν τρόπο (θεατρικό; Υποκριτικό; Ως άνθρωπος;) να επικοινωνώ με τον κόσμο, και που είναι η βαθιά μου αλήθεια. Εναν τρόπο να μεταφέρω συγκίνηση στον κόσμο που δεν έχει σχέση με το σήμερα, αλλά με κάποιες ρίζες μας. Να βρίσκω δηλαδή την άκρη μιας μνήμης που θα την έλεγα συλλογική κι αναφέρεται σε κάποια πολύ παλιά χρόνια, όταν ζούσε, δηλαδή, η προπρογιαγιά μου.

Δεν είναι κάτι βαρύγδουπο αυτό που λέω. Κατάλαβα πως κάτι έχω (από το σπίτι μου; Από ακούσματα; Από ικανότητες ηθοποιού; Αυτό δηλαδή που λέμε «ταλέντο», αν και το αμφισβητώ σε πολύ μεγάλο βαθμό, όχι για μένα προσωπικά, αλλά για όλους τους ηθοποιούς, επειδή πιστεύω ότι στο θέατρο «παίζεται» κάτι άλλο πολύ σοβαρότερο). Τέλος πάντων μιλώ για όσους νοιαζόμαστε το θέατρο και το αισθανόμαστε σαν να είναι ο ναός μας, δεν το λέω με τη θρησκευτική έννοια, αν και με την έννοια αυτή μπορεί επίσης να εννοηθεί το θέατρο. Αρχισα λοιπόν ν’ ανακαλύπτω ότι κάτι μπορώ να μεταφέρω κι όχι να είμαι απλά μια ηθοποιός. Δεν λέω πως δεν ήμουν μια χαρά κι ότι δεν είχα παίξει πολύ ωραία πράγματα ως τη στιγμή που έγινε η «αποκάλυψη» αυτή.

Θέλω να θυμάμαι πάντα το «Χνούδι» στο «Πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη που άφησε εποχή στη Λάρισα. Πάντως δεν θεωρώ τυχαίο ότι την τελευταία δεκαπενταετία, από το 2007 ως σήμερα, έχω παίξει μόνο σε ελληνικά έργα. Ελληνική γλώσσα, ελληνική ιστορία, έλληνες «ήρωες», έλληνες συγγραφείς. Ανάμεσα στα πρόσωπα που αναφέρατε, θα συμπεριελάμβανα κι έναν μονόλογο του Θανάση Κοροβίνη, τη «Σύλβα». Καμία σχέση με την Ευτυχία ή με την Εκάβη, αλλά μια γυναίκα, επίσης, του τόπου μας. Πώς όμως φτάνουμε στους «Βρικόλακες» και στην κυρία Αλβινγκ; Πρόκειται για ένα έργο, τόσο για τον Σταμάτη Φασουλή όσο και για μένα, πολύ ιδιαίτερο που έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στην αγάπη μας και στη σχέση μας με το θέατρο. Οταν πηγαίναμε στη Δραματική Σχολή τη δεκαετία του ’60, το έργο αυτό δέσποζε στα Εθνικά Θέατρα. Το έπαιζαν συνεχώς η Κατίνα Παξινού με τον Αλέξη Μινωτή.

Το έργο αυτό το είχα δει εξήντα πέντε φορές. Οχι γιατί μου άρεσε πάρα πολύ – που μου άρεσε – αλλά γιατί έπαιζε εκεί ο πρώτος μου σύζυγος, ο Κώστας Στυλιάρης, έκανε τον Εγκστραντ. Κάθε φορά που πήγαινα να πάρω τον σύζυγό μου από το θέατρο, καθόμουν κι έβλεπα την παράσταση. Επομένως το έργο αυτό είναι πολύ φορτισμένο για μένα και για έναν ακόμη λόγο, γιατί έπαιζε η Κατίνα Παξινού. Μια ηθοποιός έξω από τα ανθρώπινα, δεν συγκρίνεται με καμία άλλη. Για να είναι ειλικρινής δεν ξέρω ακόμη πώς θα παίξω την κυρία Αλβινγκ. Δεν είχα καμιά «πετριά» να παίξω τον ρόλο αυτό, όμως το ίδιο το έργο – το πολύ σπουδαίο – αυτό καθεαυτό, το γεγονός ότι μου θυμίζει τα θεατρικά μου νιάτα και την ανεπανάληπτη Κατίνα Παξινού, όπως επίσης ότι θα συνεργαστώ με τον Σταμάτη Φασουλή που θα σκηνοθετήσει την παράσταση των «Βρικολάκων» (έχουμε μεγάλη «προϊστορία» με τον Φασουλή κι είναι γεγονός πως τα «βρίσκουμε» πολύ καλύτερα στη σκηνή απ’ ό,τι στη ζωή) με κάνουν να ανυπομονώ ώστε ν’ αρχίσουν μια ώρα νωρίτερα οι πρόβες. Πιστέψτε με δεν είναι ο μεγάλος ρόλος που με συγκινεί, είναι το έργο. Γιατί εμείς οι ηθοποιοί δεν παίζουμε έναν ρόλο, το έργο παίζουμε. Ο ρόλος ανήκει σ’ ένα έργο».

«Η γλύκα του θεάτρου»

Σχεδόν αναπόφευκτα στη συζήτηση μ’ έναν ηθοποιό και πολύ περισσότερο όταν φτάνει προς το τέλος της (η συζήτηση), αισθάνεσαι να στριμώχνονται πολλά ακόμη ερωτήματα, με κυρίαρχο το αν συγκινείται ή δεν συγκινείται ο ηθοποιός ερμηνεύοντας έναν ρόλο πάνω στη σκηνή: «Το αίσθημα, αυτό δηλαδή που βλέπει ο θεατής πάνω στη σκηνή, έναν ηθοποιό που δεν μπορεί να χειραγωγήσει τη συγκίνησή του, είναι κατά 80% τεχνική. Δεν σημαίνει όμως πως αυτό που παράγεται πάνω στη σκηνή δεν είναι γνήσιο. Δεν είναι όπως στη ζωή που μαθαίνεις πως πέθανε ο άνθρωπός σου και πηδάς από το μπαλκόνι. Στο θέατρο καταλαβαίνεις απολύτως τι κάνεις γιατί το κυρίαρχο δεν είναι το αίσθημα, είναι η δομή του ρόλου, η δομή του κειμένου.

Η τεχνική δεν είναι κάτι στείρο, είναι κάτι ζωντανό, πάλλεται. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγάλη γλύκα του θεάτρου. Να χτίζεις μια προσωπικότητα χωρίς να σε φθείρει η συμμετοχή σου στη διαδικασία αυτή, ως έναν βαθμό τουλάχιστον. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι δική μου, την έχω ακούσει από τους σπουδαίους δασκάλους μου στη Σχολή, την Παξινού, την Αννα Συνοδινού, τον Στέλιο Βόκοβιτς, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τον Αγγελο Τερζάκη. Αν και δεν παραδέχομαι τη θεατρική παιδεία, τις σχολές εννοώ, δεν σου μαθαίνουν τίποτε απολύτως. Αλλά με τους δασκάλους που ανέφερα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στην τεχνική, μην τη διαχωρίζουμε από το αίσθημα. Πάνε μαζί. Αν δεν έχεις τεχνική, δεν μπορείς να έχεις μέτρο στο αίσθημα. Διαφορετικά τι; Να βγούμε στη σκηνή και να κλαίμε για να συγκινήσουμε τον κόσμο; Οχι, βέβαια».

Must in

Το story του Λεσόρ μέσα από το ασθενοφόρο παρέα με τον γιο του (pic)

Το story του Ματίας Λεσόρ μέσα από το ασθενοφόρο κατά την διακομιδή του στο νοσοκομείο, παρέα με τον γιο του.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
Απόρρητο