2 Μαΐου 1919: Οι πρώτοι έλληνες στρατιώτες πατούν στα λευτερωμένα χώματα της Μικρασίας
Από το πολεμικό «Πατρίς» κατέβηκε ο πρώτος ηλιοκαμένος έλληνας τσολιάς κρατώντας ψηλά το κοντάρι με τη σημαία του ευζωνικού συντάγματος
- Δολοφονία σε ξενοδοχείο στην Καλαμάτα - Συνελήφθη ύποπτος
- Σε 20 χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε ο σύζυγος της Ζιζέλ Πελικό για βιασμούς - Ένοχοι οι 51 κατηγορούμενοι
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
Για τους Έλληνες της Σμύρνης η 2α Μαΐου 1919, μέρα της απόβασης του ελληνικού στρατού στην προκυμαία της, ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Ωραιότερη και από τις μέρες της γέννησης του Χριστού και του «Χριστός Ανέστη». Εκείνες επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, ενώ αυτή ήταν μία και μοναδική. Η περιούσια μέρα της φυλής. Η μέρα που ο Θεός θα μοίραζε «το μάννα εξ ουρανού» στους Έλληνες. Μόνο που αυτή τη φορά το μάννα ήταν η ελευθερία, κι αυτοί που το έφερναν για να το μοιράσουν ήταν οι Έλληνες μαντατοφόροι που θα έρχονταν από τη μεριά της θάλασσας. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς και με το πρώτο φως της μέρας οι Έλληνες της Σμύρνης ξεχύθηκαν σε δρόμους και πλατείες, καλύπτοντας το τεράστιο μήκος της προκυμαίας από την Μπέλλα Βίστα έως πολύ κάτω, στον νότο, με δάφνες, γαλανόλευκες σημαίες, λάβαρα, λουλούδια και τεράστιες φωτογραφίες του Βενιζέλου. Ήταν μια υποδοχή χαράς και ευγνωμοσύνης προς τους Έλληνες μαχητές, και ιδίως τους φουστανελάδες του Σταυριανόπουλου, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες που θα πατούσαν στα λευτερωμένα χώματα της Μικράς Ασίας.
Με το πρώτο γλυκοχάραμα, και ενώ όλη σχεδόν η Σμύρνη είχε καταληφθεί από «εθνική παραφροσύνη», τα ελληνικά οπλιταγωγά άρχισαν να μπαίνουν στο λιμάνι της προαιώνιας ελληνικής πολιτείας και να αποβιβάζουν μέσα σε παραλήρημα χαράς και ενθουσιασμού τα πρώτα τμήματα της «Σιδερένιας Mεραρχίας». Η προκυμαία έσφυζε τώρα από μιλιούνια ανθρώπων. Μικροί και μεγάλοι, κάθε τάξης και φύλου, σπρώχνονταν, ποδοπατούνταν, έδιναν τα χέρια, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, έλεγαν «Χριστός Ανέστη», κραύγαζαν «Ζήτω η Ελλάς», «Ζήτω ο Βενιζέλος», «Ζήτω η Ελευθερία». Άλλοι τραγουδούσαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο κι άλλοι αδημονούσαν να δουν τους Έλληνες στρατιώτες να κατεβαίνουν από τα πολεμικά, να παρατάσσονται εκεί μπροστά, κοντά, δίπλα τους, ώστε, αν άπλωναν τα χέρια, να μπορούσαν να αγγίξουν τις φούντες από τα τσαρούχια, τις φουστανέλες, τα όπλα, όλα όσα τους έφερναν στον νου τον Αγώνα του ’21. «Όλες οι αισθήσεις είχαν γίνει μία» σημειώνει στις πολεμικές ανταποκρίσεις του ο Κώστας Μισαηλίδης, που ήταν παρών σ’ εκείνο το μεθύσι της χαράς, αποκαλώντας «πολεμόχαρους» και «πολεμόχαρο χείμαρρο» τους τσολιάδες του Σταυριανόπουλου που ξεχύθηκαν από το υπερωκεάνιο «Πατρίς», το πρώτο που πλεύρισε στην προκυμαία. Η περιγραφή του είναι συγκλονιστική:
Λες κι άνοιξε η γη κι έβγαζεν Έλληνας πολεμάχους. Λες και η θάλασσα ξέβραζε τσολιάδες. Πλημμύρισεν η Προκυμαία από ευζωνική φάλαγγα. Πλημμύρισαν οι δρόμοι της Σμύρνης από φαντάρους. Δεν έμειναν στα περβόλια και στις γλάστρες λουλούδια. Δεν έμειναν μύρα στα σπίτια. Ούτε αγιασμός στις εκκλησίες. Κι εγονάτισεν η πονεμένη, η βασανισμένη ψυχή των Σμυρνιών, μπροστά στο θαύμα. Κι αψήλωσαν τις καρδιές στο Θεό, στο βαθύτατον ευχαριστήριον Ύμνο. Κι αψήλωσαν το ιερό τους Λάβαρο, και με τα μάτια δακρυσμένα, εδόξαζαν τον Ελευθερωτή.
Μόνο που για μερικούς όλα τα μέχρι τότε καλά κρυμμένα πάθη, οι πόνοι, η πίκρα και η προαιώνια έχθρητα θα άρχιζαν να παίρνουν τον ανήφορο. Κι από τέτοια πάθη ήταν κατάφορτοι Τούρκοι και Ρωμιοί. Οι Τούρκοι από τη βαρβαρότητα που τους χαρακτήριζε για αιώνες ως οι κυρίαρχοι κατακτητές και οι Έλληνες από όλα όσα είχαν πονέσει κι είχαν ματώσει. Θρησκευτικές αντιπαλότητες και ανομολόγητες επιθυμίες εκδίκησης που ήταν υποχρεωμένοι να τις καταλαγιάζουν, άλλοτε από ανάγκη και άλλοτε από φόβο. Αδικίες, αντιθέσεις, ξυλοδαρμοί, φόνοι, καταδίκες, ένα διαχρονικό μίσος αιώνων έψαχνε να βρει διέξοδο μέσα από τα σπλάχνα των ανθρώπων. Η Ρωμιοσύνη είχε καταφέρει να κυριαρχήσει στη Σμύρνη σε χρήμα, αξιώματα, επαγγέλματα, με τους Τούρκους να αντιπαρατάσσουν απέναντι στην ελληνική αφρόκρεμα τη φτώχεια και τα χαμηλής εκτίμησης επαγγέλματα του αχθοφόρου, του αμαξά και του χωροφύλακα. Και όλα αυτά τα φοβερά και τα ανομολόγητα έπρεπε τώρα να καταπνιγούν.
5 Μαΐου 1919: Η πρώτη σελίδα της επιθεώρησης «Κόσμος» αναγγέλλει την κατάληψη της Σμύρνης
Ύστερα, μέσα σε θριαμβευτικούς νικητήριους συριγμούς από τα πλοία, μπάντες που παιάνιζαν ασταμάτητα και αλαλαγμούς χαράς και ενθουσιασμού, κατέβηκε από το πολεμικό «Πατρίς» ο πρώτος ηλιοκαμένος Έλληνας τσολιάς κρατώντας ψηλά το κοντάρι με τη σημαία του ευζωνικού συντάγματος.
Μπροστά στη Λέσχη των Κυνηγών, σε μια θάλασσα από σημαίες και λάβαρα, δέσποζε η τεράστια δαφνοστεφανωμένη εικόνα του Ελευθέριου Βενιζέλου, που είχε φιλοτεχνήσει ο πολύ γνωστός και αγαπητός καλλιτέχνης Γεώργιος Προκοπίου. Παρά το σιγανό ψιχάλισμα, όλος ο κλήρος της Σμύρνης είχε παραταχθεί πάνω σε μια μεγάλη εξέδρα, έχοντας επικεφαλής του τον μητροπολίτη Χρυσόστομο. Τα μπαλκόνια και οι ταράτσες των ξενοδοχείων σε όλο το μήκος της προκυμαίας είχαν πλημμυρίσει από κόσμο. Όταν ο «εθνικιστής» Χρυσόστομος, όπως τον χαρακτήριζαν οι Ευρωπαίοι και οι εφημερίδες τους, ντυμένος στ’ αστραφτερά και πλουμιστά του άμφια, είδε την ελληνική σημαία να χαμηλώνει μπροστά του σε ένδειξη τιμής και σεβασμού, δεν άντεξε από την ιερή συγκίνηση που ένιωσε να τον κατακλύζει και έπεσε στα γόνατα καταφιλώντας την άκρη της ενώ ο κλήρος έψαλλε το πασχαλινό τροπάριο: «Ελευθέρα μεν η κτίσις γνωρίζεται, υιοί δε φωτός οι πριν εσκοτισμένοι…» Ύστερα, κι ενώ το αμέτρητο πλήθος συνέχιζε με το «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια», ο Χρυσόστομος έσκυψε και με δάκρυα χαράς στα μάτια φίλησε το έδαφος. Από το ύψος των 33 μέτρων που είχε το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής, όσα και τα χρόνια του Χριστού, οι τεράστιες καμπάνες της «δονούσαν» την ατμόσφαιρα.
«Το πρωί της 2ας Μαΐου 1919» γράφει ο Ηλίας Βενέζης «ο Δεσπότης ντυμένος τα χρυσά του άμφια, με χρυσό σταυρό στο χέρι, γύρω του οι ιερείς και ο λαός περίμεναν στην προκυμαία. Ανέμιζαν στο ανοιξιάτικο αγέρι οι ελληνικές σημαίες. Τόσοι αιώνες της ελληνικής Μικρασίας, που περίμεναν, ξυπνούσαν. Τόσοι κατατρεγμοί, τόσα πένθη, τόση ελπίδα, τόση πίστη, τόσα όνειρα, από την πτώση του Βυζαντίου και εδώ, κυρα-Δέσποινες και Μεγαλέξαντροι – όλα γίνονταν παρόν, ευδία ψυχής, φωνή λυτρωτική. Ο Δεσπότης γονάτισε, ευλόγησε τις σημαίες του στρατού που αποβιβαζόταν, έκλαιγε, έκλαιγε ο λαός…»
*Απόσπασμα από το εξαίρετο βιβλίο του Βασίλη Ι. Τζανακάρη «Σμύρνη 1919-1922» (εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 52-57).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις