Ευάγγελος Παπανούτσος: Η γνήσια, συνεπής και νηφάλια κριτική σκέψη
Η κριτική περίσκεψη, το πνεύμα το διορατικό και σταθερό, είναι αρετή σπάνια
Είναι παράξενο, όχι όμως και ανεξήγητο, ότι η σκέψη και το αίσθημα του ανθρώπου ταλαντεύονται σαν το εκκρεμές ανάμεσα σε δύο επικίνδυνες ακρότητες· πηγαίνουν άλλοτε προς τον αυθαίρετο δογματισμό, που αποστεγνώνει το νου και την καρδιά, και άλλοτε προς τη βασανιστικήν αμφιβολία, τον σκεπτικισμό, που αποδιοργανώνει τον εσωτερικό κόσμο. Η κριτική περίσκεψη, το πνεύμα το διορατικό και σταθερό, που ξέρει να κρατή πάντοτε με φρόνηση τα μέτρα του, είναι αρετή σπάνια. Μελετήσετε προσεχτικά την ιστορία του στοχασμού (της φιλοσοφίας, της επιστήμης, των ιδεών γενικώτερα) και θα βεβαιωθήτε ότι το κριτικό πνεύμα έρχεται στο προσκήνιο με μεγάλο αγώνα και κατά πολύ μικρά, βραχύτατα διαλείμματα. Πρωταγωνιστής είναι ο δογματισμός· αυτός κατέχει τη σκηνή τον περισσότερο χρόνο, και όταν με τις αυθαιρεσίες του γίνεται ανυπόφορος, τον διαδέχεται η επίμονη άρνηση, η αμφιβολία η διαβρωτική, ο αντίποδας του δογματισμού: ο σκεπτικισμός. Αργά και πού κατορθώνει κάποτε η σεμνή και νηφάλια κριτική σκέψη να παρεμβληθή και να πη το φρόνιμο λόγο της. Πώς εξηγείται το φαινόμενο τούτο; Ας υπενθυμίσωμε πρώτα σύντομα τα κύρια χαρακτηριστικά του κριτικού πνεύματος, και η εξήγηση θα δοθή μόνη της.
Το πρώτο είναι ο αυστηρός, άγρυπνος, μεθοδικός έλεγχος του κύρους των υποτιθέμενων «γνώσεων» για να εξακριβωθή το βάρος της αλήθειας τους. Καμμιά «ιδέα» δεν απαλλάσσεται από τον έλεγχο με την αιτιολογία ότι η πηγή, τα πρεσβεία ή οι έως τώρα υπηρεσίες της προς την ανθρωπότητα εγγυώνται την αξία της. Όλες υποχρεώνονται να παρουσιάσουν τους τίτλους τους […]. Η έρευνα αρχίζει από την προσεχτική μελέτη των εννοιών που αποτελούν το σώμα κάθε δοξασίας. Εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο κινείται ο λογικός μηχανισμός του πνεύματος για να τις κατασκευάση. Εδώ συνήθως βρίσκει την ευκαιρία και εισχωρεί (από αμάθεια, απρονοησία ή πρόθεση κατασοφισμού) το ψεύδος. Ο έλεγχος θα το αποκαλύψη. Η κριτική φιλοσοφία (με τρεις περίλαμπρους θεωρητικούς, τον Σωκράτη, τον Ντεκάρτ και τον Καντ) έβαλε τα θεμέλια μιας μεθόδου που, όταν εφαρμόζεται με αποφασιστικότητα, αλλά και με τακτ, οδηγεί σε αρκετά σίγουρες διαγνώσεις. Το ψεύδος γεννιέται είτε από την (ασύνειδη ή εμπρόθετη) παράβαση ωρισμένων λογικών κανόνων κατά την κατασκευή και την επαλήθευση των εννοιών, είτε από κακή χρήση των γνωστικών ορίων της ανθρώπινης νόησης. Σ’ αυτό το ατόπημα πέφτει ο δογματισμός, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, και ψευτίζουν τα πλάσματά του. Να χαράζη με ακρίβεια τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθή με βεβαιότητα, όταν ανιχνεύη τη φυσική ή την κοινωνική πραγματικότητα, και να «επέχη», να αναστέλλη δηλαδή τις κρίσεις της όταν καλήται να αποφανθή για αντικείμενα που από τη φύση τους ή εξ ορισμού βρίσκονται πέρα από τα όρια αυτά, είναι μια από τις κύριες φροντίδες της κριτικής σκέψης και τεκμήριο της γνησιότητός της.
Δεύτερο γνώρισμα του κριτικού πνεύματος είναι η διαλεκτική του ουσία. Αγαπά το διάλογο, τελείται με διάλογο, τρέφεται από το διάλογο. Διάλογος σημαίνει όχι αντιπαράταξη λόγου και αντίλογου, αλλά αποσαφήνιση, ανάπτυξη, πλήρωση του κάθε όρου μέσα στον ανταγωνισμό και με την κρούση, την αντιδιαστολή προς τον άλλο. Εδώ πρέπει να νοηθή με τη διπλή μορφή του: διάλογος του πνεύματος με τον εαυτό του και διάλογος της πνευματικής μονάδας με άλλη (ή άλλες). Κριτικό είναι το διαρκώς με τον εαυτό του και με τα όμοιά του διαλεγόμενο πνεύμα. Ο «μονόλογος» (όπου δεν νοείται ή δεν ακούγεται ο «άλλος») εκφράζει πρόθεση αντικριτική και απολήγει στο δογματισμό. Μόνο ο κριτικός νους διαλέγεται. Η ενεργός παρουσία του «άλλου» (μέσα κ’ έξω) τού είναι απαραίτητη, για να διατηρή άγρυπνη τη διάθεση και την ικανότητα του ελέγχου, δηλαδή τη φυσική, την οργανική του δραστηριότητα. Ο συνομιλητής (πραγματικός ή νοητός) είναι τόσο πιο χρήσιμος όσο γίνεται περισσότερο «άλλος», δηλαδή πλησιάζει προς την άκρα ετερότητα, την αντίθεση. Τότε ο έλεγχος επιστρέφει στον εαυτό του ισχυρότερος, πιο επίμονος, γονιμώτερος.
Τρίτο γνώρισμα: Το κριτικό πνεύμα ζη και ευδοκιμεί μέσα στο εύκρατο κλίμα της ελευθερίας. Ελευθερίας του στοχασμού, και ελευθερίας της έκφρασης του στοχασμού (του λόγου). Κριτικός γίνεται ο νους ο ελευθερωμένος από εσωτερικές και εξωτερικές δεσμεύσεις, αυτός που θέλει και μπορεί να κάνη ελεύθερα χρήση των δυνάμεών του. Για τούτο δεν είναι τυχαίο ότι κριτική σκέψη και διάλογος αναπτύχθηκαν εκεί όπου ελεύθερες πολιτικές κοινωνίες έπλασαν ελεύθερους ανθρώπους και ελεύθεροι άνθρωποι θεμελίωσαν ελεύθερες πολιτικές κοινωνίες. Τα δεσποτικά καθεστώτα (των προλήψεων στον εσωτερικό κόσμο, των τυράννων στον εξωτερικό) απαγορεύουν τον έλεγχο (που όταν δεν γίνεται στους άλλους, δεν γίνεται ούτε στον εαυτό μας) και επομένως δεν αφήνουν την κριτική σκέψη να γεννηθή και να ευδοκιμήση, να συνειδητοποιήση και να διεκδικήση τα δικαιώματά της.
Ας σταματήσωμε εδώ. Και αυτά μόνο τα τρία γνωρίσματα (δεν είναι τα μόνα, είναι τα βασικά) δείχνουν ότι το κριτικό πνεύμα είναι καρπός μακράς πνευματικής καλλιέργειας μέσα στον κύκλο του πολιτισμού μας, αποτέλεσμα που ήρθε έπειτα από πολλές και επίμονες προσπάθειες και επιτυχίες του σκεπτόμενου ανθρώπου στον τομέα της παιδείας. Έπρεπε να υπερνικηθή η φυσική του ανθρώπου οκνηρία που τον οδηγεί στον εύκολο δογματισμό. Και έπρεπε ακόμη να συγκρατηθή για να μην πέφτη από διάψευση προσδοκιών και σπουδή στην άρνηση της συστηματικής και ριζικής, της στείρας αμφιβολίας. Για να κατορθωθή η δύσκολη αυτή αγωγή, χρειάστηκαν μακρές ψυχικές και κοινωνικές, ιστορικές διεργασίες. Τώρα, νομίζω, η απάντησή μας στην απορία που διατυπώσαμε στην αρχή του άρθρου δεν θα είναι πολύ δύσκολη. Η γνήσια και συνεπής κριτική σκέψη προϋποθέτει ωρισμένο τύπο διάνοιας και προ πάντων ωρισμένο ήθος, είναι δηλαδή όχι μόνο (ή όχι απλώς) θεωρητικό πρόγραμμα, αλλά και φρόνημα ηθικό, και τούτο το φρόνημα, επειδή συνυφαίνεται με ωρισμένη ιδιοσυγκρασία και απαιτεί ειδικήν αγωγή (πράγματα που και δύσκολα παρουσιάζονται και δυσκολώτερα ακόμη διασταυρώνονται), είναι σπάνιο. Έχει προ πάντων εξαιρετικά λεπτή, ευπαθέστατην ισορροπία· λίγο να χαλαρωθή ο εσωτερικός έλεγχος, λίγο να αδυνατίση η επιμονή στην άγρυπνη τήρηση των αρχών, ανατρέπεται. Υγεία πνεύματος ακμαία και ρώμη ηθική πέρα από τα κοινά μέτρα είναι από τις προϋποθέσεις του. Ο εκτροχιασμός προς την αυθαιρεσία του δογματισμού είναι εύκολος· και εξίσου εύκολη μπορεί να γίνη με τον κάματο και τις απογοητεύσεις η κάμψη του σκεπτικισμού. Το δύσκολο είναι να σταθής όρθιος και ασάλευτος ανάμεσα στα δύο τούτα άκρα και να επιμένης. Πρόκειται για έναν άθλο που δεν εξασφαλίζεται ποτέ, παρά μόνο με τη διαρκή ανανέωσή του. Πρέπει να είσαι έτοιμος και ικανός να τον ξανακάνης αδιάκοπα από την αρχή – και τότε μόνο μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις συνθηκολογήσει με τον αντίπαλο, ότι δεν προδίδεις αυτό που δίνει νόημα στον αγώνα σου, αξία στη ζωή σου.
*Άρθρο του αειμνήστου Ευάγγελου Παπανούτσου, που έφερε τον τίτλο «Δύσκολος άθλος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28 Ιουλίου 1960.
Ο διακεκριμένος παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Ευάγγελος Παπανούτσος έφυγε από τη ζωή πριν από τέσσερις ακριβώς δεκαετίες, στις 2 Μαΐου 1982, σε ηλικία 82 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις