Κάποια γειτονιά, κάποτε – Από την πλατεία Βικτωρίας στην οδό Μάρνη
Μερικές αναμνήσεις από τις πολλές μετακομίσεις στις γειτονιές της Αθήνας με τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα βιβλιοπωλεία, αλλα και τις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών
- «Είσαι ο διάβολος» – Αντιμέτωποι με τον πατέρα τους οι γιοι της Ζιζέλ Πελικό
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Οι ληστές που έκλεψαν τα πορτρέτα των Ελισάβετ Β' και Μαργκρέτε Β' του Άντι Γουόρχολ τα έκαναν όλα στραβά
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
Γράφει ο Τίτος Πατρίκιος
Τη δεκαετία του 1930 που ήμουν εγώ παιδί, οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας δεν είχαν δικό τους σπίτι, γι’ αυτό και μετακόμιζαν πολύ συχνά. Εχω ακόμη τις εικόνες με τα φορτωμένα κάρα που κάθε Σεπτέμβριο – διότι Σεπτέμβριο έληγαν τα ενοικιαστήρια – έκαναν τις μετακομίσεις από γειτονιά σε γειτονιά. Ετσι κι εμείς αλλάξαμε πολλά σπίτια αφού δεν αποκτήσαμε ποτέ δικό μας.
Οι πρώτες αναμνήσεις μου είναι από το σπίτι που νοικιάζαμε στην πλατεία Κυριακού, τη σημερινή πλατεία Βικτωρίας. Ηταν, εκείνη την εποχή, μια αστική πλατεία, με καφενεία και ζαχαροπλαστεία γύρω γύρω και ωραία σπίτια, κυρίως διπλοκατοικίες. Προς την Αριστοτέλους υπήρχε μία καταπληκτική, πολυτελής κατοικία που τη λέγαμε Βίλα Πολογιώργη. Ακουγα, τότε, ότι αυτός ο Πολογιώργης ήταν κάποιος πολύ πλούσιος, έλεγαν ότι είχε την εταιρεία ηλεκτροδότησης της Αθήνας. Εκεί, πολύ μικρός, είχα δει, για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο έλατο. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση γιατί ήταν κάτι πολύ σπάνιο και πάρα πολύ ακριβό. Οι άνθρωποι, εκείνα τα χρόνια, δεν στόλιζαν τα σπίτια τους τα Χριστούγεννα ή, το πολύ πολύ, να στόλιζαν κανένα ψεύτικο δενδράκι. Τα αληθινά έλατα ήταν απρόσιτα. …Αυτήν τη βίλα – ποιος ξέρει για ποιους λόγους ή για αυτούς που υποπτεύεται κανείς – την ανατίναξαν στα Δεκεμβριανά. Στην πλατεία Κυριακού δεν μείναμε πολύ. Από εκεί, πήγαμε στο Σύνταγμα, στην οδό Καραγεώργη Σερβίας. Η πλατεία Συντάγματος ήταν, τότε, γεμάτη τραπεζάκια. Τα μισά από το καφενείο του Ζαχαράτου και τα άλλα μισά από το καφενείο που ήταν στη γωνία της Φιλελλήνων, του Αντωνιάδη αν θυμάμαι καλά. Τα αγαπημένα μου καταστήματα όμως ήταν τα βιβλιοπωλεία. Του Ελευθερουδάκη που βρισκόταν στη γωνιά του Συντάγματος, του Δημητράκου που ήταν πιο κάτω, νομίζω στη Μητροπόλεως, και των αδελφών Δικαίου απ’ όπου οι γονείς μου μού αγόραζαν τα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Θυμάμαι ότι έβλεπα τη βιτρίνα του Ελευθερουδάκη και σκεφτόμουν «Αχ, θα μπορέσω ποτέ να βγάλω ένα βιβλίο που θα μπει σε αυτήν τη βιτρίνα;». Και όταν, το 1954, κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, ο «Χωματόδρομος», και, καθώς περνούσα μια μέρα από το Σύνταγμα, το είδα σε εκείνη τη μεγάλη, γωνιακή βιτρίνα, παραλίγο να σταματήσει η καρδιά μου.
Από το Σύνταγμα πήγαμε, το 1938, στην Πλάκα. Σε μια πολυκατοικία στην Κυδαθηναίων 23. Το διαμέρισμα ήταν στον τελευταίο όροφο και θυμάμαι ότι από τη βεράντα έβλεπα το Καρναβάλι να περνά κάτω από το σπίτι. Τότε πήγα στην πρώτη του Οκτατάξιου, στο Α’ Γυμνάσιο, λίγο παραπάνω, στην οδό Σχολείου. Ηταν η εποχή που άρχισα να θέλω να κάνω παρέα με μεγαλύτερους, με τους μάγκες της γειτονιάς. Κι έχω μια έντονη ανάμνηση από κάποια Πρωτοχρονιά που είχα μαζέψει, από τα Κάλαντα, πάρα πολλά λεφτά. Αυτοί οι μάγκες λοιπόν, με έβαλαν να παίξω «στριφτό», αυτό που λέμε «κορόνα – γράμματα». Κι έτσι όπως ήξεραν να γυρίζουν με κόλπο το νόμισμα, μου τα πήραν όλα. Γύρισα σπίτι χωρίς δραχμή.
Προς το τέλος του 1940 μετακομίσαμε από την Πλάκα στην πλατεία Βάθης. Οχι πλατεία Βάθη που νομίζουν κάποιοι ότι είναι το σωστό, δεν υπήρχε κάποιος που λεγόταν Βάθης. Ελεγαν έτσι την περιοχή διότι από κάτω περνούσε ποτάμι, ο Κυκλόβορος. Κυκλοφορούσε μάλιστα, επί Κατοχής, ένα αντιστασιακό τραγούδι για κάποιο παλικάρι που είχαν σκοτώσει κάπου εκεί και το οποίο έλεγε «Στην πλατεία Βάθης σκοτώθηκε ο Στάθης». Το σπίτι μας ήταν στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην οδό Μάρνη 48 – πριν από λίγα χρόνια υπήρχε ακόμη το κτίριο αλλά είχε αλλάξει το νούμερο. Δεν είχαν χτιστεί ακόμη άλλες πολυκατοικίες τριγύρω και, από την ταράτσα, βλέπαμε τη θάλασσα του Πειραιά. Από κει είδα – και είναι σαν να βλέπω τώρα τις βόμβες να πέφτουν – τον βομβαρδισμό του Πειραιά στις 6 Απριλίου του 1941. Και λίγες μέρες αργότερα, τις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών που έμπαιναν, από την οδό Πατησίων, στην Αθήνα. Και τον Ιανουάριο του 1944, πάλι από εκείνη την ταράτσα, είδα τον δεύτερο βομβαρδισμό του Πειραιά. Από τους Συμμάχους αυτή τη φορά, για να χτυπήσουν τα γερμανικά πλοία αλλά οι περισσότερες βόμβες έπεσαν στην πόλη και ήρθαν, τότε, στην Αθήνα εκατοντάδες Πειραιώτες των οποίων είχαν καταστραφεί τα σπίτια, «βομβόπληκτους» τους λέγαμε.
Στη Μάρνη έμεινα έως το 1959 που έφυγα για το Παρίσι, εκεί έζησα και τον πόλεμο και την Αντίσταση και τα μετεμφυλιακά χρόνια. Στην περιοχή, παρόλο που ήταν μεσοαστική, υπήρχαν πολλοί οίκοι ανοχής – μπουρδέλα τα λέγαμε τότε. Ακόμη και απέναντι από το σπίτι μας, όπου βρισκόταν μία κλινική, δίπλα υπήρχε μπουρδέλο. Ηταν όμως και η περιοχή των θεάτρων. Αρχίζοντας από το Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου, λίγο παρακάτω, στην οδό Καρόλου, ήταν το θέατρο Σαμαρτζή. Πιο κάτω, το θερινό θέατρο Ερμής, αυτό που, το καλοκαίρι του ’45, έσπασαν οι παρακρατικοί και χτύπησαν πάρα πολύ βαριά τον πατέρα μου. Πλησιάζοντας τη Δεληγιάννη, στο τελευταίο πάτωμα μιας περίεργης πολυκατοικίας ήταν το Περοκέ που έπαιζε θαυμάσιες επιθεωρήσεις. Προς τον σταθμό Λαρίσης, υπήρχε μια περιοχή που τη λέγαμε «Μικρό Ζάππειο», ένα νεανικό στέκι της εποχής, κι εκεί ήταν το περίφημο θερινό θέατρο Αλκαζάρ όπου παρουσίαζε τις επιθεωρήσεις του ο Ορέστης Λάσκος. Τον θαύμαζα πολύ γιατί έκανε τα περίφημα οκτάστιχα. Ζητούσε από τους θεατές να του δώσουν οχτώ ομοιοκαταληξίες και με αυτές έφτιαχνε ένα σατιρικό ποίημα. Αρχισα λοιπόν τότε να κάνω κι εγώ οκτάστιχα. Στο Μεταξουργείο υπήρχε ένα ακόμη θερινό θέατρο, το «Θέατρο του Λαού» που έπαιζε επιθεωρήσεις. Εκεί πρωτοείδα τον περίφημο Ζαζά.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 που έφυγα, η περιοχή δεν είχε αλλάξει πολύ. Παρέμενε ζωντανή, με τα θέατρα, τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις… Αυτή η γειτονιά δεν υπάρχει πια. Είναι μια άλλη πόλη τώρα εκεί.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις