Ένα μονόστηλο της τελευταίας σελίδας του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 4 Μαΐου 1968 έφερε τον ακόλουθο τίτλο: «Η περίφημη Σχολή Σορβόννης, πεδίον σφοδρών ταραχών!»

Πρόσθετες πληροφορίες παρείχαν στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της εφημερίδας ο υπέρτιτλος («Έκλεισε παράρτημα») και ο υπότιτλος («Σύρραξις αναρχικών φοιτητών – αστυνομίας») του σύντομου κειμένου, που συνιστούσε ανταπόκριση από το Παρίσι για τα γεγονότα της προτεραίας, Παρασκευής 3ης Μαΐου.

Στις λιγοστές αράδες του μονόστηλου αναφέρονταν τα εξής:

«Νέαι αναρχικαί εκδηλώσεις, εκ μέρους των κομμουνιστών, εσημειώθησαν σήμερον εις το Παρίσι. Φοιτηταί και αστυνομικοί συνεκρούσθησαν εις την Σορβόννην, κατόπιν του κλεισίματος παραρτήματος σχολής του Πανεπιστημίου των Παρισίων, λόγω των επανειλημμένων ταραχών τας οποίας εδημιούργουν οι κομμουνισταί φοιτηταί. Συνήφθησαν οδομαχίαι και η αστυνομία ηναγκάσθη να κάμη χρήσιν δακρυγόνων διά να εκβάλη τους φοιτητάς εκ της περιφήμου Φιλολογικής Σχολής της Σορβόννης, όπου ήρχισαν συγκεντρούμενοι την πρωίαν, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας διά το κλείσιμον του παραρτήματος της Σχολής. Οι φοιτηταί ελιθοβόλησαν τους αστυνομικούς, οι οποίοι αντεπετέθησαν και τους διέλυσαν».


Αυτή υπήρξε η αφετηρία των φοιτητικών διαδηλώσεων και της πολιτικοκοινωνικής αναταραχής που έμελλε να συνταράξουν τη Γαλλία το Μάιο και τον Ιούνιο του 1968.

Η εν λόγω εξέγερση, το εν λόγω κίνημα γενικευμένης αμφισβήτησης, που έμεινε στην ιστορία ως «Μάης του ’68» ή «Γαλλικός Μάης», αποτέλεσε πολιτικό και ιδεολογικό ορόσημο για τις μεταπολεμικές γενιές, σημείο αναφοράς για τους κοινωνικούς αγώνες σε ολόκληρο τον κόσμο.


Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, το Μάιο του 1993, ο διακεκριμένος κοινωνιολόγος και πανεπιστημιακός δάσκαλος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς έγραψε για τον περίφημο Γαλλικό Μάη τα ακόλουθα (το κείμενό του, που έφερε τον τίτλο «Εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα», δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 23 Μαΐου 1993):

Ο κ. Κ. αντάμωσε κάποιον που είχε να τον δει πολύ καιρό. «Μα εσείς δεν αλλάξατε καθόλου», του είπε ο άλλος καθώς τον χαιρετούσε. «Ωχ!», έκανε ο κ. Κ., και χλώμιασε

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Οι ιστορικές μνήμες και οι επέτειοι δεν υπάρχουν αφ’ εαυτές· κατασκευάζονται επιλεκτικά γύρω από τα γεγονότα εκείνα που η σημερινή οργανωμένη κοινότητα αποφασίζει να απαθανατίσει όταν νιώσει την ανάγκη να στηρίξει τους τρέχοντες δικαιωτικούς αφηγηματικούς της λόγους. Το παρελθόν, με τη μορφή συμβολικών πράξεων, σημαδιακών τομών, ιστορικών «επιτυχιών» ή ακόμα και κατακλυσμικών καταστροφών, γίνεται αντικείμενο συστηματικής επίκλησης χάριν του παρόντος. Με αυτή την έννοια, οι επέτειοι δημιουργούνται, υπάρχουν και ζουν επειδή χρειάζεται και για όσο χρειάζεται.

Η λήθη που περιβάλλει τα γεγονότα του Μάη του ’68 δεν μπορεί λοιπόν να είναι τυχαία. Στο πλαίσιο των σημερινών οργανωμένων κοινωνιών η μνεία του είναι προφανώς άχρηστη ή και δυνάμει υπονομευτική. Καμία κομματική ή συνδικαλιστική συσσωμάτωση δεν έχει λόγο να αναφερθεί σ’ ένα κίνημα που πριν απ’ όλα υπήρξε αντιεξουσιαστικό, αντικομφορμιστικό και αντιοργανωτικό. Κανένα ιδεολογικό ρεύμα δεν θα αναζητήσει την πατρότητα σ’ ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε ως αθεράπευτα ρευστό, εσωτερικά αντιφατικό και πολιτικά ατελέσφορο. Εξάλλου, οι πρωταγωνιστές του πέθαναν, αυτοκτόνησαν, τρελάθηκαν, βουβάθηκαν ή βολεύτηκαν. Οι ιδέες τους διαψεύστηκαν, αποδυναμώθηκαν, ανασκευάστηκαν ή γελοιοποιήθηκαν. Και το μεγαλειώδες σύνθημα «η φαντασία στην εξουσία» φαντάζει ως οριστικά παρωχημένο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αν η εξουσία βδελύσσεται τη φαντασία, η τελευταία τής ανταποδίδει τα ίσα. Ως αθεράπευτα λοιπόν «ντεμοντέ», ο Μάης δεν μπορεί να εισχωρήσει στις τρέχουσες μνήμες και συνειδήσεις παρά μόνο με τη μορφή μιας παρελθούσας και ελαφρώς αστείας μόδας που σημάδευε τη μακρινή εκείνη και ξεχασμένη εποχή, όπου οι νέοι διαπληκτίζονταν παραληρηματικά για το μέλλον του κόσμου, ξενυχτούσαν μιλώντας για τον Μάο και τον Μικελάντζελο, είχαν μακριά μαλλιά, κάπνιζαν μαριχουάνα και ελευθερίαζαν ασύστολα προς όλες τις κατευθύνσεις· την εποχή όπου οι νέοι νόμιζαν ότι μπορούν ταυτόχρονα και ατιμώρητα να σκέφτονται, να δρουν και να χαίρονται.

Ο Μάης ξεχάστηκε λοιπόν συνειδητά, διότι δεν υπήρχε λόγος να μην ξεχαστεί, ίσως μάλιστα διότι έπρεπε να ξεχαστεί. Οι νέοι και οι φοιτητές πρέπει να ξεχάσουν ότι κάποτε οι ομόλογοί τους πίστεψαν πως μπορούν να συγκροτήσουν ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο. Δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε χωρούν επέτειοι για τον ανατρεπτικό αυθορμητισμό. Σήμερα ο καθένας πρέπει να σκέφτεται για τον εαυτό του. Αλίμονο αν του επιτραπεί να αρχίσει και πάλι να σκέφτεται για όλους.

Ίσως όμως η μη επετειοποίηση του Μάη να αρμόζει περισσότερο. Εκείνοι που τον έζησαν είναι αδύνατον να ξεχάσουν ότι κάποτε ήσαν διαφορετικοί, πιο ανοικτοί, πιο ζωντανοί, πιο αισιόδοξοι, και όχι μόνο διότι ήσαν πιο νέοι. Γι’ αυτό και νοσταλγούν.

Πέρα από την πλημμύρα των γοητευτικών αλλά ίσως αφελών ή ανιστόρητων ιδεών και προταγμάτων, πέρα από την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα της διαρκούς εορταστικής εγρήγορσης, πέρα από την απατηλή έστω αίσθηση μιας διάχυτης συμμετοχικής δύναμης, πέρα από την απολαυστικά επώδυνη αμεσότητα της επικοινωνίας, οι «παλαίμαχοι του Μάη» αναπολούν πάνω από όλα εκείνο που φαίνεται να χάθηκε οριστικά: την ελπίδα ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι δεδομένος και αμετακίνητος· την ελπίδα ότι οι σχέσεις μας δεν θα επικαθορίζονται νομοτελειακά από την άδικη και εν πολλοίς φρικαλέα πραγματικότητα· την ελπίδα ότι η εξουσία είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την ιδιοτέλεια, την υποκρισία και την καταπίεση· την ελπίδα ότι το Είναι και το Γίγνεσθαι των ανθρώπων θα πάψει να είναι συνώνυμο με το Έχειν και το Αποκτάν· την ελπίδα ότι το μυαλό μας και η καρδιά μας είναι δυνατόν να φαντασθούν και να επιβάλουν νέα συστήματα κοινωνικών σχέσεων, αξιών και αρμονιών.

Με την οικουμενική επικράτηση του πραγματιστικού ατομοκεντρικού μοντέλου και τη γενίκευση του παραγωγικού αγοραίου ανταγωνισμού, οι ελπίδες αυτές πέθαναν. Και μαζί τους αποδυναμώθηκε ο βολονταριστικά αισιόδοξος μοντερνισμός. Κανείς πια δεν τολμά να σκέφτεται ή να δρα ουτοπικά. Η σημερινή πραγματικότητα είναι πολύ αποτελεσματικότερη από την οποιαδήποτε αστυνόμευση ή καταπίεση: κατάφερε να πνίξει ακόμα και τα όνειρα.

Ίσως μερικοί από τους νέους να το ξέρουν ή να το αισθάνονται. Αλλά και όσοι δεν το ξέρουν θα το καταλάβουν αργότερα, όταν θα αναπολήσουν νοσταλγικά με τη σειρά τους τη νιότη τους και το σφρίγος τους και όταν διαπιστώσουν, μαζί με τη Σιμόν Σινιορέ, ότι «ακόμα και η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν».