Καθυστερημένη ανάπτυξη και στρες φέρνει στα παιδιά η φτώχεια
Σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών και σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους προκαλεί η φτώχεια, μεταφέροντας το πρόβλημα και στις επόμενες γενιές
- Τα επτά νομοσχέδια που εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο - Τι προβλέπουν
- Το ΕΚΠΑ απαντά στην παραπληροφόρηση για τις διεθνείς κατατάξεις των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων
- «Η Βόρεια Κορέα ετοιμάζει στρατεύματα και drones για τη Ρωσία», προειδοποιεί η Σεούλ
- Οι πολιτικές προβλέψεις του Economist για το 2025
Η φτώχεια στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του για ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι η φτώχεια στα παιδιά, έχει επιπτώσεις στην επιβίωσή τους, τη διατροφή τους, αλλά και τη γνωστική τους ανάπτυξη. Έχει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στο ύψος των παιδιών, στις επιδόσεις τους στο σχολείο και στην ευφυΐα τους. Ιδίως τα κορίτσια, μεγαλώνοντας, έχουν αυξημένο κίνδυνο για μεταβολικό σύνδρομο και παχυσαρκία, αισθητά περισσότερο απ΄ ότι τα αγόρια.
Είναι απαραίτητη η εφαρμογή πολυπαραγοντικών πολιτικών κατά της φτώχειας, αλλά και παρεμβάσεις υγείας και διατροφής στα παιδιά, ιδίως σε μια περίοδο που η πανδημία διαλύει την πρόοδο που έχει συντελεστεί τελευταία στην οικονομία, την υγεία και την εκπαίδευση.
Τα παραπάνω επισημαίνονται σε μελέτη του Lancet με θέμα τις «επιπτώσεις της παιδικής φτώχειας στην υγεία των παιδιών και εφήβων», με ανάλυση στοιχείων από 95 χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, με αφορμή τις ανισότητες που βρίσκονται στον πυρήνα των στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Μελέτες σε χώρες υψηλού εισοδήματος, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νέα Ζηλανδία, οι ΗΠΑ και η Νορβηγία, έχουν δείξει ήδη τις δια βίου επιπτώσεις της φτώχειας στην πορεία της ζωής σε κοινωνίες υψηλού εισοδήματος, με ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Όμως σχεδόν σε όλες τις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος τα παιδιά έχουν υποτυπώδη φροντίδα κατά την ανάπτυξή τους, με επιπτώσεις στην υγεία τους, τη διατροφή, εκπαίδευση, τις σχέσεις τους, αλλά και την ασφάλειά τους.
Όπως διαπιστώθηκε:
- η μέση θνησιμότητα μέχρι την ηλικία των 5 ετών ανά 1000 γεννήσεις να φτάνει το 86,7% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το 57,9% στις χώρες χαμηλότερου μέσου εισοδήματος και το 37,3% στις χώρες υψηλότερου μέσου εισοδήματος
- στασιμότητα στην ανάπτυξη των παιδιών κατά 36% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το 35,9% στις χώρες χαμηλότερου μέσου εισοδήματος και το 16,3% στις χώρες υψηλότερου μέσου εισοδήματος
- σωματική ανάπτυξη με αποκλίσεις από τη φυσιολογική πορεία κατά 38,7% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, 31,9% στις χώρες χαμηλότερου μέσου εισοδήματος και το 18% στις χώρες υψηλότερου μέσου εισοδήματος
- μητρότητα στην εφηβεία στο 50,4% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το 34,1% στις χώρες χαμηλότερου μέσου εισοδήματος και το 34,7%% στις χώρες υψηλότερου μέσου εισοδήματος
- φοίτηση στο δημοτικό σχολείο, χωρίς όμως να το τελειώνουν, σε ποσοστό 18,5% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, 11,3% στις χώρες χαμηλότερου μέσου εισοδήματος και το 2,3% στις χώρες υψηλότερου μέσου εισοδήματος.
Σύμφωνα με τη μελέτη στο 86% των περιοχών που εξετάστηκαν, διαπιστώθηκε τουλάχιστον διπλάσιος κίνδυνος καταστροφικών επιπτώσεων στο φτωχότερο 10% του πληθυσμού σε σύγκριση με το πλουσιότερο 10% του αντίστοιχου πληθυσμού και μάλιστα στο 50% των περιοχών, ο ανάλογος κίνδυνος ήταν υπερτριπλάσιος. Το εύρος δε της ανισότητας στην παιδική θνησιμότητα, διατροφή και ανάπτυξη ήταν ευθέως συσχετιζόμενο με το βαθμό της οικονομικής ανισότητας σε κάθε χώρα. Αυτές οι αναλύσεις επιβεβαιώνουν ότι παιδιά και έφηβοι πλήττονται βαριά από την κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών που εξετάστηκαν, αλλά και στο εσωτερικό της κάθε χώρας, ξεχωριστά.
Οι επιπτώσεις της παιδικής φτώχειας είναι επίμονες και δημιουργούν τεράστια κενά στην υγεία του ανθρώπινου κεφαλαίου των χωρών για ολόκληρη τη ζωή των παιδιών και εφήβων. Η σωματική ανάπτυξη και γνωστική αντίληψη στην παιδική ηλικία είχε σαφή πρόοδο ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση.
Παίρνοντας τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας για το ανθρώπινο κεφάλαιο, που συνυπολογίζει την επιβίωση, ανάπτυξη, εκπαίδευση και ευφυΐα, οι ερευνητές ανακάλυψαν βαθμό ευφυΐας (IQ) με διαφορά 20 μονάδων σε άτομα της υψηλότερης οικονομικά κοινωνικής κλίμακας σε σύγκριση με τις αντίστοιχες φτωχότερες. Οι κοινωνικές διακυμάνσεις στη γνωστική ικανότητα γίνονται εμφανείς ακόμη και στα παιδιά κάτω των 5 ετών. Και παρότι η ποιότητα και ο χρόνος εκπαίδευσης παίζουν το ρόλο τους, περιβαλλοντικοί παράγοντες που τα λιγότερο προνομιούχα παιδιά αντιμετωπίζουν ακόμη και από την ώρα της εγκυμοσύνης, συμβάλλουν στη μειωμένη αποτελεσματικότητά τους.
Αντίθετα, με την ενηλικίωση οι διαφορές αυτές δεν είναι τόσο ευδιάκριτες, παρά μόνο στην μητρότητα κατά την εφηβεία και κάποιων ψυχολογικών επιπτώσεων. Οι ερευνητές σημειώνουν πως η επιπτώσεις της παιδικής φτώχειας στην ψυχική υγεία θα μπορούσε να αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό για τη μετάδοση της φτώχειας από γενιά σε γενιά, καθώς επηρεάζει την ικανότητα των γονέων να παρέχουν τη φροντίδα που χρειάζονται τα παιδιά τους.
Σε ότι αφορά την παχυσαρκία, όταν η στέρηση τροφής είναι συνήθης, εμφανίζεται στα πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα. Με το χρόνο το μοτίβο αλλάζει στις γυναίκες σε αντίθεση με τους άνδρες.
Επίσης σε ότι αφορά την ανάπτυξη, τα αγόρια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πεθανουν νωρίς, να σταματήσει ή να καθυστερήσει η ανάπτυξή τους και να έχουν μειωμένες επιδόσεις στο σχολείο, καθώς μπαίνουν στην αγορά εργασίας πολύ νωρίτερα. Με την ενηλικίωση, οι γυναίκες εμφανίζουν περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα και στρες σε σχέση με τους άνδρες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις