Τα όρια της σάτιρας και η λογοκρισία της σκιτσογραφίας στην Ελλάδα
Η σκιτσογράφος των «Νέων» και του «Βήματος της Κυριακής», Εφη Ξένου, μιλά στο in
Γράφει η Ηλιάννα Ιορδανίδου*
Έχοντας ως δεδομένο ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος και έχει το δικαίωμα να εκφραστεί με όποιον τρόπο θέλει και να εκφράσει οτιδήποτε θέλει, χωρίς αυτό βέβαια να προσβάλλει ή να βλάπτει κάποιον άλλον, θα ήταν ίσως υποκριτικό να μην προσθέσουμε στην εξίσωση και το γεγονός ότι σχεδόν σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία λόγου και έκφρασης.
Η λογοκρισία αποτελεί αγκάθι στην σχέση ανθρώπου (πόσο μάλλον καλλιτέχνη, δημοσιογράφου) με την έκφραση. Ίσως και να αποτελεί αφαίρεση και κατάρριψη βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και να οδηγεί σε μια επαναλαμβανόμενη και ταυτόχρονα αποστειρωμένη ηχώ.
Όσον αφορά όμως την τέχνη το πλαίσιο είναι πιο ευρύ. Ο καλλιτέχνης μπορεί μέσα από τα έργο του να καυτηριάσει να σατιρίσει και τελικά να κρίνει τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα με αναφαίρετο δικαίωμα στην έκφραση και δημιουργία. Καθώς όμως τα δικαιώματα συνοδεύονται και από υποχρεώσεις πρωταρχική υποχρέωση του εκάστοτε καλλιτέχνη είναι ο σεβασμός απέναντι στο αντικείμενο έμπνευσης του. Και έτσι τίθεται το ερώτημα που ανά περιόδους επανέρχεται στην δημόσια ή και ιδιωτική συζήτηση:
Ποια είναι τα όρια της σάτιρας;
Η σκιτσογραφία αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα είδη τέχνης στον χώρο της σάτιρας και του σχολίου και έχει την θέση της στον τύπο από πολύ νωρίς. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τα σκίτσα σατιρίζουν πρόσωπα, δρώμενα, δηλώσεις του κοινωνικοπολιτικού χώρου της Ελλάδας και αποτυπώνουν στο χαρτί με μια προσωπική πινελιά την θεώρηση της κοινωνίας σχετικά με αυτά. Και είναι μάλιστα μια ισχυρή περίπτωση δημοσιογραφικού έργου καθώς ένα και μόνο σκίτσο μπορεί να αποτυπώσει πολλά περισσότερα από ένα κείμενο. Ή να κάνει πολύ πιο δυνατό ένα ρεπορτάζ, στήλη κ.λπ.
Η κ. Έφη Ξένου, σκιτσογράφος στην εφημερίδα «Τα Νέα» και στο «Βήμα της Κυριακής», με μακρά και πετυχημένη πορεία στον χώρο του Τύπου, μας δίνει την δική της θεώρηση όσον αφορά τα όρια της σάτιρας, την θέση του καλλιτέχνη απέναντι στην πολιτική, αλλά και την λογοκρισία των σκίτσων στην Ελλάδα.
Ενόχληση
Το 2017 στα πλαίσια μια έκθεσης γελοιογραφίας που είχε προγραμματιστεί να λάβει χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο με Έλληνες και Γάλλους γελοιογράφους κάποια από τα ελληνικά σκίτσα απαγορεύτηκαν γεγονός που αποτέλεσε και την αφορμή η έκθεση να ακυρωθεί. Τότε συνάδελφοι σας και η Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων έκανε λόγο για «πρωτοφανή λογοκρισία». Σε ανακοίνωση της η Λέσχη σημείωσε: «Το να ενοχλεί ένας γελοιογράφος μια οποιαδήποτε εξουσία θεωρείται παράσημο γι’ αυτόν, ότι έκανε σωστά τη δουλειά του».
Ρωτήσαμε την κ. Ξένου:
Εσείς σαν καλλιτέχνης ενστερνίζεστε την παραπάνω δήλωση; Είναι δηλαδή η ενόχληση της εξουσίας «σκοπός» κάποιων εκ των δημιουργιών σας; Η τουλάχιστον εάν αυτό τύχει να συμβεί είναι κάτι αποτρεπτικό για μια επόμενη δημιουργία;
Η γελοιογραφία και το σκίτσο στην εφημερίδα θεωρείται και είναι ένα «εικονογραφημένο» πολιτικό σχόλιο, γι’ αυτό και όσοι κάνουμε αυτή τη δουλειά είμαστε καλλιτέχνες με δημοσιογραφικά αντανακλαστικά, θεωρούμαστε, νιώθουμε και είμαστε δημοσιογράφοι και μέλη της ΕΣΗΕΑ.
Ο ρόλος μας στην εφημερίδα είναι η άσκηση, μέσω των σκίτσων, κριτικής για τα πολιτικά πράγματα και τα ζητήματα της δημόσιας ζωής και η διάθεση διακωμώδησης και καυτηριασμού των κακώς κειμένων.
Είναι ένα άρθρο γνώμης που αντί να αποδοθεί με λέξεις όπως τα άρθρα της εφημερίδας, συμπυκνώνει τον πολιτικό λόγο σε μια εικόνα (με λεζάντα ή και χωρίς) έχοντας σαν όπλο της το χιούμορ και την υπερβολή.
Η πολιτική σάτιρα, υπάρχει από την εποχή της αρχαίας κωμωδίας ως σήμερα, είναι συνυφασμένη με τη Δημοκρατία και μόνο σε περιόδους μη δημοκρατικής διακυβέρνησης ήταν περιορισμένη και λογοκριμένη.
Όλα τα χρόνια της λειτουργίας της, η Δημοκρατία αναγνωρίζει τη σημασία και το ρόλο της κριτικής, υπερασπίζεται τους φορείς της και θεωρεί αυτονόητη την ανεκτικότητα απέναντι στο αντιπολιτευτικό σχόλιο, όσο καυστικό κι αν είναι με τον όρο, φυσικά να μην προσβάλλεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι πολιτικοί από την άλλη είναι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει την προβολή, την έκθεση και το να ασχολούνται μαζί τους, έχουν αναπτύξει μεγάλα επίπεδα ανοχής στη σάτιρα, ένα μέρος της υστεροφημίας και της ιστορίας τους περνάει μέσα απ’ τις σελίδες των εφημερίδων μέσω των άρθρων και μέσω των σκίτσων και μη σας πω ότι πολύ συχνά την επιζητούν.
Σε κάποιες εφημερίδες ο σκιτσογράφος-γελοιογράφος μπορεί να λειτουργήσει και σαν άλλοθι πολυφωνίας, σαν ο τρελός του χωριού, και να πει πράγματα που η εφημερίδα λόγω της γραμμής της δεν θα τολμούσε να πει σε ένα άρθρο.
Μέχρι που μπορεί να υπάρχουν όρια στην σάτιρα κυρίως όταν αφορά την πολιτική και συγκεκριμένα στην σάτιρα που αποτυπώνεται εσείς μέσα από την τέχνη σας στο χαρτί; Υπάρχει ο φόβος της απόσυρσης ή απαγόρευσης κάποιου σκίτσου σας;
Όπως στα άρθρα της εφημερίδας υπάρχει η άποψη του δημοσιογράφου, έτσι και στο πολιτικό σκίτσο υπάρχει πάντα η άποψη και η προσωπική θεώρηση του γελοιογράφου για τα πράγματα. Γι’ αυτό και ο τρόπος της σάτιρας και τα όριά της έχουν αρχικά να κάνουν με τον χαρακτήρα του, την αισθητική του, τα πιστεύω του, το σύστημα αξιών του.
Για μένα, είναι λίγο ανήθικη η κριτική που δεν αφορά τις ενέργειες και τα έργα κάποιου πολιτικού αλλά ένα πχ. σωματικό ελάττωμα, το φύλο του κλπ. ή η κριτική που γίνεται μόνο και μόνο για να προκαλέσει.
Θα κάνω ένα αιχμηρό σκίτσο για να σχολιάσω τις απόψεις, τις ενέργειες, τη στάση, τα λόγια και τα έργα κάποιου πολιτικού χωρίς να σταθώ στο αν έχει μεγάλα αυτιά, είναι κοντός, έχει παιδί με ειδικές ανάγκες κλπ. Βέβαια, για μένα που κάνω πολιτικά πορτραίτα, αυτό δεν σημαίνει ότι αν πχ. έχει μεγάλα αυτιά θα του τα μικρύνω. Θα κάνω αυτό που βλέπω αλλά το σχόλιο, η μπηχτή του σκίτσου θα βρίσκεται σε αυτό που κάνει. Για να φέρω ένα παράδειγμα: αν ένας υπουργός πάρει μια απόφαση που θίγει τα ΜΜΕ και τον κάνω όρθιο, με ύφος, στολή και στάση Ναπολέοντα, με το χέρι στο σακάκι να πατάει σε εφημερίδες και με το ένα του πόδι πάνω σε μια τηλεόραση, είναι απόλυτα σαφές το τι θέλω να πω για την συγκεκριμένη απόφαση και για τον τρόπο που πάρθηκε.
Ένα τελευταίο που θέλω να πω αφορά την ιδιομορφία της δικής μου δουλειάς να συνοδεύει κυρίως παραπολιτικές στήλες.
Στις στήλες αυτές οι ίδιοι οι πολιτικοί είναι που δίνουν τις αφορμές με ενέργειες, δελτία τύπου, συζητήσεις και συνεντεύξεις τους. Η στήλη απλώς βρίσκει και αναδεικνύει τα φαιδρά σημεία μέσα σ ’όλα αυτά και το σκίτσο έρχεται να τα σχολιάσει και να τα τονίσει περισσότερο αναδεικνύοντας την προφανή γελοιότητα δηλώσεων και συμπεριφορών.
Όταν σε καθημερινό επίπεδο δεν σταματώ να εκπλήσσομαι από τον τρόπο που διαλέγουν κάποιοι πολιτικοί να εκτίθενται, δεν μπορώ να νιώσω άσχημα σατιρίζοντας ένα λόγο ή μια συμπεριφορά την στιγμή που το πολιτικό πρόσωπο που την προκαλεί νιώθει πιθανά περήφανο γι’ αυτή. Το μόνο που κάνω είναι να αναπαράγω, στην ουσία, με το σκίτσο μου, μια συμπεριφορά που την απόλυτη ευθύνη για τη φαιδρότητά της την έχει το πρόσωπο το οποίο απεικονίζεται, προσθέτοντας βέβαια το στοιχείο της υπερβολής, που δίχως αυτό είναι και αδύνατη η ύπαρξη της σάτιρας.
Στην Ελλάδα του σήμερα σε ποιον βαθμό μπορεί να λογοκριθεί ένας σκιτσογράφος από το μέσο που εργάζεται; Εκτιμώνται τα «τολμηρά» ή «καυστικά» σκίτσα ;
Στην χώρα μας έχουμε την τύχη να λογοκρινόμαστε από ελάχιστα έως καθόλου. Χωρίς να έχω προσωπική εμπειρία τέτοιου είδους (κανείς δεν βλέπει τα σκίτσα μου πριν μπουν στη σελίδα), μου έχει συμβεί μια- δυο φορές στα 22 χρόνια δουλειάς, σε εφημερίδα που δούλευα σκίτσο συναδέλφου να μην μπει γιατί θεωρήθηκε αιχμηρό ή έξω από την φιλοσοφία της εφημερίδας.
Αυτό όμως είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με το τι δημοσιεύεται καθημερινά. Και αν σκεφτείτε τις φορές που δημιουργήθηκε θέμα γύρω από κάποιο σκίτσο, με ατέλειωτες συζητήσεις στα social media, αυτό αφορούσε πάντα δημοσιευμένα σκίτσα.
Εξάλλου επειδή όπως είπαμε πιο πριν ο γελοιογράφος κάνει καθημερινά μέσω του σκίτσου του ένα σχόλιο όπου σαφέστατα υπάρχει η προσωπική του θεώρηση για την πολιτική και τα πιστεύω του, η εφημερίδα που θα τον προσλάβει ξέρει ακριβώς και ποιον παίρνει και αν μπορεί «να αντέξει» τα σκίτσα του.
Ας πούμε ότι είστε εκδότες. Αν δεν σας άρεσε και δεν σας εξέφραζε η γλώσσα, το ύφος και οι απόψεις ενός δημοσιογράφου, δεν θα είχατε κανέναν λόγο να τον πάρετε στην εφημερίδα σας.
*Η Ηλιάννα Ιορδανίδου σπουδάζει δημοσιογραφία στη New Media Studies
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις