Στρατής Δούκας: Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια…
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας στις 6 Μαΐου 1895
Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μέσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας.
Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους.
Ένας γραμματικός, που ’χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα, μας άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε:
— Σαν έρχονται, μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και το λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε.
Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ’ τους θαλάμους. Κι εμείς π’ ακούγαμε πυροβολισμούς, απ’ το Κατιφέ-Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μας παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες· τότε είδα και τον αδερφό μου. Μας έβαλαν τετράδες και μας διέταξαν να γονατίσουμε να μας μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μας έβλεπε, καβάλα στο άλογό του, έλεγε:
— Θα κοιτάξω να μη μείνει ούτε σπόρος από σας. Κι έδωσε το παράγγελμα να κινήσουμε.
Θα ήμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δυο χιλιάδες.
Όπως βγήκαμε, μας τραβήξανε ίσια στην αγορά. Εκεί, το τουρκομάνι που μας περίμενε, σαν το λεφούσι έπεσε απάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους μας πετούσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Φράγγοι μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μας.
Σα φτάσαμε στον Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγήκε ένας Χαφούζης. Μας κοίταξε:
— Αλλάχ, Αλλάχ, είπε, τι γίνεται εδώ!
Και φώναξε του ασκέρ-αγά. Αυτός σταμάτησε.
— Ο λοχαγός εδώ! ξαναφωνάζει.
Τρακ τρακ το άλογο, ο λοχαγός πήγε, χαιρέτησε. Ο Χαφούζης τον ρωτά:
— Το «κιτάπι» μας αυτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στο Χαλκά-Μπουνάρ. Εκεί μας έκλεισαν στο σύρμα, κύκλο. Άμα βράδιασε, ένας τούρκος εφές απ’ το χωριό μας ήρθε και μας καλούσε με τα ονόματά μας να βγούμε, τάχα πως θα μας γλιτώσει, με σκοπό να μας χαλάσει. Κι εμείς στη γη πέσαμε να μη δώσουμε γνωριμία.
Τα ξημερώματα ήρθε από τη Μαγνησία άλλος αξιωματικός, και μας σήκωσαν. Ώρες περπατούσαμε. Ούτε ξέραμε πού μας παν. Μονάχα από τον τόπο καταλαβαίναμε πως βαδίζαμε για τη Μαγνησία.
Αντί να μας πηγαίνουν στο δημόσιο δρόμο μάς τραβούσανε απ’ το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στις τετράδες! Στις τετράδες!
Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν.
Με πολύ κόπο πέσαμε στο δημόσιο δρόμο. Εκεί πάλι, μας περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι άνθρωποι, εξήντα ως ογδόντα χρονώ, με παλιές μαχαίρες, και σα φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν απάνω μας, φωνάζοντας στο λοχαγό:
— Άφησέ μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε!
Κι ο λοχαγός τούς έλεγε «όχι», γελώντας.
Εμείς του φωνάζαμε:
— Κυρ λοχαγέ, σε σένα κρεμόμαστε.
Και προχωρούσαμε.
Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν σπαρμένοι από πτώματα που μύριζαν. Στις βρύσες έστεκαν σκοποί και φύλαγαν το νερό, που έτρεχε απ’ τα κανούλια· εμείς το βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στο δρόμο είχανε σκάσει πολλοί. Εγώ, βάδιζα με τον αδερφό μου, που κρατούσε το γελιό ενός Τούρκου απ’ αυτούς που μας φύλαγαν, σκέφτηκα: «Λεφτά έχουμε, ας δώσουμε να πιούμε». Κι είπα του αδερφού μου:
— Διψώ πολύ, θα σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, αδερφέ, μου λέει, μη φανούμε με λεφτά και μας χαλάσουν.
— Όχι, δεν αντέχω, δώσε λεφτά και πάρε να πιούμε.
Μου ’δωσε, κι έτρεξα ίσια στον Τούρκο.
— Λίγο νερό, του λέω, κοντεύω να ξεψυχήσω.
— Τι λες, σκυλί; Ούτε δράμι δε σου δίνω.
— Ασκέρ-αγά, ψυχικό θα κάνεις, να πάρε κι αυτά τα λεφτά.
— Δώσ’ τα, μου λέει, και πιες κρυφά.
Ήπια, κι έδωσα και του αδερφού μου.
Αυτά γινότανε Αύγουστο μήνα.
*Απόσπασμα από το πεζογράφημα του Στρατή Δούκα «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», έκτη έκδοση, Κέδρος, 1977.
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Δούκα για τις περιπέτειες όσων δεν μπόρεσαν να διαφύγουν εγκαίρως από τη Μικρασία το ’22, πρωτοδημοσιευμένη το 1929, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Γενιάς του ’30.
Μικρό αριστούργημα χαρακτήρισε ο επιφανής θεατράνθρωπος και κριτικός της λογοτεχνίας Φώτος Πολίτης την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» σε κείμενό του που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Παρασκευή 10 Μαΐου 1929.
Το λογοτεχνικό αυτό έργο, σημείωνε ο Πολίτης στο εν λόγω άρθρο του, ανέβαζε μονομιάς τον Δούκα στη σειρά των καλύτερων διηγηματογράφων.
«Ένας πρόσφυγας», εξηγούσε ο Πολίτης, «σε κάποιο χωριό, του διηγήθηκε την ιστορία της βασανισμένης αιχμαλωσίας του. Ήτανε Μικρασιάτης, κι’ όταν αιχμαλωτίστηκε στη μεγάλη καταστροφή, πέρασε αφάνταστα δεινά. Δραπέτευσε, έκαμε τον Τούρκο, δούλεψε σαν τσοπάνης και τέλος κατώρθωσε να σωθή στη Μυτιλήνη. Την ιστορία αυτή, την αληθινή, διηγείται ο κ. Δούκας. Και τη γράφει σα να την έζησε ο ίδιος».
Και προσέθετε σε ένα άλλο σημείο της κριτικής ανάλυσής του τα εξής:
«Η απλότητα όλου του κομματιού είνε μοναδική, έτσι που νοιώθεις την κάθε λέξι βαρειά από νόημα, μεστή από εικόνες. Τεράστια γεγονότα για την ψυχική ζωή ενός ανθρώπου, ιστορημένα με λόγια απλά, αφηγημένα ήρεμα, στρωτά, σα να διακρίνης κάτω από τις φράσεις την καλωσυνεμένη ψυχή ενός μάρτυρος. Τίποτα περιττό. Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια, στάλα-στάλα από κάθε περιγραφή. Τύποι περνούν και χάνονται, αρπαγμένοι με μια μονοκοντυλιά, ανάμεσα στο ατέλειωτο πλήθος υπάρξεων που σβύνουν. Σαλπίσματα στριγγά μέσα στο ρόγχο των τυμπάνων. Και το αδιάκοπο φτερούγισμα του θανάτου απάνω από το μαύρο ανθρώπινο κοπάδι».
Προς διευκόλυνσή σας, χαλάω σημαίνει εν προκειμένω σκοτώνω, λεφούσι είναι το ασύνταχτο πλήθος, Φράγγοι είναι οι Γάλλοι (κατ’ επέκταση, οι Ευρωπαίοι), Χαφούζης είναι ο Τούρκος που μπορεί να απαγγείλει το Κοράνι, ασκέρ-αγάς είναι ο αξιωματικός (επικεφαλής των στρατιωτών), το «κιτάπι» έχει εδώ την έννοια του Κορανίου, εφές είναι ο εφέντης (με την έννοια του άξιου και ικανού), τα κανούλια είναι οι κάνουλες, και τέλος γελιός είναι ο γυλιός (στρατιωτικός σάκος με ατομικά είδη).
Σχέδιο του Δημήτρη Μυταρά για την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου» (Κέδρος 1977)
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας (συστάδα νησίδων στην είσοδο του κόλπου του Αδραμυττίου, απέναντι από το Αϊβαλί και ανατολικά της Λέσβου) στις 6 Μαΐου 1895 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 1983.
Πολύπλευρη προσωπικότητα, ο Δούκας εργάστηκε και έδρασε ως πεζογράφος, ως δημοσιογράφος, ως ζωγράφος και ως τεχνοκρίτης.
Το ανήσυχο και προοδευτικό αυτό πνεύμα δεν εννοούσε την τέχνη χωρίς βίωμα, χωρίς ζωή.
Ο Στρατής Δούκας διά χειρός Σπύρου Παπαλουκά
Πάντα σεμνός και ειλικρινής, ανυποχώρητος στις αρχές του, ο Δούκας έζησε μακριά από κάθε δημοσιότητα και έξω από το φιλολογικό κατεστημένο της εποχής του.
Οι έννοιες της απλότητας και της φιλανθρωπίας συνιστούν τους βασικούς άξονες της προσωπικότητας και του συνολικού έργου του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις