Tουρισμός: «Σωσίβια λέμβος» της ελληνικής οικονομίας στη δεκαετία της κρίσης
Τι αναφέρει η σχετική έκθεση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank
Την τελευταία δεκαετία, ο τουριστικός κλάδος της Ελλάδας άνθισε, καθώς η ελκυστικότητά της χώρας ως ταξιδιωτικός προορισμός παρέμεινε υψηλή, ενώ οι υποδομές αναβαθμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, όπως αναφέρει έκθεσή της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank με τίτλο “Greek Tourism Industry Reloaded: Post-pandemic Rebound and Travel Megatrends”.
Ο αριθμός των εισερχόμενων τουριστών και ταξιδιωτικών εισπράξεων διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 2010-2019, παράλληλα με την άνθηση του τουρισμού παγκοσμίως, «απορροφώντας», ως έναν βαθμό, τους κραδασμούς της υφεσιακής διαταραχής που ακολούθησε την εγχώρια κρίση χρέους, το 2010.
Ωστόσο, η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό, την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές, όπως, η πρόσφατη πανδημική κρίση.
Προ πανδημίας, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αποτελούσαν σημαντικό μέρος των εξαγωγών υπηρεσιών (44%, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2015-2019), μετριάζοντας, ως έναν βαθμό, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στο σχετικά υψηλό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις «κάλυπταν», κατά μέσο όρο, από το 2015 έως το 2019, το εμπορικό έλλειμμα κατά 76%, που σημαίνει ότι ο τουρισμός ήταν η κύρια πηγή «χρηματοδότησης» του εμπορικού ελλείμματος (Γράφημα 1).
Η έντονη τουριστική δραστηριότητα της προηγούμενης δεκαετίας, λειτούργησε ουσιαστικά ως «σωσίβια λέμβος», αφού απορρόφησε, μερικώς, το παρατεταμένο υφεσιακό shock στην Ελλάδα.
Αμείωτη ανοδική εισροή τουριστών
Η σχεδόν αμείωτη ανοδική εισροή ξένων τουριστών ήταν το αποτέλεσμα:
Πρώτον, της επίδρασης εισοδήματος, η οποία προήλθε κυρίως από το υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικούς όρους, των εισερχόμενων τουριστών και το οποίο είναι συμβατό με την ανοδική πορεία του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Δεύτερον, της επίδρασης τιμών, που προήλθε, κυρίως, από το μειωμένο κόστος εργασίας, ως αποτέλεσμα της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόσθηκε στο πλαίσιο των σχεδίων διάσωσης και οικονομικής προσαρμογής, μετά την κρίση του ελληνικού χρέους το 2010.
Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (REER), η οποία είναι ένας δείκτης της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές της, σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας (ULC), μειώθηκε την τελευταία δεκαετία.
Η μείωση της ισοτιμίας, αντανακλά ουσιαστικά την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, υπό την έννοια, ότι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο σε σύγκριση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας.
Η REER, σε όρους Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (CPI), μειώθηκε επίσης, μεταξύ 2010 και 2019, υποδεικνύοντας ότι οι τιμές στην Ελλάδα ήταν πιο ανταγωνιστικές σε σύγκριση με τη συγκεκριμένη ομάδα ανταγωνιστριών χωρών.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διεθνώς εμπορεύσιμα “αγαθά”, όπως οι τουριστικές υπηρεσίες είναι γενικά πιο εκτεθειμένα στον διεθνή ανταγωνισμό, θεωρείται ότι η επίδραση της τιμής ήταν ακόμη πιο έντονη στον τουριστικό τομέα.
Τρίτον, της επίδρασης υποκατάστασης, καθώς εξωτερικοί παράγοντες και γεγονότα, είχαν ως αποτέλεσμα την προσέλκυση τουριστικών ροών από το εξωτερικό και την απόσπαση μεριδίου αγοράς από τους ανταγωνιστές.
Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η επενδυτική δραστηριότητα λόγω της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα διευκόλυνε την περαιτέρω επέκταση του τουριστικού κλάδου, ενώ την επόμενη δεκαετία, γεωπολιτικές εξελίξεις όπως η Αραβική Άνοιξη και η πολιτική αστάθεια στην Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, οδήγησαν σε ήπια αύξηση του μεριδίου αγοράς της Ελλάδας στις αφίξεις από το εξωτερικό, συγκριτικά με τους κύριους ανταγωνιστές της στη Μεσόγειο.
Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό
Κύριο χαρακτηριστικό της πανδημίας ήταν το μεγάλο shock ζήτησης, εξαιτίας των ταξιδιωτικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων, που οδήγησε σε απότομη και μεγάλη πτώση των τουριστικών εισροών. Αυτό οδήγησε σε επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και άρα σε σημαντική απώλεια εγχώριου προϊόντος.
Τούτο αποτελεί ένδειξη της υψηλής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό. Συγκεκριμένα, το 2020 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αντιπροσώπευαν μόλις το 19% των συνολικών εισπράξεων υπηρεσιών και κάλυψαν το εμπορικό έλλειμμα, μόνο κατά 23%.
Έτσι, η Ελλάδα υπέστη ένα βαθύ υφεσιακό shock το 2020, το οποίο υπερέβη σημαντικά τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, κυρίως λόγω της υψηλής εξάρτησής της από τον τουρισμό. Το Γράφημα 2 απεικονίζει την ισχυρή σχέση μεταξύ του βαθμού εξάρτησης από τον τουρισμό και του μεγέθους του υφεσιακού shock.
Οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, όπως η Ελλάδα, υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες, σε όρους εγχώριου προϊόντος.
Στο Γράφημα 2, ο οριζόντιος άξονας μετρά την απώλεια σε όρους ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ, η οποία υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ των ρυθμών μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ του 2020 των επιλεγμένων χωρών και των αντίστοιχων προβλέψεων του ΟΟΣΑ τον Νοέμβριο του 2019. Ουσιαστικά, αποτελεί μια μέτρηση των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα ανά χώρα. Ο κατακόρυφος άξονας δείχνει τη συνολική συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ το 2019.
Οι χώρες με συγκριτικά υψηλότερη τουριστική συνεισφορά στο ΑΕΠ, υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες εγχώριου προϊόντος, το 2020.
Συγκεκριμένα, η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ τον Νοέμβριο του 2019 για το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν αύξηση κατά 2,1% το 2020, ενώ περίπου ένα έτος αργότερα, η ελληνική οικονομία κατέγραψε πτώση 9%. Αυτό αποδόθηκε, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην υψηλή συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, η οποία υπολογίζεται άνω του 20% του ΑΕΠ.
Το 2021, ο εντυπωσιακά υψηλός αριθμός τουριστών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα τους θερινούς μήνες , συνέβαλε σημαντικά στην ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ (+8,3%). Η εξέλιξη αυτή μπορεί να συγκριθεί με την προηγούμενη οικονομική κρίση, όταν ο τουρισμός λειτούργησε ως «σωσίβια λέμβος» για την ελληνική οικονομία.
Η εισροή επισκεπτών και τα έσοδα που επέφεραν, στήριξε την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, ώστε να αντισταθμίσει σχεδόν το σύνολο της ζημίας που υπέστη το ΑΕΠ κατά το πρώτο έτος της πανδημίας (2020: -9%).
Πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, ένα μεταβαλλόμενο τοπίο αναδυόταν στην τουριστική βιομηχανία παγκοσμίως. Οι προτιμήσεις των πελατών άλλαζαν γρήγορα και οι επιχειρήσεις ανταποκρίθηκαν μέσω ενός ευρύτατου φάσματος δράσεων σε συγκεκριμένους τομείς: ευελιξία στις πολιτικές κρατήσεων και ακύρωσης, δημιουργία ψηφιακού brand, διαδικτυακές αναζητήσεις, δημιουργικότητα και διαφοροποίηση υπηρεσιών.
Τα επιχειρηματικά μοντέλα είχαν ήδη αρχίσει να προσαρμόζονται σε ένα απαιτητικό περιβάλλον, ωστόσο η πανδημία επιτάχυνε τεκτονικές αλλαγές στην οικονομία που αναμένονταν να εφαρμοστούν τις επόμενες δεκαετίες, ειδικά όσον αφορά την ψηφιακή τεχνολογία.
Επιπλέον, η ανάγκη συνδυασμού μιας ευχάριστης εμπειρίας διακοπών με αυστηρότερες υγειονομικές συνθήκες και κοινωνική αποστασιοποίηση θα είναι πιθανώς ένα μονιμότερο χαρακτηριστικό στο μέλλον, το οποίο θα μεταμορφώσει τον τουριστικό τομέα.
Η νέα γεωπολιτική αστάθεια και οι επιδράσεις της
Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η προσδοκώμενη ισχυρή δυναμική του τουρισμού στην Ελλάδα αναμένεται να επιβραδυνθεί ελαφρώς, αλλά δεν αναμένεται να ανακοπεί. Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αναμένεται να επηρεάσει τον τουριστικό τομέα μέσω τριών καναλιών.
Πρώτον, μέσω της απουσίας των Ρώσων τουριστών. Ο αντίκτυπος αυτός, ωστόσο, αναμένεται να είναι περιορισμένος -δεδομένου του χαμηλού μεριδίου αγοράς των Ρώσων τουριστών στις αφίξεις της Ελλάδας. Mετά την κρίση της Κριμαίας το 2014, οι τουριστικές εισροές από τη Ρωσία μειώθηκαν σταδιακά, κυρίως λόγω της υποτίμησης του ρουβλίου έναντι του ευρώ.
Παράλληλα, το μερίδιο αγοράς των ρωσικών αφίξεων στην Τουρκία αυξήθηκε κατακόρυφα, ιδιαίτερα μετά το 2017, ως αποτέλεσμα της υποτίμησης της τουρκικής λίρας, αντανακλώντας, εν μέρει, μια επίδραση υποκατάστασης (το αντίστοιχο μερίδιο στην Ελλάδα μειώθηκε).
Το 2019, οι Ρώσοι τουρίστες αντιπροσώπευαν το 1,9% των συνολικών αφίξεων τουριστών στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο για την Ουκρανία ήταν ακόμη μικρότερο.
Το μερίδιο των αφίξεων από τη Ρωσία μειώθηκε στο 0,3% το 2020, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, σημειώνοντας μόνο οριακή άνοδο στο 0,8% το 2021. Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, τα αντίστοιχα μερίδια διαμορφώθηκαν στο 2,4% το 2019 και στο 1,1% το 2021.
Δεύτερον, μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις χώρες προέλευσης (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ρουμανία, ΗΠΑ κ.λπ.) ως συνέπεια των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε πιθανή επιβράδυνση των τουριστικών αφίξεων -δεδομένης της θετικής τους συσχέτισης με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 3β- και, κατά συνέπεια, των ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Ωστόσο, αυτός ο αντίκτυπος μπορεί να αντισταθμιστεί εν μέρει, από τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την τάση για αυξημένη κατανάλωση στη μετά πανδημική περίοδο.
Τρίτον, μέσω του υψηλότερου κόστους λειτουργίας, εξαιτίας των απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων του τουριστικού κλάδου.
- Ποια θα είναι η επόμενη;
- Εύβοια: Εντοπίστηκαν σώοι οι δύο νέοι που χάθηκαν στα βουνά λόγω κακοκαιρίας
- Φιλιππίνες: Μεγάλες καταστροφές προκάλεσε ο υπερτυφώνας Μαν-γι – Κύματα ύψους έως και 14 μέτρα
- Η απάντηση του Κέιν για τις δηλώσεις του πριν από το ματς με την Ελλάδα
- Ιράν: Τι λένε τα μέσα των Ιρανών εξόριστων για τον νόμο του χιτζάμπ; – Οι εύθραστες πολιτικές ισορροπίες
- Live: «Εδώ Πολυτεχνείο» – Σε εξέλιξη οι εκδηλώσεις για τα 51 χρόνια από την εξέγερση