«Κάθε ρούχο κι ένα αντικείμενο τέχνης»
Προδημοσίευση από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Σάσας Ντάριο «36 μαθήματα χορού» (εκδ. Αγρα), σε επιμέλεια Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
Ξεκίνησε από φτωχογειτονιά του Πειραιά, για να ανακαλύψει τον χορό στα 17 και να γίνει τελικά κορυφαία χορεύτρια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 μέχρι και σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Σάσα Ντάριο ερμήνευσε ρόλους αξιώσεων, έζησε θριάμβους, μέτρησε τραύματα, ως γνήσιο τέκνο μιας μεταπολεμικής Ελλάδας που αναζητούσε το θαύμα ακόμη και στα ερείπια.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο «36 μαθήματα χορού», σε επιμέλεια του δεινού γνώστη Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, που αναμένεται στις 16 του μήνα από τις εκδ. Αγρα, δεν είναι μόνο η εξιστόρηση του αγώνα ενός κοριτσιού που, αψηφώντας το δύσκολο και συχνά εχθρικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε, δούλεψε σκληρά κάνοντας σωστές επιλογές. Είναι ένα πρίσμα μέσα από το οποίο περνάει η ιστορία της λειτουργίας των πρώτων χρόνων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία μέσα από την αφήγηση της Σάσας Ντάριο φωτίζει συνθήκες, όπως η έλλειψη υλικών και τεχνογνωσίας, όσο και τους ίδιους τους ανθρώπους της και τον τρόπο δουλειάς τους, όπως ο Αγγελος Γριμάνης, ο Βασίλης Φωτόπουλος, η Ανθή Ζαχαράτου, ο Νίκος Ζαχαρίου, ο Γιάννης Μέτσης κ.ά.
Η έκδοση συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό φωτογραφικών πορτρέτων της Ντάριο, φωτογραφίες από τα ταξίδια της με περιοδείες σε Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη, και ακολούθως τη μετάβαση στο Παρίσι για τη χορευτική της εκπαίδευση, ντοκουμέντα από τον Τύπο της εποχής, καθώς και ένα αυτοτελές αφιέρωμα με σπάνιες και ιστορικές φωτογραφίες από τις σημαντικότερες παραστάσεις όπου συμμετείχε. Από το βιβλίο δημοσιεύουμε σήμερα δύο αποσπάσματα.
Η σεξουαλική παρενόχληση
«Είχα μια πολύ κακή εμπειρία από σεξουαλική παρενόχληση η οποία αποτέλεσε και το γεγονός που με έσπρωξε να φύγω για την Αίγυπτο. Χόρευα ακόμα στον Βαφτιστικό και ο τότε, ας μην πούμε όνομα, καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής, με το χαρακτηριστικό του μονόκλ, ήρθε στην παράσταση του Βαφτιστικού και μου είπε να περνούσα όταν θα τελείωνα από το γραφείο του. Εγώ όντας αγαθή ακόμα, μικρό κοριτσάκι (γιατί τότε, εκείνη την εποχή, οι νέοι ήταν ακόμα παιδιά), φαντάστηκα ότι ήθελε να μου συζητήσει επιτέλους ένα συμβόλαιο σολίστ και να μου το αναγγείλει ο ίδιος. Πήγα λοιπόν και τον ζήτησα, με άφησε η γραμματέας του να μπω, του είπα χαμογελώντας: «Τι με θέλετε;», κι όταν έκλεισε η πόρτα πίσω μου εκείνος άρχισε να μιλάει. Μου είπε ότι θέλει να μου προτείνει κάτι κι ότι θα είχα περιθώριο να του απαντήσω μία ολόκληρη εβδομάδα, δεν ήταν ανάγκη να του απαντήσω αμέσως. Μετά από μία εβδομάδα θα έπρεπε σε ό,τι μου έλεγε είτε να δεχτώ είτε να του έλεγα ότι το έχω ξεχάσει. Κι άρχισε να μου λέει ότι είχε μια εγγονή στην ηλικία μου και ότι είχε χάσει το μυαλό του μαζί μου, δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι ότι τον είχα τρελάνει, με ήθελε δικιά του. Εγώ πάγωσα, πρώτη φορά βρέθηκα να αντιμετωπίσω τη ζωή με έναν παππού να μου εξομολογείται τον αηδιαστικό έρωτά του, κάτι που για μένα ήταν ανείπωτο, αδύνατο να το σηκώσω… Ετσι λοιπόν, πήρα μια βαθιά ανάσα και την ίδια στιγμή του απάντησα: «Τελειώσατε; Για να μη σας κάνω να περιμένετε μία εβδομάδα, ό,τι μου έχετε πει τα ξέχασα», κι έκανα μεταβολή, άνοιξα την πόρτα κι έφυγα τρέχοντας. Αυτό με στιγμάτισε, με έκανε κι είδα τη ζωή ανάποδα, μέχρι τότε δεν φανταζόμουν ότι ένας γέρος μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα και αυτός ήταν και ο λόγος που όταν μου είπε ο Γριμάνης για την Αίγυπτο, εγώ του είπα αμέσως το ναι».
Οι πολύτιμοι συνεργάτες
«Η καριέρα ενός χορευτή δεν εξαρτάται μόνο από τον ίδιον, το ταλέντο και το χαρακτήρα του ή την εργατικότητά του. Ενα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της καριέρας ενός χορευτή είναι το πώς θα ντυθείς κι εδώ οφείλω να αναφερθώ στους πολύτιμους συνεργάτες που είχα την τύχη να έχω σε αυτόν τον τομέα. Δεν έχει σημασία το είδος του χορού, ακόμα κι αν πρόκειται για μια χορογραφία που δε χρειάζεται κάτι ειδικό ή ιδιαίτερο θεματικά (εποχής ας πούμε), κάθε ρούχο από το πιο απλό μέχρι το πιο περίπλοκο ήταν ένα αντικείμενο τέχνης. Δε θα ξεχάσω τον σπουδαίο και ιδιοφυή φίλο μου, τον Βασίλη Φωτόπουλο, σκηνογράφο και ενδυματολόγο, ο οποίος όταν χρειάστηκε να μου φτιάξει κάτι για την ταινία Ατλας μου έφτιαξε κάτι σαν μαγιώ, τόσο απλό και συνάμα τόσο περίτεχνο και λαμπερό που ενσωμάτωνε το χαρακτήρα του ρόλου επάνω μου. Οτι δηλαδή πρέπει να κάνει ένα σωστό θεατρικό κοστούμι. Δε θα μπορούσα να ξεχάσω τον Γιάννη Τσαρούχη, αυτόν τον ανεπανάληπτο καλλιτέχνη, ο οποίος σε κάποια βραδιά μπαλέτου, έφτιαξε για μένα, για τον Γιάννη Μέτση αλλά και για όλους τους υπόλοιπους χορευτές κοστούμια από χαρτί (!) και ο Γριμάνης προσάρμοσε τη χορογραφία ανάλογα. Αλλοι αξιόλογοι και αξέχαστοι συνεργάτες ήταν ο Τζων Στεφανέλλης, που δούλευε μόνιμα στη Λυρική, η Λίζα Ζαΐμη, ο Μάριος Αγγελόπουλος που μου είχε φτιάξει τα κοστούμια στην Αΐντα, ο Γιάννης Καρύδης που είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές αλλά και η Ιωάννα Παπαντωνίου που είχαμε δουλέψει σε μια Βραδιά Μπαλέτου στη Λυρική. Ολοι αυτοί και κάποιοι άλλοι ακόμα θαρρείς και έραψαν με τα ρούχα τους πάνω μου μια καινούργια προσωπικότητα, βοηθώντας με να ερμηνεύσω καλύτερα τους ρόλους μου και μάλιστα με κάποιους περάσαμε χρόνια μαζί».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις