Καλλιτέχνης του δρόμου
Καλλιτέχνης του δρόμου! Πόση μαγκιά χρειάζεται για να τραγουδάς μπροστά σε περαστικούς;
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Απόγευμα στον πιο πολυσύχναστο πεζόδρομο της Πάτρας. Γλυκύτατη άνοιξη, χαρά Θεού. Σμάρια όλων των ηλικιών βολτάρουν, παρέες κάθονται στα τραπεζάκια, μαμάδες και μπαρμπάδες, κυρίως όμως έφηβοι και φοιτητές. Λίγη παρατηρητικότητα αν έχεις, μαντεύεις ποιοι θα ερωτευτούν, ποιοι θα χωρίσουν, τίνων το μάτι αστράφτει – ποιοι θα κυνηγήσουν τα όνειρά τους – και ποιοι θα βολευτούν σε μία ανετούτσικη ρουτίνα, αποφεύγοντας όσο γίνεται τους κραδασμούς. Μπλέκονται στον αέρα οι μουσικές από τις καφετέριες, τα γέλια και οι φωνές. Κάπου, από το βάθος, έρχεται στα αφτιά σου ένα τραγούδι της Εντίθ Πιαφ – «non, je ne regrette rien», «όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα» – και κολλητά «besame mucho», «φίλα με πολύ»…
Προχωράς μερικά βήματα και τη βλέπεις. Μία κυρία στα πενήντα της, μπορεί και παραπάνω. Εμφανίσιμη, κομψή. Σε ένα σκαμνί, με μια κιθάρα στα χέρια, ένα μικρόφωνο και ένα ηχείο. Λέει τώρα Χατζιδάκι, δεν μιμείται τις γνωστές εκτελέσεις, έχει προσωπικό ύφος. Ωραιότατη φωνή. Ξέρει να παίζει. Στη θήκη της κιθάρας που έχει ακουμπήσει στο πλακόστρωτο αφήνεις ένα πεντάευρο, ελάχιστο αντίτιμο για την τέρψη που σου προσφέρει. Σου χαμογελάει. Της χαμογελάς. «Δασκάλα μουσικής ήμουν, σε σχολείο» σου λέει – δεν διευκρινίζει εάν πήρε πρόωρη σύνταξη ή εάν έχασε τη δουλειά της. «Μεγάλωσαν κάπως τα παιδιά μου, τα αφήνω το απογεύματα και βγαίνω στον δρόμο… Μου αρέσει πολύ!».
Καλλιτέχνης του δρόμου! Πόση μαγκιά χρειάζεται για να τραγουδάς μπροστά σε περαστικούς; Αλλοι να σε προσπερνούν βιαστικά, άλλοι να σου ρίχνουν βλέμματα συμπάθειας, μέχρι και οίκτου. Κάποιοι, και στη μεγάλη ακόμα πόλη, να σε αναγνωρίζουν, φίλοι φίλων, συγγενείς συγγενών… «Είδα την Καίτη τις προάλλες, κάτω από το συντριβάνι, θα έχει στριμωχτεί άσχημα η δόλια για να μαζεύει φραγκοδίφραγκα έτσι, τα αδέλφια της δεν τη βοηθούν ήθελα να ‘ξερα;». Λίγοι, ελάχιστοι ίσως, κοντοστέκονται και απολαμβάνουν και εκτιμούν το τραγούδι σου.
Λαχταρούν οι καλλιτέχνες να εκφράζονται. Διακινδυνεύουν να εκτίθενται. Τεράστιο ζόρι η δημόσια έκθεση, τα αδιάκριτα βλέμματα, τα κακεντρεχή σχόλια, ο κάθε εξυπνάκιας που θα σηκώσει το φρύδι και θα κοκορευτεί «εγώ παίζω καλύτερα», «εγώ γράφω ωραιότερα», «ποιος τάχα τον προωθεί;», «μπα, δεν θα αντέξει πάνω από μία σεζόν…». Για αυτό και οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν απόλυτη ανάγκη από κάποιας μορφής προστασία. Μια στέγη. Ενα θέατρο, μια μπουάτ έστω για να εμφανίζονται. Εναν εκδοτικό οίκο να βάζει τη σφραγίδα του στα ποιήματα ή στα πεζά τους. Μια απόδειξη πως είναι «σοβαροί», «επαγγελματίες», «εγκεκριμένοι». Και όχι αδέσποτοι, του δρόμου…
Θα έβρισκα εγώ ποτέ το θάρρος να πηγαίνω σε παρέες, σε καφενεία και σε ταβέρνες, κι αντί να γράφω τις ιστορίες μου, να τις διηγούμαι προφορικά; Από το στόμα μου να ‘πρεπε να βγαίνουν οι σωστές λέξεις, στη σωστή σειρά, ώστε να τους κεντρίζω, να τους συγκινώ, να τους διασκεδάζω; Τι τρόμος εάν τυχόν η προσοχή των ακροατών ατονούσε! Με ποια τεχνάσματα να προλάβεις ή να ξορκίσεις τα χασμουρητά τους; Πώς να τους ξαναζεστάνεις προτού σε εγκαταλείψουν; Ο ταβερνιάρης σου στάζει κρασί με φειδώ, «απ’ τα παιδιά…» σου λέει, βρέχεις εσύ τα χείλη και χαμογελάς πλατιά, το κοινό έχει πάντα δίκιο, από το υστέρημά τους σε κερνάνε.
Ετσι συνέβαινε επί χιλιετίες. Προπάτορας, γενάρχης, κάθε αφηγητή και κάθε παραστατικού καλλιτέχνη είναι ο περιφερόμενος αοιδός. Ο τραγουδιστής του δρόμου, που -συνοδεία λύρας είτε χτυπώντας ρυθμικά το ραβδί του στο πάτωμα – πλέκει τους μύθους, ζωντανεύει πολέμους και έρωτες, δίνει το μέτρο και το πάθος, ποιεί το ήθος. Σε τεντωμένη κλωστή ακροβατεί. Οποτε συνεπαίρνει έστω κι έναν άνθρωπο, η ψυχή του πυρπολείται. Μια παγωμένη κόλαση απλώνεται κάτω απ’ τα πόδια του η αδιαφορία του κόσμου. Οι ασυγκίνητες, οι κρύες φάτσες.
«Κύριε, δως μου θάρρος, το σκοινί να μην κοπεί, θέλω να ‘μαι φάρος που φωτίζει τη σιωπή…». Αυτούς ακριβώς τους στίχους του Νίκου Γκάτσου τραγουδούσε η κομψή κυρία στον πεζόδρομο, στην Πάτρα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις