«Θέλουμε ένα μουσείο που με τις επιλογές του θα γράφει τη δική του ιστορία»
Ο διευθυντής του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Κυριάκος Κουτσομάλλης, μιλάει για την αποστολή των Μουσείων της Αθήνας και της Ανδρου και την περιπέτειά του στον χώρο της τέχνης
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Τι είναι ένα μουσείο; Τίποτα περισσότερο από έναν χώρο που προορίζεται να αποκαθιστά συνεχώς μέσα μας την ενότητα του χρόνου, του πνευματικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού χρόνου, όπως όχι μόνο αδυνατεί να μας τον γνωρίσει ο καθημερινός βίος αφού επιπλέον ο βίος αυτός υπονομεύει την ενότητα του χρόνου σε βαθμό εξοντώσεως ακόμη και μέσα στους πιο ήπιους – αν υπήρξαν ποτέ – πολιτικά και κοινωνικά καιρούς. Μια ενότητα πολύτιμη, όσο σύντομος ή μακρύς και αν είναι ο βίος ενός ανθρώπου, καθώς ένα σωστά οργανωμένο και προσανατολισμένο μουσείο αποτελεί για τον κάθε άνθρωπο – ακόμη και για τον πιο αδαή περί τα καλλιτεχνικά – μια κιβωτό μνήμης που δίχως αυτήν κανείς δεν μπορεί να υπάρξει. Και τούτο γιατί όσο και αν την ανθρώπινη ύπαρξη την εγγυάται πρωτίστως η σύμφυτη αταξία της άλλο τόσο τη μεταβάλλει σε δεσπόζουσα οντότητα η πνευματική, όπως επιτυγχάνεται χάρη και σε ένα μουσείο, καταξίωσή της. Με μια θητεία 50 χρόνων στους κόλπους του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή και τώρα πια ως διευθυντής του ομώνυμου ιδρύματος αλλά και 36 χρόνων στη διεύθυνση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Ανδρου, ο Κυριάκος Κουτσομάλλης αποτελεί εκ των πραγμάτων τον ιδεωδέστερο συνομιλητή προκειμένου να οικειωθεί κανείς την πραγματικότητα και την προοπτική ενός μουσείου καταχωρισμένου ήδη μέσα στον δυναμικότερο πυρήνα του νεοελληνικού πολιτιστικού μας γίγνεσθαι.
Ωστόσο, όσο μικρός και αν είναι ο χρόνος που έχει αρχίσει να λειτουργεί το Μουσείο Γουλανδρή, εύλογο μπορεί να χαρακτηριστεί το ερώτημα όσον αφορά τη διαφαινόμενη μέσα στον χρόνο αυτό προοπτική, κατά πόσο τα σχέδια που υπήρχαν πριν από τη λειτουργία του φαίνεται να έχουν δρομολογηθεί σε σχέση με την υλοποίησή τους. «Η φιλόδοξη προσμονή ενός νεότευκτου κέντρου τέχνης και πολιτισμού, το οποίο έρχεται να αναζητήσει στέγη ύπαρξης και δράσης σ’ έναν διεθνή χώρο, είναι να αγαπηθεί πρωτίστως από το κοινό, τον αποδέκτη δηλαδή του μηνύματος το οποίο θέλει να εκπέμπει. Να τύχει της ευάρεστης αποδοχής και υποδοχής από τον κόσμο. Αν η επισκεψιμότητα είναι κριτήριο επιτυχίας, αυτό στην περίπτωσή μας υπερέβη τις προσδοκίες μας. Δυστυχώς η πανδημική υγειονομική κρίση ανέκοψε τη ροή. Σιγά σιγά όμως, αλλά σταθερά, η προσέλευση αποκαθίσταται. Ο ενθουσιασμός, άλλωστε, ουδέποτε εξέλιπε. Η επιτυχία του ξεκινήματος δεν υπήρξε αυτάρεσκη λάμψη, που χάνει την αίγλη της από την επαύριον. Κατά την περίοδο του επιβαλλόμενου εγκλεισμού, με ποικίλα μέσα και τρόπους που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, διατηρήσαμε ζωντανή τη σχέση μας με το κοινό.
Τίποτα, ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Πολλά έγιναν στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα, πολλά όμως μένουν να γίνουν. Με επίγνωση ότι ένα Μουσείο Νεότερης και Σύγχρονης Τέχνης από τη φύση της ιδιότητας και αποστολής του καλείται να πάρει ενεργά μέρος σ’ ένα δεδομένο κοινωνικοκαλλιτεχνικό γίγνεσθαι, όπου η τέχνη επί έναν σχεδόν αιώνα δεν έπαυσε να αυτοφραγγελώνεται αναζητώντας την ενηλικίωσή της, καλείται επίσης να στηρίξει προτάσεις που πιάνουν τον παλμό αυτής της αγωνίας. Μια τέχνη που γίνεται τώρα για να αυτοαναιρεθεί ενδεχομένως αύριο.
Μέσα σ’ ένα κλίμα ασταθών πολιτισμικών μεταλλάξεων το μουσείο του είδους καλείται, με συγκλίσεις και συνέργειες, να βάλει στόχους και να καταρτίσει εύστοχο προγραμματισμό. Να βάλει ανεξίτηλο στίγμα συνέπειας, ήθους, αποτελεσματικότητας, επαγγελματισμού, ώστε να καλλιεργήσει σχέσεις με διεθνείς φορείς. Να κάνει τον πολιτισμό εργαλείο ανάπτυξης, οικονομικής, κοινωνικής, διπλωματικής, ώστε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα.
Κύτταρο πολιτισμού
Αυτό που από την πρώτη ώρα με σθένος διατρανώσαμε είναι να δημιουργήσουμε ένα ζωντανό κύτταρο, έναν πυρήνα πολιτισμού που θα είναι χώρος οικείος, προσηνής, φιλόξενος, ανοιχτός στη διαφορετικότητα, στις πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες. Θέλουμε ένα μουσείο που με τις επιλογές του θα γράφει τη δική του ιστορία. Θα τη γράφει προκαλώντας τον χρόνο του. Μετουσιώνοντας τον χώρο του σε εργαστήρι γόνιμων προβληματισμών. Σε χώρο προτάσεων, ζυμώσεων, θέσεων και αντιθέσεων. Σε εργαλείο μάθησης στο πνεύμα της προσδοκίας των εγκυκλοπαιδιστών όπως και της ευρύτερης διανόησης της Ευρώπης των φώτων. Θα γράφει την ιστορία του βιώνοντας και κωδικοποιώντας τον χρόνο του, που εκτός από τον καθαρά εικαστικό – αισθητικό του ρόλο θα ορίζει στον εαυτό του και ρόλο και λόγο ευρύτερα κοινωνικό, υποκινώντας και κεντρίζοντας κοινωνικούς προβληματισμούς. Θέλουμε τα πιστεύω μας να είναι εδραιωμένα σε στέρεη και ανθεκτική βάση, ώστε να έχουν βάθος στον χρόνο και προοπτική μέλλοντος».
Επειδή κάθε μουσείο έχει ένα παρελθόν όσον αφορά τους ανθρώπους που το οραματίστηκαν και υπήρξαν ο ακρογωνιαίος λίθος για την πραγματοποίησή του, λογικό είναι να θέλει να πληροφορηθεί κανείς όσο γίνεται περισσότερα για τους Βασίλη και Ελίζα Γουλανδρή, δύο ονόματα με έναν μυθικό ήδη απόηχο στον χώρο της εικαστικής δημιουργίας. «Τον Βασίλη Γουλανδρή τον γνώρισα το 1972 κι έτσι θέλω να τον θυμάμαι, 28 χρόνια μετά τον θάνατό του (1994). Τον γνώρισα άρχοντα στη γενναιοδωρία των αισθημάτων και αρχοντικό στην καθημερινότητά του. Ανθρωπο χαμηλών τόνων, πάντα διακριτικό, απόμακρο από την τύρβη της κοσμικότητας, ολιγόλογο έως και σιωπηλό, αποστασιοποιημένο από την πεζή καθημερινότητα, από τον άσκοπο και ανούσιο λόγο. Ευαίσθητο για τον πάσχοντα και πάντα έτοιμο να απλώσει χέρι βοηθείας προς τον ασθενή και αδύναμο. Θαύμαζα την τέλεια κομψότητα, τη μετρημένη στάση και κίνηση, την έμφυτη και απροσποίητη καλοσύνη. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο. Αυτό του προσέδιδε κύρος, φερεγγυότητα, ακεραιότητα. Διορατικός, οξυδερκής, ακάματος επιχειρηματίας, ήταν αδέκαστος στην απόδοση του δικαίου και της οφειλής και πάντα έτοιμος να επαινέσει τα προσόντα των συνεργατών του. Τον θυμάμαι σιωπηλό και αμήχανο μπροστά στις τόσες τιμές και τα τόσα δείγματα φιλίας, εκτίμησης και αναγνώρισης που κατά καιρούς τού έγιναν.
Και πλάι του, η σύντροφος της ζωής του, η Ελίζα. Ακτινοβολούσε με την ομορφιά, τη χάρη και την καλοσύνη της. Η ζωή της ήταν μια σύνοψη κομψότητας και αξιοπρέπειας. Πάντα έτοιμη για έργα καλά, έργα αλληλεγγύης, ευποιίας, ανθρωπισμού. Με τον σύζυγό της μοιράζονταν το ασίγαστο πάθος για τις τέχνες, τις εικαστικές πρωτίστως. Μαζί διέτρεχαν τα μουσεία, τα κέντρα τέχνης, τις γκαλερί. Μαικήνες των τεχνών, είχαν προαγάγει τη χορηγία σε σκοπό που έβρισκε την ενσάρκωσή του χάρη στην επιχειρηματική τους ευρωστία, κυρίως όμως στη γενναιοδωρία τους να θέλουν να μοιραστούν κοινωφελή αγαθά, διαθέτοντας στο πνεύμα των ευεργετών μέρος από την περιουσία τους. Ετσι γνώρισα τον Βασίλη και την Ελίζα κι έτσι θα τους θυμάμαι. Ομολογώ ότι ανήκω σ’ αυτούς τους προνομιούχους που είχαν την τύχη να τους γνωρίσουν και για πολλά χρόνια από κοντά να συναναστραφούν. Η κουβέντα μαζί τους ήταν μια αστείρευτη πηγή μάθησης. Πολλά διδάχθηκα, πολλά έμαθα. Είμαι βέβαιος ότι έτσι θα τους θυμούνται όλοι όσοι είχαν την τύχη να τους γνωρίσουν».
Η επιλογή Σόρογκα
Φυσιολογικά μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί σε ένα μουσείο που έχει ως προοπτική τον ατέρμονα χρόνο επέλεξε η έναρξη της λειτουργίας του να γίνει με μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του Σωτήρη Σόρογκα. «Επιλέξαμε αυτό το αφιέρωμα στον Σωτήρη Σόρογκα γιατί πιστεύουμε ότι στα νεότερα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου μας αποτελεί μια εξέχουσα παρουσία με αρχές που ανάγονται στη διαχρονική μας παράδοση και στις πιο γόνιμες στιγμές της καλλιτεχνικής δημιουργίας του τόπου. Χωρίς να ενδίδει στα κελεύσματα ενός άκρατου μοντερνισμού αλλά ούτε και σε μια απόλυτα νατουραλιστική γοητεία, εδραίωσε τις αρχές του σ’ έναν προσωπικό ρεαλισμό, από όπου αναδεικνύεται και η ιδιαιτερότητα του έργου του. Χάρη στο εύρος της ουμανιστικής του παιδείας, στην τεχνοτροπική και σχεδιαστική του μαεστρία, τη γοητεία της αφοπλιστικής καλλιτεχνικής του εντιμότητας, την ιδιοφυΐα του λόγου του με τον οποίο τεκμηριώνει το καλλιτεχνικό του διάβημα, με ιδιότυπες εικαστικές προσεγγίσεις διαπραγματεύεται εικαστικά την αμαυρωμένη από τον χρόνο μνήμη των πραγμάτων.
Με μυστηριακή, μινιμαλιστική, καθαρτική απάλειψη της έξωθεν αμαύρωσης με ό,τι η λήθη επιχείρησε να θαμπώσει, έγινε ο ζωγράφος της «θνήσκουσας ύλης και της αναστάσιμης προσδοκίας», όπως ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται. Στην αποψιλωτική αυτή διαδικασία προσκαλεί τον αποδέκτη να απεκδυθεί από στερεοτυπικές εικονογραφικές προσλήψεις για να ιχνηλατήσει την πορεία του διαβήματός του σε χώρους, χρόνους και τόπους παρηκμασμένους, μιας άλλης εποχής. Στη διαχρονία το διάβημά του, μέσα στα πλαίσια των γενικότερων πολιτισμικών μετασχηματισμών, τον καθιστά ζωγράφο επίκαιρο, συγχρονισμένο με την εποχή του. Τα όσα προαναφέρονται είναι ορισμένα μόνο κριτήρια που συνάδουν, συνηγορούν και τεκμηριώνουν την απόφασή μας να προγραμματίσουμε αυτή την έκθεση».
Ακόμη και αν «νεογέννητο» το όνομα του Κυριάκου Κουτσομάλλη στον χώρο της εικαστικής δημιουργίας, έντονη θα παρέμενε η πρόθεση να τον ρωτήσει κανείς τι του έχει προσπορίσει ο βραχύς χρόνος της παρουσίας του στον χώρο αυτό, πόσω μάλλον σήμερα που η παρουσία αυτή μετρά ήδη μισό αιώνα. «Υπήρξε ένα ταξίδι πληρότητας που μου έδωσε την ευκαιρία, την άφατη χαρά και ευτυχία να περιπλανηθώ στους μαιάνδρους της τέχνης. Ενα ταξίδι ευγνωμοσύνης προς αυτούς που στη διαχρονία της πορείας μου μού έδωσαν τον μίτο της εξόδου μου από τον λαβύρινθο της θνητότητας. Ενα ταξίδι ευγνωμοσύνης προς αυτούς που μου προσφέρουν τη χαρά της αισθητικής απόλαυσης, την όξυνση της ευαισθησίας μου ώστε να βλέπω, να αξιολογώ οπτικά τα πιο μικρά και ασήμαντα πράγματα. Είναι το ταξίδι που μου προσέφερε τη γνώση, την οξυδέρκεια της οπτικής αντίληψης, την ικανότητα προσέγγισης, ανάγνωσης, ερμηνείας της εικονογραφικής απόδοσης. Την ικανότητα ν’ αφήνω το μάτι μου ν’ ακούσει τα πίσω από τον αμφιβληστροειδή τεκταινόμενα που προσδίδουν στην εικόνα νόημα, ουσία, οντότητα».
Από την Ανδρο στην Αθήνα
Σε ποιο βαθμό άραγε η πείρα των 36 χρόνων όσον αφορά τη διεύθυνση του Μουσείου Γουλανδρή στην Ανδρο παίζει έναν ευεργετικό ρόλο στην παράλληλη διεύθυνση του Μουσείου Γουλανδρή στην Αθήνα; «Ο φόρτος της διεύθυνσης των Μουσείων της Ανδρου και της Αθήνας αντιμετωπίζεται χάρη στους άοκνα εργαζομένους, τους 50 που δίνουν την ψυχή τους προκειμένου να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους. Πολλά είναι ασφαλώς τα προβλήματα που ανακύπτουν, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσεων όπως αυτές που βιώνουμε. Δεν είναι όμως ανυπέρβλητα, όταν μάλιστα εκ φύσεως έχω το σθένος να αισθάνομαι ασφαλής μέσα στην όποια περιρρέουσα ανασφάλεια. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, το Μουσείο της Ανδρου, παγιωμένος πλέον θεσμός, έχει κατά πολύ υπερβεί τα αρχικά διλήμματα και τους όποιους δισταγμούς. Η ικανότητά του να ενταχθεί από την πρώτη ώρα στην τροχιά των ευρύτερα πολιτιστικών δρωμένων δημιούργησε τις προπαιδευτικές προϋποθέσεις για το μεγαλύτερο άλμα της ανοικοδόμησης του Μουσείου της Αθήνας. Αποτέλεσε την πρωτογενή ιδέα, τη μήτρα όπου εκκολάφθηκε, ωρίμασε και αναπτύχθηκε η ιδέα της δημιουργίας του Μουσείου της Αθήνας, το οποίο χάρη στη σπουδαιότητα της συλλογής που αποτελεί την καρδιά του μουσείου και των μουσειοπαιδαγωγικών δραστηριοτήτων που τη στηρίζουν, το κατατάσσει σε ένα από τα σημαντικότερα διεθνώς ιδιωτικά μουσεία νεότερης και σύγχρονης τέχνης και πολιτισμού».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις