Το Πανεπιστήμιο και η ψηφιακή τυραννία
Ο Φιλίπ Φορέστ, στο βιβλίο του «Το πανεπιστήμιο στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ εκδημοκρατισμού και ψηφιακής τυραννίας», καταθέτει μια κραυγή αγωνίας για το μέλλον της ανώτατης παιδείας
Τα Πανεπιστήμια ήταν από τους χώρους στους οποίους η πανδημία έφερε τις μεγαλύτερες αλλαγές. Ένα ολόκληρο μοντέλο όχι απλώς διδασκαλίας αλλά και κοινωνικής αλληλόδρασης, διαμορφωμένο γύρω από την κεντρικότητα της άμεσης παρουσίας διδασκόντων και διδασκομένων στον ίδιο χώρο, χρειάστηκε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα των υγειονομικών περιορισμών.
Πρακτικές που μέχρι τότε ήταν περιορισμένης κλίμακας και αφορούσαν μικρό αριθμό ιδρυμάτων, όπως ήταν η εξ αποστάσεως διδασκαλία με χρήση τεχνολογικών υποδομών τηλεκπαίδευσης, ξαφνικά έγιναν ο κανόνας και παρέμειναν για μεγάλο διάστημα ο μόνος τρόπος διδασκαλίας.
Τα αμφιθέατρα και οι αίθουσες σεμιναρίων, με τις ιεροτελεστίες αλλά και τις δυναμικές, αντικαταστάθηκαν από τις οθόνες των υπολογιστών και το κολλάζ από τα εικονίδια των συμμετεχόντων.
Με αυτή την πραγματικότητα βρέθηκε αντιμέτωπος ο Φιλίπ Φορέστ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ναντ, και αυτή την πραγματικότητα σχολιάζει και καυτηριάζει στο βιβλίο του Το Πανεπιστήμιο στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ εκδημοκρατισμού και ψηφιακής τυραννίας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, σε πολύ καλή μετάφραση της Ομοτιμης Καθηγήτριας του ΑΠΘ, Λ. Τσιριμώκου.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια αναλυτική πραγματεία, ούτε μια εξαντλητική μελέτη των μέτρων που ελήφθησαν σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Με μία έννοια δεν είναι καν ένα βιβλίο ειδικά για τα μέτρα αυτά, παρότι αυτά αποτελούν την αφετηρία του.
Πιο σωστό είναι να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια κραυγή αγωνίας για το ίδιο το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης, σε μια εποχή όπου αυτή δέχεται πολλαπλές πιέσεις, να προσαρμοστεί όχι μόνο στις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και στην κυριαρχία μιας αγοραίας αντίληψης για το τι σημαίνει τελικά γνώση και κατάρτιση.
Ο κίνδυνος της τυποποίησης της γνώσης
Για τον Φορέστ το πρόβλημα είναι ότι ο αναγκαίος εκδημοκρατισμός και η μαζικοποίηση του πανεπιστημίου δεν έχει συνοδευτεί από ανάλογη προσπάθεια για μια καλύτερη σχέση των ίδιων των φοιτητριών και των φοιτητών με την ίδια τη γνώση. Από την άλλη, η σχέση με την έρευνα, ιδίως όσων επιδιώκουν να κάνουν μια διδακτορική διατριβή, επικαθορίζεται από την ανάγκη να βρουν ερευνητική χρηματοδότηση, κάτι που με τη σειρά του δημιουργεί νέες ιεραρχίες και εξαρτήσεις.
Την ίδια στιγμή η στροφή προς την κατάρτιση και την αυξανόμενη «επαγγελματοποίηση» των πανεπιστημίων, σε εποχές μεγάλης τυποποίησης των κάθε λογής προσόντων, διαμορφώνει ακόμη μεγαλύτερη πίεση προς ένα διαχειριστικό / επιχειρηματικό (managerial) μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων.
Όμως, κυρίως ο Φορέστ θέλει να στραφεί κατά της εξ αποστάσεως διδασκαλίας αλλά και όλων των άλλων μορφών με τον οποίων μεταλλάσσεται η διδακτική πράξη με βάση τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες: την απροθυμία των φοιτητριών και των φοιτητών να κρατούν σημειώσεις – δραστηριότητα που απαιτεί έναν βαθμό κατανόησης και συμπύκνωσης όσων ακούν –, προτιμώντας να την καταγράφουν με το κινητό τους, τη διαρκή απαίτηση για ψηφιακό υλικό, τον τρόπο που οι ψηφιακές παραδόσεις μπορούν μετά να αναπαράγονται. Σε όλα αυτά βλέπει τον κίνδυνο μιας διαρκούς υποβάθμισης της ουσιαστικής γνώσης.
Τον ίδιο κίνδυνο βλέπει και στην αλλαγή των εξετάσεων στην «ψηφιακή εποχή», που δεν ενέχουν μόνο τον κίνδυνο ψηφιακής αντιγραφής και λογοκλοπής, αλλά και επιτείνουν τα προβλήματα τυποποίησης που υπήρχαν ούτως ή άλλως από μορφές εξέτασης όπως είναι αυτές με θέματα πολλαπλής επιλογής.
Αντίστοιχα, θεωρεί ότι ο τρόπος που υπάρχει η δυνατότητα μεγάλες ποσότητες ψηφιακοποιημένου υλικού να είναι εύκολα προσβάσιμες στο διαδίκτυο, τελικά οδηγούν τελικά σε μια υπονόμευση της ουσιαστικές σχέσης με τη γνώση, μια ιδιότυπη εκποίησή της
«Η ανεπεξέργαστη ψηφιακή ανάρτηση της πανεπιστημιακής γνώσης στο διαδίκτυο, αν αφεθεί να ξεφύγει από τον έλεγχο εκείνων που θα μπορούσαν αν εγγυηθούν την εγκυρότητά της, θα καταλήξει να επισφραγίσει αυτό το φαινόμενο εκποίησης της σκέψης και αναγωγής της στα πιο απλουτευτικά και στερεοτυπικά περιεχόμενά της αυτά που είναι πιο ευεπίφορα να διακινούνται στον ιστό και να ικανοποιούν τους χρήστες του, οι οποίοι, καλά εκπαιδευμένοι μετά από πολλά χρόνια ψηφιοποίησης, αρκούνται πειθήνια σε ό,τι τους προσφέρουν, χωρίς καν να διανοούνται ότι μπορεί να υπάρχει παιδεία και πολιτισμός με κάποια άλλη μορφή» (σ. 67).
Κυρίως, όμως, ο Φορέστ φοβάται τον κίνδυνο μιας νέας ψηφιακής διαρκούς επιτήρησης των πανεπιστημίων που με τη σειρά της μπορεί να είναι η αφετηρία μιας νέας βαρβαρότητας. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει με συμπάθεια τις τοποθετήσεις του Τζιόρζιο Αγκάμπεν ενάντια στα υποχρεωτικά μέτρα στα πανεπιστήμια.
Μια αναγκαία προειδοποίηση
Θα μπορούσε κανείς εύκολα να απορρίψει τις θέσεις του Φορέστ, θεωρώντας τις απλώς την αντίδραση ενός πανεπιστημιακού που δεν μπόρεσε να «ξεβολευτεί» μέσα σε μια υγειονομική έκτακτη ανάγκη. Θα μπορούσε επίσης να τον θεωρήσει οριακά έως και τεχνοφοβικό, υπογραμμίζοντας τη μεγάλη διευκόλυνση που προσφέρει στην έρευνα η ύπαρξη μεγάλου όγκου ψηφιοποιημένου υλικού. Και θα προφανώς θα μπορούσε να αντιτάξει ότι «υπεργενικεύει» μέτρα που αφορούσαν στενά την περίοδο της πανδημίας.
Όμως, την ίδια στιγμή ακόμη και μέσα σε αυτόν τον «εν θερμώ» χαρακτήρα του, πιστεύω ότι εντοπίζει πραγματικούς κινδύνους, που υπερβαίνουν τη συγκυρία της πανδημίας. Κινδύνους που αφορούν την αγοραία τυποποίηση της γνώσης, την υποτίμηση ολόκληρων σελίδων της ιστορίας του πολιτισμού, την απαξίωση της παιδαγωγικής σχέσης ως αλληλεπίδρασης που δεν μπορεί να τυποποιηθεί ή να μετατραπείς σε λειτουργίες ψηφιακών συστημάτων, παρά μόνο με μεγάλο κόστος. Και η υπενθύμιση αυτών των κινδύνων είναι που τελικά υπογραμμίζει και την αξία του βιβλίου του Φορέστ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις