Στις 18 Μαΐου του 1965 η φιλοδεξιά εφημερίδα της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ» αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας μυστικής οργάνωσης αριστερών αποκλίσεων, μέσα στις ένοπλες δυνάμεις που στόχο έχει να καταλύσει τη βασιλευόμενη Δημοκρατία και να επιβάλλει «ερυθρά δικτατορία» Η οργάνωση ονομάζεται ΑΣΠΙΔΑ.

Η δεκαετία του ΄60 για την Ελλάδα μπορεί να μην ήταν το ίδιο αιματηρή όπως η δεκαετία του ΄40 και του ΄50 (λόγω του πολέμου, των Δεκεμβριανών, του εμφυλίου, των εξοριών, των βασανισμών και των εκτελέσεων), ήταν όμως εξίσου, αν όχι περισσότερο ταραγμένη.

Η Ελλάδα είχε βγει βαθιά λαβωμένη από έναν παγκόσμιο πόλεμο και από έναν εμφύλιο και είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο κατά την οποία όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές όχι μόνο δεν το πλήρωσαν ποτέ, αλλά με τον μανδύα της εθνικοφροσύνης έγιναν οι κυρίαρχοι ενός στημένου παιχνιδιού.

Τη δεκαετία του ΄60 λοιπόν έχουμε δυο πόλους. Έναν μεγάλο που έχει τη στήριξη του κόσμου και έναν μικρό που προσπαθεί να παραμείνει στην εξουσία. Από τη μια έχουμε το παλιό δεξιό – βασιλικό κατεστημένο που πασχίζει να διατηρηθεί στα ήδη σαθρά θεμέλια του και για να το κάνει αυτό τρομοκρατεί, φυλακίζει, αποκλείει, ακόμη και δολοφονεί εν ψυχρώ «επικίνδυνους» ανθρώπους (βλ. Λαμπράκης). Και από την άλλη έχουμε ένα τεράστιο ρεύμα προς το κέντρο που με την υποστήριξη της αριστεράς ζητάει περισσότερη ελευθερία και δικαιοσύνη για όλους.

Και κάπου εδώ αρχίζει το παρακράτος να λειτουργεί για να επιβιώσει. Εξάλλου είχε δώσει δείγματα γραφής με την δολοφονία Λαμπράκη και τις διάφορες οργανώσεις (βλ Καρφίτσα κ.α).

Σχέδιο Περικλής

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το παρακράτος βλέπει όχι μόνο την αριστερά αλλά και το κέντρο ως επικίνδυνους. Εξάλλου τότε ακόμη και κάποιος να μην ήταν αριστερός αλλά να ήταν κεντρώος, ήταν για τους παρακρατικούς «κομμουνιστής». Ο εφιάλτης για τους παρακρατικούς αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα.

Στις εκλογές του 1958 η ΕΔΑ καταφέρνει να πάρει το 24,4% των ψήφων. Το παρακράτος τρομοκρατείται και θέτει σε εφαρμογή το «Σχέδιο Περικλής». Ένα ειδικό επιτελικό σχέδιο ανάληψης στρατιωτικών επιχειρήσεων με συνεπικουρία και άλλων αρχών, κυρίως αστυνομικών, αλλά και κάποιων παρακρατικών οργανώσεων με απώτερο στόχο την ποδηγέτηση των βουλευτικών εκλογών του 1961, υπέρ της τότε δεξιάς παράταξης ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι εκλογές τελικά έμειναν στην ιστορία ως «εκλογές βίας και νοθείας»

Είναι αυτό το περίφημο που έλεγε το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι «ψήφισαν τα δέντρα και οι νεκροί, υπέρ της ΕΡΕ» Σε κάθε περίπτωση, κατά την προεκλογική περίοδο (1961) τα μέλη και οι οπαδοί της ΕΔΑ έγιναν αντικείμενο διώξεων από στρατιωτικούς, χωροφύλακες και υποκινούμενους πολίτες. Σημειώθηκαν κατ’ επανάληψιν βίαια επεισόδια με νεκρούς, ενώ αντικείμενα επιθέσεων και διώξεων έγιναν και οι υποψήφιοι βουλευτές της.

Και τότε η ΕΔΑ παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Περιόρισε αυτοβούλως τη συμμετοχή της στις εκλογές με σκοπό να ενισχυθεί η Ένωσις Κέντρου και να ανέλθει στην εξουσία.

Το 1963 ένα άλλο γεγονός θα συνταράξει τη χώρα. Ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης θα δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς. Το σχέδιο αρχικά επιχειρείται να κουκουλωθεί και οι επίσημες αρχές μιλούν περί τροχαίου δυστυχήματος.

Όμως η έρευνα αποκαλύπτει ένα πολυπλόκαμο τέρας που δρα υπογείως και που έχει την κεφαλή του ακόμη και μέχρι το Παλάτι. Η έρευνα έκανε τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αναφωνήσει το περίφημο «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο», αφήνοντας σαφείς υπαινιγμούς για τους παρακρατικούς.

ΑΣΠΙΔΑ

Δυο χρόνια μετά, αυτό το παρακράτος θα θέσει σε εφαρμογή τη μεγαλύτερη δικαστική απάτη που έγινε ποτέ και η οποία τελικά αποδείχτηκε ένα φιάσκο. Μάλιστα ένας εκ των πρωταγωνιστών της απάτης αυτής είναι ο γνωστός και μη εξαιρετέος για τη δράση του με την ομάδα «Χ», ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας.

Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν ένα πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ελλάδα στα μέσα Μαΐου του 1965 και ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην αποστασία του 1965 και από κει και μετά για τη χούντα του 1967.

Δύο εβδομάδες μετά τον ανασχηματισμό και την επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου ξέσπασε η «βόμβα» της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία). Παράγοντες της Δεξιάς με αφορμή το πρωτοσέλιδο του «Ημερήσιου Κήρυκα», κατήγγειλαν ότι υπήρχε μέσα στο στρατό οργάνωση με τα αρχικά αυτά και με απόκλιση προς τα «αριστερά», με πολιτικό αρχηγό το γιο του πρωθυπουργού.

Στην ουσία όπως γράφει και ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του «Η αλήθεια είναι το φως που καίει», κάποιοι χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί εθεάθησαν να διαβάζουν την εφημερίδα «Τα Νέα» και αυτομάτως θεωρήθηκαν στασιαστές έτοιμοι να καταλύσουν το πολίτευμα.(όπως είπαμε και πριν ακόμη και οι κεντρώοι ονομάζονταν «κομμουνιστές»)

Τότε ξεκίνησε ένα πογκρόμ ανακρίσεων και εκφοβισμού μέσα στο στράτευμα και δυο εφημερίδες της Δεξιάς δημοσίευσαν πληροφορίες ότι είχε γίνει σαμποτάζ από κομμουνιστές στρατιώτες σε μηχανοκίνητη μονάδα του πυροβολικού στον Έβρο. Την επομένη ο διοικητής της μονάδας έστειλε αναφορά στο ΓΕΣ στην οποία ανέφερε ότι «είχε εξακριβώσει» τη δολιοφθορά και ότι δράστες ήταν δύο στρατιώτες, οι οποίοι και ομολόγησαν ότι επρόκειτο για ενέργεια του ΚΚΕ με σκοπό να αποδυναμωθεί η άμυνα της χώρας. Η υπογραφή του διοικητή ήταν: Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Την επόμενη μέρα η εφημερίδα «ΒΗΜΑ» έγραψε για το στημένο περιστατικό: «Ο καταγγείλας την πράξιν δολιοφθοράς, αυτοαποκαλούμενος “Νάσσερ της Ελλάδος”, υπήρξεν ο εξ απορρήτων του διοικητού της ΚΥΠ Νάτσινα και ο αριθμός του προσωπικού του τηλεφώνου είναι ο μοναδικός αριθμός, ο οποίος αναφέρεται στο σχέδιο “Περικλής”». Το σχέδιο του παρακράτους κινδύνευε να διαλυθεί πριν καν τεθεί σε εφαρμογή.

Από το παλάτι ζητήθηκε επιτακτικά στον Γεώργιο Παπανδρέου να παραπέμψει τον φάκελο ΑΣΠΙΔΑ στη Δικαιοσύνη. Ο πρωθυπουργός απάντησε πως αυτό θα γίνει αλλά συγχρόνως θα παραπεμφθεί και ο φάκελος του «Σχεδίου Περικλής». Η παγωμάρα ήταν έντονη για τους παρακρατικούς.

Ταυτοχρόνως ο πρωθυπουργός ζήτησε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιάο οποίος ελέγχονταν από το παλάτι. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε την πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου, να αναλάβει ο ίδιος ο Παπανδρέου το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Η άρνηση του Κωνσταντίνου οδήγησε σε παραίτηση του πρωθυπουργού.

Την 1η Οκτωβρίου του 1965 δημοσιεύεται το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Με αυτό παραπέμπονται 29 αξιωματικοί, οι περισσότεροι «επί ενώσει προς στάσιν» και «επί συνωμοσία προς εκτέλεσιν πράξεως εσχάτης προδοσίας».

Επιπροσθέτως, κατά το βούλευμα, οι κατηγορούμενοι «εν τη προσπαθεία τους να μυήσουν αξιωματικούς εις την οργάνωσιν ΑΣΠΙΔΑ… συνιστούν προς προστασία της κινδυνευούσης Δημοκρατίας την υπό τον αξιωματικών υποστήριξιν της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου ή διάδοχον ταύτης υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, προς επίτευξιν της οποίας οι αξιωματικοί οφείλουν να οργανωθούν πέριξ τούτου, καθ’ όσον ούτος είναι η πλέον ισχυρά ηγετική φυσιογνωμία της εποχής και ως υιός του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και ως οικονομολόγος και κάτοχος του κυπριακού προβλήματος, δι’ ο μάλιστα εις τούτον έχει ανατεθεί η αρχηγία της οργανώσεως…»

Ο Γεώργιος Παπανδρέου αντέδρασε χλευαστικά: «Σκευωρία των σκοτεινών δυνάμεων είναι η υπόθεσις, η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Δικαιοσύνης και η αποκάλυψις της σκευωρίας συνετελέσθη πλήρως με το εκδοθέν βούλευμα… Ουδέν δικαστικόν πόρισμα έχει υπάρχει τόσον κενόν εις θετικάς αποδείξεις. Και παρ’ όλα τα αθέμιτα μέσα, τα οποία εχρησιμοποιήθησαν… εις μεν τους αντιπάλους της Ενώσεως Κέντρου βαθεία απογοήτευσις εκ του κενού βουλεύματος, το οποίον δεν είναι δικαστικόν κείμενον, αλλ’ άθλιον άρθρον του χειρότερου δεξιού Τύπου. Εις δε τον δημοκρατικόν κόσμον η εντύπωσις έχει προσπεράσει την αγανάκτησιν δια να προκαλέση γενικήν ιλαρότητα».

Η δίκη – παρωδία

Στις 14 Νοεμβρίου του 1966 άρχισε στη μεγάλη αίθουσα του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο Μέγαρο Αρσακείου, η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Οι αρχές είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.

Ολόκληρο το τετράγωνο είχε κυκλωθεί από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί μεταφέρθηκαν με κλούβες, Ο κόσμος είχε γεμίσει ασφυκτικά τα απέναντι πεζοδρόμια. Πρόεδρος του Στρατοδικείου είχε οριστεί ο αρεοπαγίτης Θ. Καμπέρης, και βασιλικός επίτροπος ήταν ο Ηλ. Παπαπούλος.

Η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας άρχισε στις 21 Νοεμβρίου. Την ίδια μέρα παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, και παρακολούθησε τη δίκη από τις θέσεις των συνηγόρων, ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Στο διάλειμμα χαιρέτησε με χειραψία όλους τους κατηγορούμενους. Οι εφημερίδες της Δεξιάς έγραψαν ότι με την επίσκεψή του ο Ανδρέας Παπανδρέου επιδίωξε να ενθαρρύνει τους κατηγορούμενους για να μην κάνουν αποκαλύψεις. Όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου τους αποστόμωσε: «Δια της παρουσίας μου επιθυμώ να επισημάνω την κατάφωρον παραβίασιν του Συντάγματος και των βασικών δικαιωμάτων του Έλληνος πολίτου, εις την οποίαν εστηρίχθη και συνεχίζει να στηρίζεται η μεγάλη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ».

Η δίκη συνεχιζόταν και όσο συνεχιζόταν τόσο αποκαλύπτονταν ο ρόλος του Γεωργίου Γρίβα αλλά και του φυντανιού της δεξιάς του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου. Την ίδια στιγμή ο πρόεδρος του στρατοδικείου και ο βασιλικός επίτροπος επικρίνονταν εντονότατα για σκανδαλώδη μεροληψία εναντίον των δικαζομένων αξιωματικών. Ο κόσμος διάβαζε από τις εφημερίδες την επόμενη μέρα τι είχε συμβεί στη δίκη και έφριττε. Και όχι μόνο έφριττε αλλά έβραζε κιόλας.

Και τότε γίνεται το αμίμητο. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου διατάζει να συνεχιστεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και να απαγορευτεί η δημοσίευση πρακτικών «δια λόγους δημοσίας τάξεως». Φυσικά κανένας λόγος δεν συνέτρεχε. Απλά έτσι θα έκαναν καλύτερα τη «βρώμικη» δουλειά χωρίς κανείς να μπορεί να μιλήσει.

Στις 16 Μαρτίου το Στρατοδικείο έβγαλε την απόφασή του: «Καταδικάζονται σε 18 χρόνια κάθειρξη και πεντάχρονη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων οι: συνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπατέρπος, αντισυνταγματάρχης Α. Δαμβουνέλης, οι λοχαγοί Άρις Μπουλούκος, Τάκης Παπαγεωργόπουλος και Θεοφάνης Τόμπρας. Σε κάθειρξη 13 χρόνων και πεντάχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων οι λοχαγοί Δ. Παπαγιαννόπουλος και Γιάννης Πανούτσος, σε κάθειρξη 8 χρόνων και πεντάχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ο αντισυνταγματάρχης Δ. Παραλίκας και οι λοχαγοί Α. Βλάχος και Α. Κεπενός. Σε σε φυλάκιση 4 ετών ο λοχαγός Γ. Κωστόπουλος και δύο χρόνων οι λοχαγοί Χ. Θεοδώρου, Ι. Μαρκέτης και Μ. Γεωργίου.

Ο δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς

Βασικός συνήγορος των κατηγορουμένων ήταν ο δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς. Δυο χρόνια μετά η χούντα των συνταγματαρχών τον είχε στο μάτι και δεν είχε ξεχάσει πως απογύμνωσε την κατηγορία μια προς μια. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς κινδύνευε. Στις 17 Μαΐου του 1967 επιβιβάστηκε κρυφά στο πλοίο RITA-V με σκοπό να διαφύγει στην Κύπρο. Πέντε ημέρες αργότερα όμως ψαράδες βρήκαν το πτώμα του στην παραλία Γενναδίου της Ρόδου. Άλλος ένας ανεξήγητος θάνατος.

Η σορός του είχε δεχτεί χτυπήματα στο κεφάλι και είχε μια τρύπα στο θώρακα. Ακόμα όταν βρέθηκε το πτώμα του έτρεχε αίμα από το αυτί του, κάτι που δε θα μπορούσε να συμβεί αν είχε πνιγεί. Η δε έκθεση των γιατρών που εξέτασαν τη σορό του δεν υπεβλήθη άμεσα. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο αφού πρώτα έγινε μια δίκη για τα μάτια του κόσμου με κατηγορούμενο τον καπετάνιο του πλοίου.

Ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας καταδικάστηκε σε δώδεκα μήνες φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αργότερα ο Πόταγας έφυγε οικογενειακώς για την Νότια Αφρική, όπου πολύ σύντομα απεβίωσε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1984 η υπόθεση ανασύρθηκε από το αρχείο και η Ολομέλεια Εφετών Αθηνών αποφάσισε την άσκηση νέας ποινικής δίωξης, χαρακτηρίζοντας τον θάνατο του Μανδηλαρά ανθρωποκτονία από πρόθεση. Η ποινική δίωξη στράφηκε κυρίως κατά των Κ. Παπαδόπουλου, αδελφού του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου, και Ι. Λαδά.

Επίλογος

Κατά τη διάρκεια της δίκης δεν προέκυψε κανένα τεκμηριωμένο στοιχείο εναντίον πολιτικών προσώπων. Ο ΑΣΠΙΔΑ πράγματι υπήρξε αλλά αποτελούταν από 40-50 μέλη όλοι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσε οργάνωση επικίνδυνη, ούτε για το στράτευμα ούτε για το πολίτευμα.

Ο ΑΣΠΙΔΑ ήταν μια απάντηση στις οργανώσεις ακροδεξιών που υπήρχαν τότε μέσα στο στράτευμα και δρούσαν ανενόχλητες και οι οποίες αποδείχτηκαν πολύ πιο επικίνδυνες για τη δημοκρατία, όπως ήταν ο ΙΔΕΑ.

Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ αποδείχτηκε ένα τεράστιο πολιτικό και στρατιωτικό φιάσκο.