Μανιάκι: Η «Λεωνίδειος μάχη» του Παπαφλέσσα και των ανδρών του
Πιστεύω αδιστάκτως ότι θα είμεθα νικηταί
- Ο Κηφισός δεν θα άντεχε το νερό του Ντάνιελ ή της Βαλένθια - Καθηγητής του ΕΜΠ εξηγεί τον λόγο
- Ανδρουλάκης: Να επενδύσουμε στη βιωσιμότητα, την αειφορία και στις συνέργειες μεταξύ του τουρισμού
- Ο Σπηλιωτόπουλος εξηγεί γιατί δεν υπέγραψε τη διακήρυξη του κόμματος Κασσελάκη
- Στοιχεία σοκ για την ενδοοικογενειακή βία: Πάνω από 15.000 γυναίκες έχουν πέσει θύματα σε δέκα μήνες
[…] Τούτων δε γινομένων διεδόθη είδησις ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται προς εκστρατείαν. Τότε ο Φλέσας ηρώτησε τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι υψηλόν ώστε να βλέπη το Νεόκαστρον, και όλοι του είπον ότι είναι του Πεδεμένου και Μανιάκη. Μετά ταύτα διέταξε πάλιν όλους όσοι του εζήτησαν τας διαταγάς του εις ποίον μέρος να συγκεντρωθούν, να έλθουν εις τας ειρημένας θέσεις, όπου και αυτός έμελλε να υπάγη. Από δε την αλληλογραφίαν των διαφόρων καπεταναίων, και από το ποσόν των στρατιωτών το οποίον αυτός είχεν, εσυμπέρανεν ότι θα συγκεντρώση εκεί περί τας δέκα χιλιάδας εκλεκτόν στράτευμα.
[…]
Την δε ακόλουθον ημέραν απέστειλε σκοπούς εις το όρος Μαμλαβά, άνωθεν του χωρίου Βλαχόπουλου, θέσις ήτις βλέπει όλην την πεδιάδα και τον δημόσιον δρόμον, τον άγοντα από της Πύλου. Την ημέραν εκείνην περιήλθε μετά των παρόντων καπεταναίων και επεσκέφθη την θέσιν εις την οποίαν έμελλον να οχυρωθούν, και αφού την είδον, την ενέκριναν όλοι οι καπεταναίοι. Παρήλθεν η ημέρα εκείνη χωρίς να πράξουν τίποτε. Περί δε το δειλινόν της αυτής ημέρας οι πρόσκοποι επί του όρους Μαμλαβά έβαλον σημείον ότι οι Τούρκοι εξεκίνησαν και διευθύνονται κατά τα Χίλια χωρία, και ίσως διανυκτερεύσουν εκεί. Τότε ο Αρχιμανδρίτης, υποπτευθείς μήπως το ιππικόν του Ιμβραΐμ εισβάλη εις τα πεδινά μέρη της Μεσσηνίας και αιχμαλωτίση τους ανθρώπους, οίτινες ήσαν αμέριμνοι, εκάλεσεν όσους εγνώριζον γράμματα, και έγραψαν επιστολάς, τας οποίας απέστειλε παντού εις τα χωρία της πεδιάδος, ειδοποιών τον κόσμον ν’ απομακρυνθούν εκείθεν και ν’ αναβούν εις τα όρη, διότι έρχονται οι Τούρκοι.
Και μέχρι μεν της ώρας ταύτης ήτον ανέτοιμοι προς πόλεμον, διότι δεν είχον φθάσει εισέτι οι περιμενόμενοι, ως προείπομεν, αλλά διά να μη συμβή κανέν δυστύχημα και αιχμαλωτισθώσιν οι πεδινοί Μεσσήνιοι, διέταξεν όλους τους στρατιώτας, οίτινες ήσαν περί τας 2.000, να ανάψουν επάνω εις τον λόφον πολλαίς φωτιαίς, ώστε να φαίνωνται, όσον περισσοτέρας δυνηθή έκαστος στρατιώτης, διά να ίδη ο Ιμβραΐμ ότι υπάρχει εκεί μεγάλον στρατόπεδον, και να μη προχωρήση εις τα ενδότερα της πεδιάδος· και επειδή ήσαν εκεί ξύλα πολλά, η διαταγή εξετελέσθη και στρατόπεδον εφάνη μακρόθεν μέγιστον· ώστε ο Ιμβραΐμ ηναγκάσθη να σταματήση και να διανυκτερεύση εις την θέσιν Χίλια χωρία.
Την επομένην δε ημέραν πολλά πρωί ο Αρχιμανδρίτης και οι περί αυτόν καπεταναίοι και πολλοί στρατιώται μετέβησαν εις την θέσιν όπου επρόκειτο να οχυρωθούν διά τον πόλεμον. Αφού δε εθεώρησαν εκ του πλησίον την θέσιν, και την ενέκριναν ως επίκαιρον, απεφασίσθη ώστε αναλόγως των υπαρχόντων στρατιωτών να γίνωσι τρία οχυρώματα (ταμπούρια), τα οποία να δύνανται να υπερασπίζωνται το εν το άλλο. Εκ τούτων δε των τριών οχυρωμάτων ο μεν Φλέσας κατέλαβε το πρώτον και αρκτικόν, ο δε Δημήτριος Φλέσας και λοιποί το δεύτερον και μεσαίον, μεσημβρινώς του πρώτου κείμενον, ο δε Πιέρος Βοϊδής και λοιποί καπεταναίοι Μανιάταις το τρίτον και τελευταίον και το μεσημβρινώτερον. Έκειντο δε τα οχυρώματα κατά σειράν, από άρκτου προς μεσημβρίαν διευθυνόμενα. Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχις, ούτε κορυφή διά να εμποδίσουν τον εχθρόν να μη συγκεντρούται εκ του όπισθεν, και διά τούτο η θέσις αύτη ήτον επικίνδυνος, διότι δεν υπήρχε μεταξύ των οχυρωμάτων και των εχθρών απόστασις ορατή μεγάλη, ώστε οι Τούρκοι να φαίνωνται κατά τας εφόδους και να προσβάλωνται από των οχυρωμάτων, αλλ’ εξεναντίας ήτον αύτη μικρά και οι εχθροί, μετά τινα βήματα, ηδύναντο να εισβάλωσιν εντός των οχυρωμάτων των Ελλήνων, όντων πολύ χαμηλών, και μη δυσκολευόντων την εισβολήν· έπειτα οι Έλληνες, διά τούτο, δεν είχον ουδέ τον απαιτούμενον χρόνον να γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των, και διά την ατέλειαν των όπλων προσέτι.
Αφ’ ης στιγμής δε εγένετο η απόφασις να κτισθούν τα οχυρώματα, ο Φλέσας έδοσε την προσοχήν του να τα σηκώσουν καλά και να τα κατασκευάσουν κλειστά, αλλά δυστυχώς δεν έγιναν ως επεθύμει.
[…]
Αφού οι Έλληνες είδον το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον εσκέπασεν όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του ανθρώπου, ενταύθα ήρχισαν να μουρμουρίζουν, και κάποιος τότε είπεν ότι «έχετε άλογα, και καβαλάτε ύστερον και φεύγετε». […] Μετά δε ταύτα πάντα οι στρατιώται και τινες των καπεταναίων απεφάσισαν να φύγουν εκείθεν· και πρώτος όλων ο Σταυριανός Καπετανάκης μετά των εαυτού στρατιωτών έφυγε κρυφίως διά του ρεύματος ανατολικώς των οχυρωμάτων. Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα, παρεκινήθησαν και εδόθησαν εις φυγήν διά του αυτού ρεύματος. Έφυγον δε υπέρ τους χιλίους.
[…]
Βλέπων δε ο Φλέσας ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα διά να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λειποτακτούν. Ευθύς δε τότε διέταξε τον υπασπιστήν της εκστρατείας αυτής Αλέξιον Ν. Λεβιδιώτην να διατάξη τους στρατιώτας να εξέλθουν από τα εκεί χωρία και να έλθουν εκεί όπου ήσαν τα οχυρώματα διά να τους τοποθετήση αναλόγως εντός αυτών. Αφού δε συνήλθον οι στρατιώται, τότε είδε κατά μέγα μέρος ηλαττωμένην την δύναμιν, και έμαθε την φυγήν των προειρημένων, εμέτρησεν έπειτα τους μείναντας και εύρον αριθμόν ολιγώτερον των χιλίων. Τότε πλέον μη δυνάμενος να στείλη διά να του έλθη η βοήθεια, την οποίαν επερίμενεν από στιγμής εις στιγμήν, διότι ήτο περικυκλωμένος υπό του ιππικού, διέταξε την τοποθέτησιν των απομεινάντων στρατιωτών κατ’ αναλογίαν εις τα οχυρώματα. Ο Φλέσας, ως προείπομεν, έμεινεν εις το αρκτικόν, το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον. […] Εκείθεν πρώτος ετουφέκισε τους Τούρκους.
[…]
Μετά δε ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος και διετάχθη η γενική έφοδος των Τούρκων. Δις ώρμησαν οι εχθροί εναντίον των οχυρωμάτων, και δις απεκρούσθησαν. Ενώ δε ητοιμάζοντο διά την τρίτην έφοδον, ηκούσθησαν τουφεκισμοί από το μέρος όθεν ήρχετο ο Πλαπούτας, ήτοι από το βόρειον μέρος των οχυρωμάτων. Αφού ο κρότος αυτός ηκούσθη, ευθύς ο ίδιος ο Ιμβραΐμ μαζύ με τους υπασπιστάς του και όλον το επιτελείον του εμβήκε μέσα εις τον στρατόν του, και εβίαζε τους στρατιώτας να επισπεύσωσι την έφοδον. Τέσσαρες φοραίς πάλιν ώρμησαν οι Τούρκοι εναντίον των οχυρωμάτων, και οι έφοδοι εγίνοντο συνεχείς και αδιάκοποι, έως ου κατώρθωσαν να πηδήσουν μέσα εις του Αρχιμανδρίτου το οχύρωμα. Τούτο ιδών ο ανεψιός του Δημήτριος, επετάχθη από το ιδικόν του οχύρωμα και έτρεξε διά να βοηθήση τον θείον του ο οποίος εκινδύνευεν. Τότε ο Φλέσας τον διέταξε να γυρίση γρήγορα εις το οχύρωμά του διά να το κρατήση, και ενώ εγύρισεν οπίσω και επλησίασεν εις το οχύρωμά του, εύρε τους Τούρκους μέσα εις αυτό· εκεί δε κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του, οι οποίοι δεν ηξεύρομεν πόσοι ήσαν, και αν από αυτούς εσώθησαν και πόσοι. […]
Όλα λοιπόν τα σώματα των Τούρκων βιαζόμενα από τον ίδιον Πασά έπεσαν μέσα εις το οχύρωμα του Αρχιμανδρίτου. Τότε ανακατώθησαν Τούρκοι και Έλληνες και έγειναν όλοι ένα. Οι περισσότεροι Τούρκοι του Πασά εφόρουν κόκκινα φορέματα, και ο τόπος όλος εκοκκίνησεν από αυτά και από τα αίματα. Όσοι εκ των Ελλήνων ημπόρεσαν και επήδησαν ή εκρημνίσθησαν έξω από το οχύρωμα του Αρχιμανδρίτου, άλλοι μεν εμβήκαν εις το του Πιέρου Βοϊδή, το οποίον ακόμη εμάχετο, διότι ήτο το δυνατώτερον από τα άλλα δύω, και το οποίον έπειτα, αφού εχάθησαν εκείνα, το επολέμησαν οι Τούρκοι και το εκυρίευσαν· οι δε άλλοι και όσοι εδυνήθησαν να σωθώσιν από το τελευταίον οχύρωμα έκαμαν κατά το μέρος της Ανδρούσης.
[…]
Έπειτα δε από την μάχην και την καταστροφήν ηκούοντο εδώ και εκεί όπλων κρότοι. Ύστερον δε όλα τα τουρκικά σώματα εμβήκαν εις τα οχυρώματα. Όλον δε εκείνο το μέρος όπου αυτά ήσαν είχε σκεπασθή από τον καπνόν της μάχης. Οι δε Τούρκοι οι οποίοι ήσαν εις τα οχυρώματα έψαχναν τους νεκρούς Έλληνας και Τούρκους, και ελαφυραγώγουν τα όπλα των. Τα όπλα δε των Ελλήνων όλα ευρέθησαν κομμάτια, και τούτο φαίνεται διότι δι’ αυτών απέκρουον τας λόγχας των επιπιπτόντων εις τα οχυρώματα Τούρκων.
Αφού δε οι Τούρκοι ελαφυραγώγησαν τους φονευθέντας, ήρχισαν να κόπτουν τα αυτία των νεκρών Ελλήνων διά να παρουσιάσουν αυτά εις τον Πασάν και να λάβωσι την συνειθισμένην αμοιβήν. Συνέβη δε κατά την αποκοπήν των αυτίων πολλάκις οι Τούρκοι στρατιώται εμάλωναν μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχη περισσότερα, και διά τούτο συνέβαινε να λαμβάνη άλλος μεν το ένα, άλλος δε το άλλο αυτίον.
[…]
Μετά το τέλος της μάχης ο Πασάς μετέβη εις το οχύρωμα του Αρχιμανδρίτου, εζήτησε και εύρε το σώμα του, το οποίον δεν είχε την κεφαλήν. Εκεί πλησίον ευρέθη και το πτώμα του Γάλλου τον οποίον είχε δώσει εις τον Αρχιμανδρίτην ο Ρος. Επάνω δε και ολόγυρα του πτώματος αυτού ήσαν εξαπλωμένα τουρκικά πτώματα, των οποίων αι πληγαί εδείκνυον ότι όλοι εκείνοι εφονεύθησαν με το σπαθί του Γάλλου. Εβεβαιώθη δε ο Ιμβραΐμ ότι το ευρεθέν σώμα ήτο του Αρχιμανδρίτου από τον ψυχογυιόν αυτού Μιχαήλ Σταϊκόπουλον εκ Τριπόλεως. Αφού δε ο νεκρός και η κεφαλή του ευρέθησαν, ο Πασάς διέταξε να τον σηκώσουν, να του δέσουν το κεφάλι εις τον λαιμόν, να πλύνωσι τα αίματα από τα γένεια του και να τον επιστηρίξουν εις ένα ξύλον, ώστε να φαίνεται ότι ίσταται ορθός. Αφού έγειναν όλα αυτά ο νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός. Τότε ο Ιμβραΐμ εστάθη ακίνητος και άφωνος και τον παρετήρησε ολίγον, και έπειτα εγύρισε και είπε προς τους αξιωματικούς οι οποίοι ήσαν ολόγυρά του· «τω όντι αυτός ήτον ικανός και γενναίος άνθρωπος· και καλλίτερον ήτον να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν, διότι πολύ ήθελε μάς χρησιμεύσει».
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Φωτάκου «Βίος του Παπά Φλέσα» (εκδόσεις Σ. Καλκανδή, Αθήνα, 1868). Στο συγγραφικό αυτό έργο του ο αρκάς στρατιωτικός (αγωνιστής του ’21 και πρώτος υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη) και απομνημονευματογράφος Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος (1798-1878) ιστορεί τη ζωή του θρυλικού Παπαφλέσσα (προσωνυμία του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου), ενός από τους σημαντικότερους αγωνιστές και πολιτικούς της Επανάστασης του 1821, αλλά και εξέχοντος μέλους της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Παπαφλέσσας, που είχε γεννηθεί το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας, βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με τους συμπολεμιστές του στο Μανιάκι, στις 20 Μαΐου 1825.
Σύμφωνα με την εξιστόρηση των δραματικών γεγονότων από τον Φωτάκο, λίγο πριν από την έναρξη της μάχης στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας στάθηκε ανάμεσα στους άνδρες του και επιχείρησε να τονώσει το ηθικό τους με λόγους ενθαρρυντικούς. Από τη μια τους υπενθύμισε τις μεγάλες νίκες που είχαν καταγάγει έως τότε οι επαναστάτες (Βαλτέτσι, Λεβίδι, Δολιανά, άλωση Τριπολιτσάς κ.ά.), και από την άλλη τους μίλησε για τη μεγάλη ελληνική στρατιωτική δύναμη που ήταν καθ’ οδόν προς ενίσχυσή τους και θα έφθανε εκεί σε λίγη ώρα (Πλαπούτας, Μανιάτες κ.ά.).
Όμως, τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα δεν έπεισαν τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, που είχαν ασφαλώς συνειδητοποιήσει το σοβαρότατο κίνδυνο που διέτρεχαν, οι ίδιοι και οι άνδρες τους. Έτσι, δύο από τους καπεταναίους, ο Κεφάλας και ο Παπαγιώργης, ενεργώντας εξ ονόματος και των υπολοίπων, του πρότειναν να εγκαταλείψουν οι Έλληνες τις θέσεις τους όσο υπήρχε ακόμα χρόνος και να προσπαθήσουν να διασπάσουν τις γραμμές του τουρκικού ιππικού.
Ο Παπαφλέσσας, πάντα κατά τον Φωτάκο, αποκρίθηκε πρώτα στον Κεφάλα τα εξής: «Έχασα τας ελπίδας μου. Άλλως πως σε εκτιμούσα».
Αμέσως μετά στράφηκε προς το μέρος του Παπαγιώργη και του είπε πιάνοντας τα γένια του: «Μου τα εντρόπιασες, Παπαγεώργη».
Και συνέχισε ως εξής: «Πού να υπάγωμεν να φύγωμεν; […] Δεν γνωρίζεις ότι το άτακτον στράτευμα, άμα έβγη από το ταμπούρι του, σκορπίζει, και κάθε στρατιώτης θα πιάση ένα δρόμον ιδικόν του, και τότε πέντε ιππείς του Ιμβραΐμ θα μας σφάξουν όλους; […] Τι φοβείσαι, Παπαγεώργη; […] Πιστεύω αδιστάκτως ότι θα είμεθα νικηταί· αλλ’, ο μη γένοιτο, και νικηθώμεν, θα αδυνατίσωμεν την δύναμιν του εχθρού, πολλούς Τούρκους θα χάση, και την μάχην μας θα την ονομάσουν ιστορικώς Λεωνίδειον μάχην, Παπαγεώργη!»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις