Ασία: Πέντε δυνητικά επίκεντρα πολεμικών συγκρούσεων και οι στόχοι των ΗΠΑ
Σε πρόσφατη ανάλυσή του, το αμερικανικό μέσο εξηγεί γιατί οι συγκεκριμένες περιοχές θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια σύγκρουση απειλητική για ολόκληρο τον πλανήτη
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Στο στόχαστρο της αστυνομίας τρία άτομα που χειροκροτούσαν τον μακελάρη στο Μαγδεμβούργο
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, πρόκειται να επισκεφθεί την Ασία αυτή την εβδομάδα, κάνοντας στάσεις στις συμμάχους-κλειδιά για την Αμερική, Νότια Κορέα και Ιαπωνία, σε μια περίοδο κατά την οποία η περιοχή, σύμφωνα με το CNN, είναι αντιμέτωπη με την πιο εύθραυστη αρχιτεκτονική ασφαλείας εδώ και δεκαετίες.
Το αμερικανικό μέσο εξηγεί ότι στην περιοχή υπάρχουν αρκετά δυνητικά επίκεντρα ένοπλων συγκρούσεων, ικανά να απειλήσουν την παγκόσμια ασφάλεια (τουλάχιστον) όσο και ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως η Ταϊβάν, η Βόρεια Κορέα, η Νότια Σινική Θάλασσα, τα σύνορα Κίνας-Ινδίας και οι Κουρίλες νήσοι. Για αυτό και οι σημαντικοί δρώντες στην ήπειρο παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες.
Πώς, όμως, θα μπορούσε η καθεμιά από αυτές τις περιοχές να γεννήσει μια εκτεταμένη ένοπλη σύγκρουση, και τι θέλει να επιτύχει ο Μπάιντεν μέσα από την επίσκεψή του;
Ταϊβάν
Το νησί της Ταϊβάν απέχει μόλις 177 χιλιόμετρα από τις κινεζικές ακτές. Εδώ και περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, Ταϊβάν και Κίνα έχουν διαφορετικές κυβερνήσεις και πολιτικά συστήματα, όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας επιμένει ότι το νησί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της χώρας – παρόλο που ποτέ δεν έχει βρεθεί υπό τον έλεγχό της.
Το γεγονός προκαλεί ανησυχία σε αρκετές δυνάμεις του Ειρηνικού και ιδίως στην Ιαπωνία.
Ιάπωνες αξιωματούχοι έχουν τονίσει ότι το 90% των ενεργειακών αναγκών της χώρας τους καλύπτεται μέσω εισαγωγών που περνούν από τα εγχώρια ύδατα της Ταϊβάν, γεγονός που συνδέει την οικονομική σταθερότητα της Ιαπωνίας με την αυτονομία της Ταϊβάν.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ έχουν επίσης εκφράσει τη δέσμευσή τους στην υποστήριξη της αυτοάμυνας της Ταϊβάν, όχι όμως και μέχρι το σημείο της υπεράσπισής της από αμερικανούς στρατιώτες.
Και εδώ είναι που τόσο οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της όσο και η Κίνα αντλούν μαθήματα από την Ουκρανία.
«Με απλά λόγια, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους αμερικανούς ηγέτες να πείσουν την Κίνα ότι θα είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν το ξέσπασμα ενός πολέμου για την Ταϊβάν, ο οποίος θα απειλούσε να κλιμακωθεί σε πυρηνικές επιθέσεις», εξηγεί ο Πίτερ Χάρις, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, σε επιστημονικό άρθρο που συνέταξε αυτή την εβδομάδα για τη δεξαμενή σκέψης Defense Priorities.
«Αυτό ισχύει ιδίως εξαιτίας της ξεκάθαρης άρνησης του προέδρου Μπάιντεν να αποστείλει αμερικανικά στρατεύματα στην Ουκρανία, εξαιτίας της διαφαινόμενης απειλής ενός πυρηνικού πολέμου με τη Ρωσία», συνεχίζει ο Χάρις.
Ωστόσο, ο καθηγητής υποστηρίζει επίσης ότι οι νατοϊκές δυνάμεις και το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη έχουν ταχθεί στο πλευρό της Ουκρανίας, επιβάλλοντας κυρώσεις στη Ρωσία και αποστέλλοντας όπλα στην Ουκρανία.
Κάτι τέτοιο, ενδέχεται να αρκεί για να αποτρέψει την Κίνα από μια εισβολή στην Ταϊβάν, από τον φόβο των κινήσεων που θα μπορούσαν να κάνουν τα κράτη σε όλο τον κόσμο κατά του Πεκίνου, παρατηρεί ο Χάρις.
«Η Κίνα θα πρέπει να καταλήξει βέβαιη ότι η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νότια Κορέα, οι Φιλιππίνες και άλλα κράτη θα αναγκαστούν να επεξεργαστούν εκ νέου τη στρατηγική ασφαλείας τους υπό το πρίσμα ενός διογκωμένου και επιθετικού κινεζικού κράτους», γράφει.
Και αυτή η σιγουριά της Κίνας, σημειώνει το CNN, θα είναι ένας από τους στόχους του Μπάιντεν αυτή την εβδομάδα: να ενώσει την περιοχή υπέρ της Ταϊβάν, για να αποτρέψει οποιαδήποτε κινεζική βλέψη εις βάρος της.
Βόρεια Κορέα
Το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν έχει πραγματοποιήσει ρεκόρ πυραυλικών δοκιμών φέτος, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι ετοιμάζεται να προχωρήσει και σε πυρηνική δοκιμή για πρώτη φορά μετά το 2017.
Η πυραυλική δοκιμή έφτασε έπειτα από την καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Βόρειας Κορέας και των ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγιάνγκ, έπειτα από μια σειρά από αποτυχημένες συνόδους κορυφής μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Κιμ.
«Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Βόρεια Κορέα αυξάνει τις δοκιμές για να τραβήξει την προσοχή της Ουάσινγκτον, προκειμένου να ανοίξει εκ νέου διάλογο μαζί της. Υπάρχουν περισσότερες ενδείξεις ότι η Πιονγιάνγκ εστιάζει στη βελτίωση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων για να μπορεί να αποτρέψει, να απειλήσει και να εκβιάσει άλλα κράτη», σημειώνει στο CNN ο Λιφ-Έρικ Ίσλι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ewha της Σεούλ.
Επιπλέον, τονίζει ότι πρόκειται για μια πρακτική που εφάρμοζε και η Ρωσία πριν τελικά εισβάλει στην Ουκρανία, γεγονός που κατά τη γνώμη του μπορεί να λειτουργήσει ως μάθημα για την κορεατική χερσόνησο.
«Η επιθετικότητα της Ρωσίας δείχνει ότι το κόστος του πολέμου είναι σχεδόν πάντα μεγαλύτερο από το κόστος της ειρήνης, όχι μόνο εξαιτίας των ζωών που καταστρέφονται και των πόρων που εξαντλούνται, αλλά και επειδή οι ηγέτες τείνουν να υπερεκτιμούν τη δυνατότητά τους να επιτύχουν στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους, ενώ παράλληλα υποτιμούν τις μακροπρόθεσμες ανεπιθύμητες συνέπειες», εξηγεί.
Σύμφωνα με τον Ίσλι, ο Μπάιντεν μπορεί να περιορίσει την απειλή της Βόρειας Κορέας, αναδεικνύοντας την ισχύ των συμμαχιών των ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού.
«Υπάρχουν αποτελεσματικές και εφικτές επιλογές προκειμένου η Ουάσινγκτον και η Σεούλ να ενισχύσουν την αποτρεπτική τους ικανότητα, όπως η επιστροφή σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, ο καλύτερος συντονισμός των προμηθειών εξοπλισμού και η ρύθμιση της τριμερούς συνεργασίας ασφαλείας με το Τόκιο», καταλήγει.
Κουρίλες νήσοι
Οι Κουρίλες νήσοι – ή Νότιες Κουρίλες, όπως τις αποκαλεί η Ρωσία ή Βόρειες Κτήσεις, όπως τις αποκαλεί η Ιαπωνία – είχαν καταληφθεί από σοβιετικές δυνάμεις έπειτα από την παράδοση της Ιαπωνίας στους Συμμάχους το 1945.
Ως αποτέλεσμα, τις νήσους διεκδικούν και οι δυο χώρες, γεγονός που δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις τους και συμβάλλει στην αποτυχία τους μέχρι και σήμερα να συνυπογράψουν ειρηνευτική συνθήκη για το τέλος… του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ Τόκιο και της Μόσχας στα υψηλότερα επίπεδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτό γιατί η Ιαπωνία έχει καταδικάσει ένθερμα την εισβολή της Ρωσίας, σε μεγάλο βαθμό συντασσόμενη με τη δυτική γραμμή. Μεταξύ άλλων, αυτό μεταφράστηκε σε απελάσεις ρώσων διπλωματών, επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα, αλλά και δωρεά προμηθειών στον ουκρανικό στρατό.
Πριν από αυτό, η Ρωσία είχε ήδη ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία στον Δυτικό Ειρηνικό, δοκιμάζοντας μεταξύ άλλων πυραύλους στα ύδατα μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας, αλλά και πραγματοποιώντας κοινές ασκήσεις με τον κινεζικό στρατό, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό περικύκλωσαν την Ιαπωνία.
«Δεδομένων όλων αυτών των παραγόντων, η αίσθηση απειλής της Ιαπωνίας στο ανατολικό της μέτωπο έχει μεταβληθεί ουσιωδώς», παρατηρεί ο Ρόμπερτ Γουαρντ, επικεφαλής για την Ιαπωνία στο Διεθνές Ινστιτούτο Σπουδών Ασφαλείας.
Και οι αυξανόμενες εντάσεις στον βορρά, έχουν δημιουργήσει αυτό που ο Γουαρντ αποκαλεί «αψίδα ρίσκου» στα δυτικά της Ιαπωνίας, στα βόρεια, όπου βρίσκονται οι Κουρίλες, αλλά και στα νότια, όπου βρίσκονται η Νότια Κορέα και η Κίνα με την Ταϊβάν και τις νήσους Σενκάκου/Ντιαόγου, τις οποίες διεκδικούν τόσο το Πεκίνο όσο και το Τόκιο ως ανήκουσες στην επικράτειά τους – εξ ου και η διπλή ονομασία.
Όλα αυτά αποτελούν πηγές ανησυχίας και για τον Μπάιντεν καθώς, μέσω μιας αμοιβαίας αμυντικής συμφωνίας, οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να υπερασπιστούν οποιοδήποτε μέρος της ιαπωνικής επικράτειας. Και ακόμη και ο μικρότερος δισταγμός σε αυτές τις περιοχές που αφορούν το Νο1 σύμμαχο των ΗΠΑ, θα δημιουργούσε αμφιβολίες για την ειλικρίνεια των δεσμεύσεων της υπερδύναμης σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων της που ανησυχούν για τις επόμενες κινήσεις της Ρωσίας στην Ευρώπη.
Νότια Σινική Θάλασσα
Το γεγονός ότι η Κίνα διεκδικεί σχεδόν το σύνολο των 1,3 εκατ. τετραγωνικών μιλίων της Νότιας Σινικής Θάλασσας αποτελεί μόνιμη αιχμή στις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου τα τελευταία χρόνια.
Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες εντάσεις γύρω από την Ταϊβάν, τη Βόρεια Κορέα και τις Κουρίλες νήσους έχει ρίξει λίγο τη θερμοκρασία στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Σύμφωνα με τον Κόλιν Κοχ, ερευνητή στη Σχολή S/; Rajaratnam για τις Διεθνείς Σπουδές στη Σιγκαπούρη, το 2022, το αμερικανικό ναυτικό μοιάζει να έχει περιορίσει τις επιχειρήσεις ελεύθερης πλοήγησης (FONOPS), στο πλαίσιο των οποίων αμερικανικά πολεμικά πλοία πλέουν κοντά στα κατεχόμενα από την Κίνα, αμφισβητούμενα νησιά – και συγκεκριμένα, έχει πραγματοποιήσει μόνο μια τέτοια επιχείρηση, τον Ιανουάριο.
«Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ίσως έχει επιλέξει να απομακρυνθεί από την προηγούμενη προσέγγιση που εστίαζε στη στρατιωτικοποίηση στη Νότια Σινική Θάλασσα και να ακολουθήσει μια άλλη, πιο γεωοικονομική», παρατηρεί ο Κοχ.
Επιπλέον, σημειώνει ότι σε πρόσφατη συνάντηση των ηγετών της Ένωσης Χωρών της Νοτιανατολικής Ασίας (ASEAN) στο Λευκό Οίκο, συζητήθηκαν δεσμεύσεις που αφορούσαν περισσότερο την οικονομία, την ανάπτυξη και την υγεία και λιγότερο στρατιωτικά ζητήματα.
Όμως οι στρατιωτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ρωσία στην Ουκρανία αποτελούν μαθήματα και για την Κίνα, τονίζει ο Κοχ.
Η Ρωσία δεν έχει επιτύχει αεροπορική υπεροχή έναντι της Ουκρανίας και ο Κοχ υποστηρίζει ότι το Πεκίνο θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα, προσπαθώντας να προστατεύσει τα στρατιωτικοποιημένα νησιά του συμπλέγματος Σπράτλι στη Νότια Σινική Θάλασσα.
«Η γραμμή επικοινωνίας – εναέριας και θαλάσσιας – ανάμεσα στους παράκτιους κόμβους κατά μήκος της νότιας κινεζικής ενδοχώρας και τα μέτωπα αυτά θα ήταν υπερβολικά μεγάλη και ευάλωτη σε επιθέσεις, εκτός αν η Κίνα κατάφερνε να εξασφαλίσει εναέρια και ναυτική κυριαρχία», σημειώνει.
«Ακόμη και αν η Κίνα καταφέρει αρχικά να πάρει το πάνω χέρι καταλαμβάνοντας κάποιες περιοχές στη Νότια Σινική Θάλασσα, δεν είναι βέβαιο αν θα μπορέσει να τις κρατήσει και μακροπρόθεσμα», καταλήγει ο Κοχ.
Ινδία-Κίνα
Η αναμέτρηση που κρατά δεκαετίες γύρω από τη Γραμμή Πραγματικού Ελέγχου (LAC), το ασαφές σύνορο μεταξύ Ινδίας και Κίνας στα Ιμαλάια, ίσως είναι το πιο περίπλοκο στρατιωτικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει ο Μπάιντεν στο ταξίδι του στην Ασία.
Μια αιματηρή σύγκρουση μεταξύ ινδών και κινέζων στρατιωτών στη LAC το 2020 έχει σπρώξει την Ινδία, η οποία επί σειρά ετών είχε ως κύριο προμηθευτή εξοπλισμών τη Ρωσία, πιο κοντά με τις ΗΠΑ.
Επιπλέον, η Ινδία έχει συνταχθεί με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία στην QUAD, μια ανεπίσημη ομάδα κρατών που αρκετοί αντιμετωπίζουν ως προσπάθεια αναχαίτισης της κινεζικής επιρροής στην περιοχή της Ινδίας-Ειρηνικού.
Όμως οι ιστορικά στενοί δεσμοί του Νέου Δελχί με τη Μόσχα και η ανάγκη διατήρησης των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία – όπως και των στρατιωτικών εφοδιαστικών αλυσίδων – είχαν ως αποτέλεσμα τη μη επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία από την Ινδία, σε αντίθεση με την υπόλοιπη QUAD.
Ο Χαρς Β. Παντ. καθηγητής στο Kings College London και διευθυντής στο Ίδρυμα Ερευνών Observer του Νέου Δελχί, επισημαίνει δυο παράγοντες του πολέμου στην Ουκρανία που ενδέχεται να διατηρήσουν την Ινδία σε τροχιά σύγκλισης με τις ΗΠΑ.
Η μία αφορά τις πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών, την επιτήρηση και τις δυνατότητες αναγνώρισης που παρείχαν η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της, συμβάλλοντας στην αναπάντεχη αναχαίτιση των Ρώσων από τους Ουκρανούς στα πεδία των μαχών.
Η Ινδία έχει μια αντίστοιχη συμφωνία με τις ΗΠΑ για την παρακολούθηση και την κατανόηση των κινεζικών στρατιωτικών δυνατοτήτων και αυτό που συνέβη στην Ουκρανία θα ενισχύσει αυτή την προσπάθεια, σύμφωνα με τον Παντ.
Και δεύτερον, ο ρόλος της Ρωσίας ως προμηθευτής περίπου των μισών ινδικών εξοπλισμών τίθεται υπό αμφισβήτηση.
«Η Ινδία θα πρέπει να εξετάσει πολύ καλά από πού προμηθεύεται τους εξοπλισμούς της», υπογραμμίζει ο Πνατ.
«Αν η Ρωσία είναι τόσο εγκλωβισμένη στους δικούς της πολέμους, πού θα βρεθεί η συντήρηση και τα ανταλλακτικά για την Ινδία;»
Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μπορέσουν να προμηθεύσουν την Ινδία με όπλα, αλλά και να τη βοηθήσουν να αποκτήσει την τεχνολογία που απαιτείται για την κατασκευή των δικών της εξοπλισμών, εξηγεί ο Παντ.
Και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα από τα διακυβεύματα της επερχόμενης συνάντησης των ηγετών της QUAD στο Τόκιο την εβδομάδα που μας έρχεται.
Πηγή: CNN
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις