Φρέντυ Γερμανός: Τα γεμάτα καημό τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη
Ένας χρόνος για μια λέξη...
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Στον Όλυμπο της μυθολογίας, μια φορά κι’ έναν καιρό, ο Κρόνος έφαγε τα παιδιά του. Αυτά όμως συνέβαιναν στην μυθολογία. Η νεοελληνική διπλοπεννιά δεν έχει καμμιά σχέση με την μυθολογία. Ή μάλλον έχει την δική της μυθολογία.
Στον Όλυμπο της νεοελληνικής διπλοπεννιάς ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν έφαγε κανένα απ’ τα παιδιά του. Καμμιά φορά όμως τα παιδιά του τον ροκανίζουν με πολλή όρεξη — άλλοτε τον ίδιο, άλλοτε τα τραγούδια του.
Λένε σήμερα οι επίγονοι του Τσιτσάνη: «Ο Τσιτσάνης πάλιωσε. Δεν γράφει πια όπως έγραφε…» Ή σε άλλη εκδοχή: «Ο Τσιτσάνης έχασε το τραίνο». Ή σε μια τρίτη εκδοχή: «Ο Τσιτσάνης δεν ήταν ποτέ μεγάλος. Μεταξύ μας, δεν ήταν ποτέ συνθέτης. Όλα τα καλά του τραγούδια τα έγραψε ο αδελφός του!»
Όλα αυτά ο Βασίλης Τσιτσάνης τα ακούει με την ηρεμία του ανθρώπου που ξέρει ότι στα 52 του χρόνια η αγανάκτηση είναι καμμιά φορά δαπανηρή πολυτέλεια. Γιατί να αγανακτή; Υπάρχουν στην ζωή πράγματα που έχουν σημασία και υπάρχουν άλλα πράγματα που δεν έχουν.
Στα 52 του χρόνια, ο Βασίλης Τσιτσάνης ξέρει ότι επάνω στην «Συννεφιασμένη Κυριακή» του στηρίχθηκε όλο το χρυσελεφάντινο οικοδόμημα που λέγεται σήμερα λαϊκό τραγούδι.
Αυτό έχει σημασία.
Στα 52 του χρόνια, ο Βασίλης Τσιτσάνης ξέρει ότι κάθε τόσο φτάνουν στην Θεσσαλονίκη πούλμαν με τουρίστες, που ρωτούν: «Πού είναι το Μπαξέ Τσιφλίκι; Πού είναι το μέρος που τραγούδησε ο Τσιτσάνης;»
Έχει κι’ αυτό σημασία.
Στα 52 του χρόνια, ο Βασίλης Τσιτσάνης ξέρει ότι τα Τρίκαλα απέκτησαν ένα επί πλέον τουριστικό κόσμημα χάρη στον Σακαφλιά. Μπορεί ο Σακαφλιάς να μην είναι το είδος του τραγουδιού που ενθουσιάζει τις τρυφερές ψυχές. Ωστόσο, πέρασε κι’ αυτός στην ιστορία.
Άλλα πούλμαν εδώ πέρα. Άλλοι τουρίστες:
«Πού είναι τα δυο στενά — πού σκότωσαν τον Σακαφλιά; Δείξτε μας τα. Οδηγέ, στάσου να βγάλωμε μια φωτογραφία…»
Ίσως να έχη κι’ αυτό σημασία…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Στο Γυμνάσιο ήταν ένα ήρεμο και στοχαστικό παιδί που φορούσε γραβάτα, αγαπούσε την κλασική μουσική κι’ έπαιζε μαντολίνο. Δεν είχε επάνω του τίποτε που να θυμίζη λαϊκό αγόρι. Είχε όμως κάτι μέσα του: πριν αποφοιτήση απ’ το Γυμνάσιο, είχε κιόλας στο συρτάρι του 50 λαϊκά τραγούδια. Πολλά απ’ αυτά έγιναν αργότερα μεγάλα σουξέ.
Έγραφε. Αλλά στην Ελλάδα το να γράφης είναι συχνά μια υπόθεση καθαρά ιδιωτική. Ο Τσιτσάνης έγραφε κι’ έσκιζε. Όσα δεν έσκιζε ο ίδιος, του τα έσκιζαν άλλοι. Το λαϊκό τραγούδι ήταν ακόμη ένας τυφλός κύκλωπας. Ήξερε την δύναμή του, αλλά δεν την έβλεπε. Πάλευε, έψαχνε κι’ έσκιζε…
Το 1937 ο Βασίλης Τσιτσάνης έκανε την γνωριμία της Αθήνας, του Μάρκου Βαμβακάρη και της Νομικής Σχολής. Οι δύο πρώτες γνωριμίες αποδείχθηκαν αρκετά ωφέλιμες. Η Αθήνα ήταν ο ανοιχτός ορίζοντας. Ο Βαμβακάρης ήταν ο συνθέτης της «Φραγκοσυριανής». Η Νομική Σχολή όμως δεν μπόρεσε να κρατήση τον Τσιτσάνη. Γράφτηκε, αλλά δεν φοίτησε. Προτίμησε να υπερασπίζεται τον ανθρώπινο πόνο στα τραγούδια του. Συνέχισε να γράφη.
Λέει τώρα ο Τσιτσάνης:
«Εκεί κοντά στον σταθμό Λαρίσης ήταν μια ταβέρνα. Νομίζω την έλεγαν Πλάτανο. Εκεί πηγαίναμε κάθε βράδυ με κάτι φίλους απ’ τα Τρίκαλα. Στην αρχή χωρίς κιθάρα. Ύστερα με κιθάρα. Εκεί πρωτόπαιξα μερικά απ’ τα τραγούδια μου. Τραγουδούσαμε, πίναμε, κλαίγαμε, γελούσαμε. Τα κάναμε όλα μαζί. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι. Καημός μαζί με κέφι. Προπαντός όμως καημός… Εκεί, στον Πλάτανο, ερχόταν πότε-πότε και ο συχωρεμένος ο Μισαηλίδης, διευθυντής της Χις Μάστερς Βόις. Άκουγε τα τραγούδια μας. Στην αρχή ξαφνιάστηκε. Είπε: Τι τραγούδια είναι αυτά; Παράξενο είδος. Τα ξανάκουσε. Την δεύτερη φορά τού άρεσαν πιο πολύ. Την τρίτη φορά με φώναξε να γράψω δίσκους…»
Και εγεννήθη Τσιτσάνης…
Τρίκαλα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είναι ο τρίτος σταθμός του Βασίλη Τσιτσάνη στην πορεία του κατά μήκος του λαϊκού πενταγράμμου. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πατρίδα της γυναίκας του. Του χάρισε τον έρωτα, την οικογένεια και το Μπαξέ Τσιφλίκι.
Στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης έζησε μια πολύ γόνιμη περίοδο. Του άρεσε να διηγείται με τα τραγούδια του ανθρώπινες ιστορίες. Συνήθως έγραφε πρώτα την μουσική και μετά τον στίχο. Το έβρισκε πιο σωστό… Συχνά έπιανε μια μουσική φράση μέσα στον ύπνο του. Κάπως έτσι έγινε με τις «Αραπίνες», ένα από τα μεγάλα του σουξέ.
«Το θυμάμαι σαν τώρα. Μέναμε σε μια μονοκατοικία στην Θεσσαλονίκη και ξύπνησα με το τραγούδι αυτό μέσα στο μυαλό μου. Άναψα το λαμπάκι κι’ άρχισα να γράφω: Νύχτες μαγικές, ονειρεμένες…»
Έτσι γράφτηκαν οι «Αραπίνες». Κάποιο βράδυ της Κατοχής, σε κάποιο σπίτι της Θεσσαλονίκης. Και κάπως έτσι γράφτηκε η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Αυτή όμως ήταν λιγότερο όνειρο και περισσότερο εφιάλτης…
«Την είχα στο συρτάρι μου ένα χρόνο. Μου έλειπαν τρεις νότες. Είχα γραμμένο το βασικό τραγούδι. Είχα τους τέσσερις στίχους: Συννεφιασμένη Κυριακή — μοιάζεις με την καρδιά μου — που έχει πάντα συννεφιά — Χριστέ και Παναγιά μου. Μου έλειπαν όμως τρεις συλλαβές, αυτές που ακολουθούν στη λέξη συννεφιά. Έβαλα ένα εκατομμύριο λέξεις. Δεν κολλούσε καμμιά. Και τελικά, ύστερα από ένα χρόνο, βρήκα τη λύση. Ήταν η ίδια λέξη. Συννεφιά… Η επανάληψή της έδινε αυτό που έλειπε απ’ το τραγούδι».
Έτσι, το 1949, ύστερα από 365 νύχτες αναζητήσεων και 52 συννεφιασμένες Κυριακές, ο Βασίλης Τσιτσάνης βρήκε τη λέξη που του έλειπε: ένας χρόνος για μια λέξη…
Πώς να μην είναι γεμάτα καημό τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη;
[..]
Ο Τσιτσάνης συνέχιζε να γράφη και να παίζη, να γράφη και να παίζη, να γράφη και να παίζη… Τότε ακόμη το λαϊκό τραγούδι δεν προσέφερε στους τροβαδούρους του τα ημερομίσθια που υπάρχουν σήμερα. Πολύ ξενύχτι, λίγο μεροκάματο. Αυτή ήταν η μοίρα ενός μπουζουκτσή του 1950…
Λέει ο Τσιτσάνης — χωρίς πίκρα:
«Εμείς δουλέψαμε για άλλους… Τότε δουλεύαμε καθιστοί, από τις οκτώμιση το βράδυ ως τα ξημερώματα για πενταροδεκάρες. Πάθαμε όλοι θρομβοφλεβίτιδα εξ αιτίας της καθιστικής δουλειάς… Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Τότε το λαϊκό τραγούδι ήταν αγώνας. Ξέρετε πόσα τραγούδια έγραψα απ’ το ’36 μέχρι σήμερα; Πάνω κάτω χίλια. Κάθε τραγούδι κι’ ένας αγώνας… Πολλά τα τελείωνα και τα άφηνα στο συρτάρι μου. Δεν μου άρεσε το εύκολο τραγούδι. Ήθελα να κουραστώ, να πονέσω. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι: πόνος. Καμμιά φορά όταν δεν πονάω λέω μέσα μου: Γιατί δεν πονάω; Πρέπει να πονάω για να είμαι καλά… Το βλέπετε αυτό το δάχτυλο; Είναι μισό σε πάχος απ’ το συνηθισμένο. Έπαθα μόλυνση παίζοντας μπουζούκι. Όταν παίζω θέλω να σπάσω και το σύρμα ακόμη για να δώσω αυτό που θέλω. Τελικά ο Δέδες, ο διευθυντής του Δημοτικού Νοσοκομείου, μου έκανε εγχείρηση στο δάχτυλο. Έκανα 12 εκατομμύρια μονάδες πενικιλλίνες. Για έξη μήνες δεν μπορούσα να παίξω. Και σήμερα όταν δεν παίζω ηλεκτρικό μπουζούκι, προσέχω πολύ. Ξέρω πως μπορεί να ανοίξη το δάχτυλό μου από στιγμή σε στιγμή».
[…]
Υπάρχουν δύο αντίρροπες φήμες γύρω απ’ τον Βασίλη Τσιτσάνη. Η μία είναι ότι του έκλεψαν κάποτε την μουσική του. Η άλλη είναι ότι έκλεψε ο ίδιος την μουσική κάποιου άλλου.
Η πρώτη φήμη αφορά τον Μάνο Χατζιδάκι, στον οποίο πολλοί Νεοέλληνες δεν συγχώρησαν ποτέ την επιτυχία του. Ο Τσιτσάνης απαντά ήρεμα:
«Ψέμα. Ο Χατζηδάκις δεν έκλεψε ποτέ τη μουσική μου. Αντίθετα, στον Χατζηδάκι το λαϊκό τραγούδι χρωστάει πολλά. Αυτός το πήρε, το έστησε όρθιο, το έβγαλε έξω απ’ τα σύνορά μας. Είναι ο μεγάλος αγωνιστής — το μεγάλο παλληκάρι της διπλοπεννιάς… Μην ξεχνάτε ότι όλα ξεκίνησαν απ’ την Στέλλα. Χάρις σ’ αυτήν το λαϊκό τραγούδι πήρε διαβατήριο και πήγε στην Ευρώπη. Ύστερα τα άλλα ήλθαν μόνα τους…»
Και η άλλη φήμη;
«Ναι, την έχω ακούσει… Λένε ότι τα καλύτερα τραγούδια μου δεν είναι δικά μου αλλά του αδελφού μου. Είναι αλήθεια ότι ο αδελφός μου παίζει λίγο μπουζούκι. Δεν μου έδωσε όμως ποτέ κανένα τραγούδι. Ψέμα».
Ψέμα. Το ψέμα είναι άλλωστε ένα από τα αγαπημένα μοτίβα του λαϊκού τραγουδιού…
[…]
Αποτραβηγμένος στο κάστρο του, ο Βασίλης Τσιτσάνης μοιάζει σαν να έχη βουλώσει τα αφτιά του στο λαϊκό τραγούδι του ’70. Δεν είναι πικραμένος. Απλώς είναι αδιάφορος. Ο κόσμος αυτός δεν του ανήκει…
«Χαίρομαι που έγραψα τα τραγούδια μου τον καιρό που τα έγραψα. Χαίρομαι γιατί δεν γράφτηκαν σήμερα η Συννεφιασμένη Κυριακή και το Μπαξέ Τσιφλίκι. Αν τα έδινα τώρα, θα πήγαιναν χαμένα. Θα τα ρουφούσε το χάος».
Στα 52 του χρόνια, ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει ένα γιο που θέλει να γίνη μηχανικός, μια κόρη που μόλις πήρε το πτυχίο της Ιατρικής, μία φωτογραφία της Μαρίκας Νίνου, ένα φαγωμένο δάχτυλο και 1.000 τραγούδια. Αυτή είναι σήμερα η περιουσία του πατέρα της «Συννεφιασμένης Κυριακής».
«Τώρα ετοιμάζω μια καινούργια σειρά. Θα είναι το καινούργιο λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι δεν πέθανε. Θα δείτε…»
Στα 52 του χρόνια, ο Κρόνος της νεοελληνικής διπλοπεννιάς ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά να αποδείξη ότι δεν έπαψε να είναι θεός. Και ίσως αυτή την φορά να φάη μερικά απ’ τα παιδιά του…
*Αποσπάσματα από το δισέλιδο κείμενο με το οποίο ο αείμνηστος Φρέντυ Γερμανός είχε παρουσιάσει τη ζωή και το έργο του σπουδαίου Βασίλη Τσιτσάνη στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» το 1970 (έτος ΙΣΤ’, αριθ. φύλλου 828, 20 Φεβρουαρίου 1970). Ο τίτλος του κειμένου του ήταν ο εξής: «Ο Τσιτσάνης λέει τον καημό του». Τα σκίτσα με τα οποία ήταν διανθισμένο το κείμενο, και τα οποία αναπαράγονται στο παρόν άρθρο, ήταν του Κώστα Μητρόπουλου.
Ο ιδιαίτερα ταλαντούχος δημοσιογράφος, χρονογράφος, μεταφραστής και συγγραφέας Φρέντυ Γερμανός έφυγε από τη ζωή στις 21 Μαΐου 1999, σε ηλικία 65 ετών.
Όπως ανέφεραν «Τα Νέα» στο άρθρο τους με το οποίο τον αποχαιρέτησαν, την επομένη του θανάτου του, ο Φρέντυ πορεύτηκε έως το τέλος τηρώντας την ακόλουθη αρχή: «Έχω απλώς μία συνταγή. Να παίρνω στα σοβαρά όλα τα αστεία πράγματα και στα αστεία όλα τα σοβαρά. Ή σχεδόν όλα…»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις