του Γιάννη Ανδριτσόπουλου

Περίπου 102.000 ελληνικά αντικείμενα, ορισμένα εκ των οποίων μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, βρίσκονται «κρυμμένα» στα υπόγεια του Βρετανικού Μουσείου. «ΤΑ ΝΕΑ» αποκαλύπτουν σήμερα ότι το διάσημο ίδρυμα, που στεγάζεται στο Μπλούμσμπερι του Κεντρικού Λονδίνου, έχει στην κατοχή του συνολικά 108.184 τεχνουργήματα ελληνικής προέλευσης.

Ωστόσο, μόνον 6.493 (ποσοστό 6%) από αυτά βρίσκονται σε δημόσια έκθεση. Τα υπόλοιπα 101.691 είναι καταχωνιασμένα στις αποθήκες του Μουσείου και κανείς από τους περίπου έξι εκατ. επισκέπτες του σε ετήσια βάση δεν μπορεί να τα θαυμάσει.

Τα στοιχεία προέρχονται από το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο και περιήλθαν στην κατοχή των «ΝΕΩΝ» έπειτα από σχετικό ερώτημα που απηύθυνε προς το ίδρυμα η Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα (BCRPM), κάνοντας χρήση του βρετανικού νόμου (FOIA 2000) περί πρόσβασης των πολιτών στις πληροφορίες που κατέχουν οι δημόσιες Αρχές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Στα «κρυμμένα» αριστουργήματα, που προέρχονται κατά κύριο λόγο από την Αρχαία Ελλάδα, συγκαταλέγονται γλυπτά, αγγεία και έργα μικροτεχνίας, είτε στην πλήρη τους μορφή είτε σε μορφή θραυσμάτων.

Κρυμμένα

Η αποκάλυψη αυτής της τεράστιας ανεκμετάλλευτης «κιβωτού» ελληνικών τεχνουργημάτων προκάλεσε την αντίδραση του λόρδου Νταμπς, πρώην υπουργού των Εργατικών και μέλους της Βουλής των Λόρδων, ο οποίος απηύθυνε σχετική ερώτηση στο υπουργείο Πολιτισμού – χωρίς να λάβει απάντηση. «Είναι σοκαριστικό ότι περισσότερα από 100.000 ελληνικά αντικείμενα βρίσκονται κρυμμένα στο Βρετανικό Μουσείο χωρίς να μπορεί να τα δει κανείς. Αυτό κάνει τη στυγνή άρνηση του Μουσείου να επιστρέψει τα μοναδικά υπό διεκδίκηση ελληνικά αντικείμενα, τα Γλυπτά του Παρθενώνα, να μοιάζει ακόμη πιο αποτρόπαια» είπε στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος της BCRPM dame Τζάνετ Σούζμαν.

«Η αποκάλυψη ότι ένα πλήθος αρχαίων ελληνικών αντικειμένων είναι αποθηκευμένα στα υπόγεια του ιδρύματος καθιστά παράλογους τους φόβους ότι η επανένωση του μεγαλύτερου έργου της κλασικής αρχαιότητας θα «αδειάσει» το Βρετανικό Μουσείο. Είναι καιρός το Μουσείο να επανενώσει τα Γλυπτά και να προσέλθει με μεγαλύτερη σοβαρότητα σε διάλογο» τόνισε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Πολ Κάρτλετζ.

Τα ελληνικά τέχνεργα ανήκουν στο Τμήμα Ελλάδας και Ρώμης του Βρετανικού Μουσείου και στοιβάζονται σε μερικές από τις 194 αίθουσες που χρησιμοποιεί το ίδρυμα ως αποθηκευτικούς χώρους. Συνολικά, το Μουσείο διαθέτει περισσότερα από οκτώ εκατ. αντικείμενα, εκ των οποίων εκτίθενται δημόσια μόλις τα 80.000. Η πρακτική αυτή, που ακολουθούν και άλλα μεγάλα μουσεία του κόσμου, εφαρμόζεται είτε διότι ορισμένα αντικείμενα δεν μπορούν να εκτεθούν λόγω της ευαισθησίας τους στο φως, είτε – και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος – επειδή δεν υπάρχει χώρος για να στεγαστούν.

Πρωτοβουλία

Ποικίλες αντιδράσεις εξακολουθεί να προκαλεί η απόφαση του Λονδίνου να προσέλθει, για πρώτη φορά, σε διάλογο με την Αθήνα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αλλά και η «διευκρίνιση» των Βρετανών, μέσω αποκλειστικής δήλωσης του εκπροσώπου του υπουργείου Πολιτισμού στα «ΝΕΑ» της Τετάρτης, ότι η στάση τους δεν έχει αλλάξει και ότι το θέμα αφορά το Βρετανικό Μουσείο και όχι την κυβέρνηση.

Μιλώντας χθες στα «ΝΕΑ», ο εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου δήλωσε ότι «ούτε έχουν γίνει ούτε προγραμματίζεται να γίνουν νέες συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση με αντικείμενο τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα». Ακολούθως, επανέλαβε τη γνωστή θέση ότι το μόνο που συζητά είναι το ενδεχόμενο δανείου: «Το Μουσείο είναι πάντοτε πρόθυμο να εξετάσει αιτήματα για δανεισμό οποιωνδήποτε αντικειμένων της συλλογής του» είπε και πρόσθεσε ότι «εκατομμύρια επισκέπτες του Μουσείου επωφελούνται από τη μόνιμη συλλογή του».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου χαρακτήρισε θετικό το γεγονός ότι συντηρείται η δυναμική της συζήτησης για το θέμα, προσθέτοντας ότι «ο Πρωθυπουργός έχει αναπτύξει μια διεθνή πρωτοβουλία και τεκμηριωμένη κινητικότητα σε αυτό το κομμάτι». Η Μάρλεν Γκόντγουιν, υπεύθυνη Διεθνών Σχέσεων της BCRPM, σχολίασε: «Χαιρετίζουμε την είδηση περί συνάντησης των δύο πλευρών. Ωστόσο, είμαστε επιφυλακτικοί, δεδομένης της δήλωσης του βρετανικού υπουργείου Πολιτισμού στα «ΝΕΑ» ότι η θέση της κυβέρνησης παραμένει αμετάβλητη». Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι οι Βρετανοί προτείνουν συνάντηση της Λίνας Μενδώνη όχι με την ομόλογό της, αλλά με τον… τέταρτο τη τάξει υφυπουργό Πολιτισμού, λόρδο Πάρκινσον.

Κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών (ICPRCP), ο αναπληρωτής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Τζόναθαν Ουίλιαμς υποστήριξε ότι αρκετά από τα Γλυπτά που αφαίρεσε ο λόρδος Ελγιν βρίσκονταν πεσμένα στο έδαφος – ισχυρισμό που αποδόμησε, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο Αντονι Σνόντγκρας, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Κέιμπριτζ: «Δεν μπορεί να είναι σε θέση να γνωρίζει το ποσοστό των γλυπτών που βρίσκονταν στο έδαφος, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να το τεκμηριώνουν. Πρόκειται, βασικά, για κουταμάρα».

Πιέσεις σε χρηματοδότες

Εν τω μεταξύ, διακεκριμένοι Βρετανοί, μεταξύ τους ο καθηγητής της LSE Κέβιν Φέδερστοουν και η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ, έστειλαν χθες επιστολή σε φορείς που χρηματοδοτούν το Βρετανικό Μουσείο ζητώντας τους να πιέσουν για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.