Αλέξανδρος Αργυρίου: Άνθρωπος επίμονος και ταγμένος
Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Αργυρίου έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 2009, σε ηλικία 88 ετών
Ένας «Δωδεκάλογος» για τον Αλ. Αργυρίου
1.
Δεν νομιμοποιούμαι να μιλήσω για τον Αλ. Αργυρίου παρά μόνο στη βάση προσωπικών εντυπώσεων και αναμνήσεων. Παρότι πιστεύω πως είναι ο πρύτανις της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής, η απόπειρα αντικειμενικής προσέγγισής του θα προσέκρουε στο ότι, λόγω ηλικιακής διαφοράς, έχω χάσει πολλές από τις πρώτες ένδοξες «συνέχειές» του. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τις αναδρομικές αναγνώσεις κι έτσι δεν αίρει το θαυμασμό για την προδρομικότητα του Αργυρίου, που τεκμηριώνεται στις καταθέσεις του γύρω από μείζονα αλλά και ειδικότερα θέματα της λογοτεχνίας μας. Είπε και έγραψε, με οξυδέρκεια, ευαισθησία και πάθος, σημαντικότατα πράγματα σε ανύποπτους χρόνους.
2.
Ο Αργυρίου, εδώ και πολλά χρόνια που μας τιμά με τη φιλία του, μας εμπιστεύεται τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του γύρω από την «Ιστορία της Νεότερης Ελληνικής Λογοτεχνίας» που με τόσο βάσανο εκπονεί. Κι όλο τον ζώνουνε τα φίδια μήπως, έχοντας πράγματι καθυστερήσει επειδή ανταποκρίθηκε στου κόσμου τους γόνιμους περισπασμούς με καλοπιστία και υποχωρητικότητα, μήπως λοιπόν δεν προλάβει να την αποτελειώσει. Κι όλο τον βεβαιώνουμε πως, ενώ έχει τα δίκια του, συνάμα συμβαίνει να έχει ολοκληρώσει την Ιστορία με τις κατ’ ιδίαν μελέτες του χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει. Προσωπικά, σπανιότατα συναντώ φιλολογικές εργασίες ή άρθρα που να μην παραπέμπουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις απόψεις του Αργυρίου.
– Δεν σε ζηλεύεις γι’ αυτό; τον ρωτάω λίγο παίζοντας.
Δεν τον παρηγορώ όμως. Κι ίσως καλύτερα.
3.
Ο Αργυρίου είναι 76 χρονώ έφηβος. Με λυμένα κορδόνια παπουτσιών και γοητευτικά ατημέλητο σπορ ντύσιμο, με μια διαρκή ποιητική αφηρημάδα για την οποία μπορεί να ευθύνεται ο Παλαμάς –εξ ου και ο «Δωδεκάλογός» μου– ή όποιος άλλος έχει βιδωθεί στο νου του, ζει αντισυμβατικά και μανικά προσηλωμένος στα παλιά και νέα χρόνια του και στα ισόβια χαρτιά του. Έτσι, σου δίνει την ασφαλέστατη αίσθηση ότι αντί να εκβιάζει ένα γήρας, παρατείνει μια νεότητα.
4.
Σε κάποια απ’ τις αμέτρητες λογοτεχνικές συνάξεις, η κουβέντα ξεστράτισε και στα οικονομικά. Οι τράπεζες τότε είχανε βγάλει ένα φιρμάνι που έλεγε ότι για να εξασφαλίσουν στον πελάτη τους υψηλό επιτόκιο, έπρεπε το ποσό της κατάθεσης να υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια δραχμές. Γελώντας τότε ένας από τους φίλους της παρέας δήλωσε:
– Εγώ έχω μόνον τέσσερα.
– Να σου δώσω εγώ το ένα που σου λείπει, πετάχτηκε ο Αργυρίου.
Βεβαιώνω τον αναγνώστη, πρώτον ότι το εννοούσε μη όντας ο ίδιος καθόλου πλούσιος, και δεύτερον ότι ο χρόνος που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο φράσεις ήταν περίπου μηδενικός. Ο νοών νοείτω.
5.
Η Αριστερά κι ο Εμφύλιος. Η πιο αμφίθυμη σχέση του Αργυρίου. Όσο περισσότερο τον ακούω να μου ή να μας την εξηγεί, με λεπτομέρειες, ξεχασμένους ανθρώπους και ενταφιασμένα περιστατικά, τόσο πιο πολύ βεβαιώνομαι για τον «ερωτικό» χαρακτήρα της σχέσης αυτής: ανάμεσα στην έλξη και στην άπωση τον θερμαίνει (κι όχι πάντα νηφάλια) είτε ως ρομαντικό νοσταλγό είτε ως καταδολιευθέντα εραστή.
6.
Ευγενής και μειλίχιος άνθρωπος, ο Αργυρίου εκρήγνυται συχνότερα για τις αγάπες-μανίες του και σπανιότατα αν τύχει να τον προσβάλουν. Κατά βάθος βέβαια πληγώνεται και τότε βαραίνουν κάπως περίεργα τα βλέφαρά του, κι ας αντιδρά βραδυφλεγώς ή και καθόλου. Τέτοια η περίπτωση με ένα μικρό ευτυχώς μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας που τόσα πολλά του οφείλει. Παράξενο, μα εκείνος μοιάζει καμιά φορά σαν να πιστεύει το αντίθετο.
Στ’ αλήθεια, και το τονίζω ότι μιλώ για ελάχιστες μα όχι αμελητέες εξαιρέσεις, δεν ξέρω τι ανάγκη είχε ο Αργυρίου να πάρει και πολύ στα σοβαρά κάτι πεφυσιωμένους φαρμακευτικούς ζυγούς, αυτός, ο πρωτοπόρος της δημιουργικής κριτικής, που σ’ ένα βαθμό τους προϋπέθεσε. Τους άνοιξε δρόμους, τους δίδαξε, τους άκουσε, τους διόρθωσε, τους ενθάρρυνε με τη δουλειά του και το ήθος του, μερικούς απ’ αυτούς μπορεί και, ως μη όφειλε, να τους θαύμασε. Ας ήταν να του είχαν ανταποδώσει το μισό της δικής του γενναιοδωρίας.
7.
Δε χρειάζεται να μιλήσω εδώ για τη σχέση που συνέδεε (τι αδυσώπητος παρατατικός) τον Αργυρίου με τον σπάνιο, τον δικό μας Αλέξανδρο Κοτζιά. Την έζησα ζωηρότατα, καθώς με τίμησαν κι αυτοί μαζί με τους αγαπημένους φίλους Μηλιώνη, Παπαγεωργίου και Τσακνιά, για τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια σε σπίτια, ταβέρνες, καφενεία, ακόμα και στην παλιά εκείνη δημοσιογραφική συντροφιά της Χανίων με τον πολύτιμο Ανδρέα Φραγκιά και τον αλησμόνητο ευπατρίδη Κωνσταντίνο Καλλιγά.
Μια υπόγεια μεταφυσική –ή φυσική;– σοφία λοιπόν όπλισε τον Αργυρίου όταν ο Εωσφόρος γλίστρησε τον Κοτζιά του στην άλλη όχθη: τον έκλαψε με σιωπηλό γόο, εκείνον που επαληθεύει ταπεινά τη φαρσική στόφα της ύπαρξης.
8.
Πανδαισία, γλέντι τρικούβερτο έχω όταν ο Αλέκος μιλάει για τα ερωτικά, για τις μπερδεμένες γυναίκες του ή για τις αρχαίες ερωμένες. Τα ’χει όλα με τέτοια τρυφερότητα ανακατώσει, που μοιάζουν με την αξιολάτρευτη ακαταστασία παιδικού δωματίου. Μόνο που ο Αλέκος ξέρει τα πάντα γύρω απ’ αυτό το δωμάτιο, ξέρει πού βρίσκονται καταχωνιασμένα αισθήματα και λόγια κι επιφυλάξεις και δεν τον γελάς, παρά την απονήρευτη αθωότητά του, για τα γνήσια και για τα κάλπικα.
9.
Παιδιά δεν έχει ο Αργυρίου – υποπτεύομαι ότι φοβήθηκε μήπως τα πολυαγαπήσει και τον ξεμακρύνουν απ’ το στόχο. «Δεν διευκολύνουν τες δουλειές», που λέει κι ο ποιητής. Αν όμως δεν ελεήσει τα ξέμπαρκα γατάκια της γειτονιάς, όσο κουρασμένος και μες στο κρύο, δεν ανεβαίνει στα δικά του λατρεμένα παιδιά, τα παλιά δυσεύρετα περιοδικά που κυνηγάει με λύσσα, χρήματα ή «ικεσίες». Άνθρωπος επίμονος και ταγμένος, ταγμένος γι’ αυτό και πεισματάρης. Καλόβολος-καλόβολος, όπως νομίζουν όλοι, απλός και προσηνής, αλλά και αγύριστο κεφάλι, πραγματικός τζόρας, όταν πρόκειται για τους αποφασισμένους φιλολογικούς του έρωτες ή για τα κοινωνικά κι ανθρώπινα χρέη του.
10.
Αρκετοί αρμόδιοι το συζητούν – εγώ δεν μπορώ να κρίνω: στη βιοποριστική του πλευρά, στο επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, ο Αργυρίου-Κουμπής στάθηκε κι εκεί πρωτοπόρος. Λένε, ας πούμε, πως πέρα απ’ τις ανώνυμες πια αλλά πολυάριθμες κατασκευές του που ανύποπτοι προσπερνάμε στους δρόμους της Αθήνας, ο Αργυρίου υπήρξε απ’ τους πρώτους που προσάρμοσαν τα γερμανικά στατικά πρότυπα στα δικά μας δεδομένα με σοφές παρατηρήσεις πάνω στο εν γένει αντικείμενο. Ο ίδιος, αναθεματίζοντας το χρονοβόρο επάγγελμα, συγχρόνως υπερηφανεύεται με μέτρο για όλ’ αυτά αλλά και μας διαβεβαιώνει –σα να χρειαζότανε– με απολογητική αφέλεια ότι δεν προσπορίστηκε ποτέ ίχνος άνομου οικονομικού οφέλους από την εργασία του.
11.
Προσωπικά μένω έκθαμβος: μη ξέροντας, μη μπορώντας, άρα μη θέλοντας να πατήσω το απειροελάχιστο κουμπί του con-puter (κομπιούτερ) –επιμένω στο «con»–, ακούω εδώ και κάμποσα χρόνια τον ευπροσάρμοστο Κουμπή να συζεί και να συζητεί – για τεχνικές, σκληρούς ή μαλακούς δίσκους, παράθυρα, παραθυρόφυλλα και άλλα ακατανόητά μου παρόμοια. Έμαθε τη χρήση του διαβόητου μηχανήματος εκεί κοντά στα εβδομήντα του, παρέα με τον Κοτζιά.
Μένω έκθαμβος γι’ αυτή του τη νεανική διαθεσιμότητα να αποδέχεται καινούργιες φόρμες ζωής και να τις εντάσσει στο ιδεολογικό του σύμπαν, φτάνει να υπηρετήσουν το σκοπό του. Σε κάτι τέτοια δεν κρίνεται η ηλικία του ανθρώπου;
12.
Το Μάιο του 1976, έξι νέοι ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς του ’70» (θυμάμαι τώρα μόνο τον Μαρκόπουλο και τον Χρονά) διαβάζουν ποιήματά τους στην «Ώρα» του Μπαχαριάν. Συντονιστής ο Χυτήρης, το ακροατήριο, τότε, σχετικά πολυπληθές. Με το τέλος της ανάγνωσης, κατά τα ειωθότα, ερωτήσεις προς τους νέους ναυτιλλομένους. Ανάμεσά τους απαντάω κι εγώ, ο νεότερός τους.
Καθώς η εκδήλωση τελειώνει κι ο Αργυρίου κάθεται στην πρώτη σειρά, συμπτωματικά πολύ κοντά στον όρθιο εμένα, εκτός συζήτησης και ενώ σηκώνεται, μου λέει:
– Καλά τα είπες εσύ, μικρέ!
Εικοσιένα χρόνια μετά, Αλέκο, και δε μπορώ να σου γυρίσω εκείνο το δώρο.
*Κείμενο του ποιητή, κριτικoύ, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Γιάννη Βαρβέρη για τον Αλέξανδρο Αργυρίου. Το εν λόγω κείμενο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» το 1998, στο τεύχος (υπ’ αριθμόν 84, Ιούνιος-Σεπτέμβριος) που ήταν αφιερωμένο στον κριτικό και ιστορικό της λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου.
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Κουμπή) κατάφερε να αφήσει το ευκρινές αποτύπωμά του στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, στο πεδίο της μελέτης της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Υπήρξε ο δημιουργός της οκτάτομης Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που αποτελεί βασικό βοήθημα για τη σπουδή των ελληνικών γραμμάτων.
Κατά τη διάρκεια του μακρού βίου του ο Αργυρίου, που είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στο ΕΜΠ, αποδελτίωσε υποδειγματικά, ωσάν λόγιος άλλων εποχών, διάβασε και έγραψε για τον Σεφέρη, τον Αναγνωστάκη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη, τους υπερρεαλιστές.
Το 1998 ο Αργυρίου τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα.
Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Αργυρίου έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 2009, σε ηλικία 88 ετών.
- Χατζηδάκης για προϋπολογισμό 2025: «Δεν δίνουμε παραπάνω από αυτά που αντέχουμε»
- O Έντι Ρέντμεϊν θα πρωταγωνιστήσει στην στη 2η σεζόν του «The Day of the Jackal»
- Γιαμάλ: «Η Μπάρτσα μπορεί να κατακτήσει τα πάντα και αυτή είναι η πρόθεσή μου»
- Ποιο ρόλο έχουν τα smartphone στην εκπαίδευση; Απαγορεύσεις και αντίλογος
- Κίεβο: Τουλάχιστον ένας νεκρός και εννέα τραυματίες από την πυραυλική επίθεση της Ρωσίας
- Η σχέση Τουρκίας – Συρίας και οι ανησυχίες σε Ελλάδα και Κύπρο