«Τον SARS-CoV-2 τον εντοπίσαμε αμέσως. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρούμε τι προκαλεί την ηπατίτιδα των παιδιών;». Απολύτως εύλογο το ερώτημα μητέρας δύο παιδιών προσχολικής ηλικίας. Απολύτως κατανοητή και η ανησυχία της. Αλλά το να μη βρίσκεται αμέσως ο μικροοργανισμός που ευθύνεται για μια νεοεμφανιζόμενη λοίμωξη είναι μάλλον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.

Στην πραγματικότητα η δουλειά των επιστημόνων που αναζητούν τα αίτια των λοιμώξεων μοιάζει με αυτή των ντετέκτιβ: για να καταλήξουν σε αξιόπιστα συμπεράσματα ακολουθούν τα στοιχεία. Κάποιες φορές βέβαια έχουν την καλή τύχη να πιάνουν τον ένοχο επ’ αυτοφώρω, όπως έγινε με τον SARS-CoV-2, ο οποίος απομονώθηκε από ιστολογικά δείγματα ασθενών με πνευμονία στην Κίνα.

Τα πράγματα με την παιδική ηπατίτιδα είναι εντελώς διαφορετικά. Αν και σε μεγαλύτερους από το αναμενόμενο αριθμούς, τα κρούσματα παραμένουν λίγα. Αυτό το πολύ ευχάριστο γεγονός σημαίνει όμως ότι και τα στοιχεία που θα οδηγούσαν τους ερευνητές-ντετέκτιβ στην εξιχνίαση της αιτιολογίας είναι λιγοστά. Και όχι μόνο αυτό: το μεγάλο γεωγραφικό εύρος των κρουσμάτων και οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση κάθε περιστατικού σημαίνει ότι τα στοιχεία είναι και ανομοιογενή. Παραδείγματος χάριν, δεν έχουν εξετασθεί όλα τα παιδιά για αδενοϊό 41 (ο οποίος είναι ένας από τους υπόπτους). Αλλά ακόμη και αν κάποια έχουν εξετασθεί και βρέθηκαν αρνητικά, πάλι δεν είναι βέβαιο ότι ο συγκεκριμένος ιός είναι αθώος: έχει πολύ μεγάλη σημασία το σε ποιο δείγμα αναζητήθηκε ο ιός και το πότε είχε ληφθεί αυτό το δείγμα για να υπάρχει βεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμα.

Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι το πολύ βασικό ερώτημα της αιτιολογίας της νόσου διαλευκανθεί, δεν θα πρόκειται για το τέλος της ιστορίας. Επίσης κομβικής σημασίας είναι ερωτήματα όπως: «Πώς δρα ο παθογόνος μικροοργανισμός;», «Προσβάλλει μόνο λίγα παιδιά, ή μόνο λίγα από τα παιδιά που προσβάλλει αναπτύσσουν ηπατίτιδα;», «Γιατί τα συγκεκριμένα παιδιά προσβάλλονται ή αναπτύσσουν ηπατίτιδα;». Και αν τελικά αποδειχθεί ότι πρόκειται για ένα γνωστό παθογόνο θα πρέπει να απαντηθεί και το ερώτημα «Γιατί τώρα;». Οπως και το «Τι άλλαξε, το παθογόνο, εμείς, το περιβάλλον;».

Ολα τα παραπάνω απαιτούν χρόνο. Και κάποιες απαντήσεις ίσως να μην τις πάρουμε ποτέ. Ευτυχώς οι γιατροί που θεραπεύουν τα παιδιά δεν είναι απαραίτητο να έχουν όλες τις απαντήσεις για να μπορέσουν να επιτελέσουν το έργο τους.

Έντυπη έκδοση Το Βήμα