Αλλάζουν οι ΗΠΑ στρατηγική για το θέμα της Ταϊβάν;
Οι δηλώσεις Μπάιντεν στο Τόκιο γέννησαν το ερώτημα εάν υπάρχει αλλαγή της αμερικανικής στρατηγικής για την Ταϊβάν
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Οι δημοσιογράφοι είναι συνηθισμένοι να βλέπουν τον Τζο Μπάιντεν να κάνει δηλώσεις που μάλλον απέχουν από την επίσημη γραμμή του Λευκού Οίκου ή του State Department και μετά να έρχεται η επίσημη ενημέρωση ότι «όχι δεν αλλάξαμε γραμμή».
Η πιο πρόσφατη περίπτωση ήταν στον περασμένο Μάρτιο όταν ο Τζο Μπάιντεν στο τέλος μιας ομιλίας στη Βαρσοβία, αναφώνησε αναφερόμενος στον Βλαντιμίρ Πούτιν: «για όνομα του θεού ο άνθρωπός αυτός δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία». Η δήλωση αυτή παρέπεμπε σε μια εντυπωσιακή αλλαγή στάσης των ΗΠΑ, αφού έθετε πλέον ρητά ζήτημα επιδίωξης «αλλαγής καθεστώτος» στη Ρωσία. Ο Λευκός Οίκος έσπευσε να δηλώσει ότι ο αμερικανός πρόεδρος αναφερόταν στον τρόπο που επιδιώκει ο Πούτιν να ασκήσει εξουσία έξω από τη Ρωσία και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν έσπευσε να δηλώσει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν σκοπό να υπάρξει αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία
Τι ακριβώς είπε ο Μπάιντεν στο Τόκιο;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ερώτηση που τέθηκε στο Τόκιο ήταν αρκετά σαφής: «Δεν θέλατε να εμπλακείτε στρατιωτικά στη σύγκρουση στην Ουκρανία για προφανείς λόγους. Προτίθεστε να εμπλακείτε στρατιωτικά για να υπερασπιστείτε την Ταϊβάν, εάν τα πράγματα φτάσουν σε αυτό το σημείο;».
«Ναι» ήταν η ρητή απάντηση του Μπαίντεν, για να επαναλάβει «αυτή είναι η δέσμευση που έχουμε αναλάβει», όταν ξαναρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο.
Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η δήλωση στην πραγματικότητα τροποποιούσε την πάγια γραμμή της αμερικανικής κυβέρνησης, που είναι να αρνείται να τοποθετηθείτε με τόσο ρητό τρόπο πάνω σε αυτό το θέμα. Οι ΗΠΑ προειδοποιούν την Κίνα να μην καταφύγει στην ισχύ ενάντια στην Ταϊβάν, αλλά πάντα διατηρούν μια αμφισημία σε σχέση με τι θα κάνουν εάν η Κίνα δοκιμάσει να επιτεθεί στην Ταϊβάν.
Για άλλη μια φορά η αντίδραση του Λευκού Οίκου ήταν η αναμενόμενη. Με μια δήλωση που γρήγορα διανεμήθηκε στους δημοσιογράφους επεσήμανε ότι «όπως είπε ο Πρόεδρος η πολιτική μας δεν έχει αλλάξει» και ότι «επανέλαβε την πολιτική μας για Μία Κίνα και τη δέσμευσή μας για σταθερότητα στα στενά της Ταϊβάν. Επίσης επανέλαβε τη δέσμευσή μας σύμφωνα με τον Νόμο για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν να παρέχουμε στην Ταϊβάν τα στρατιωτικά μέσα για να υπερασπίσει τον εαυτό της».
Μόνο που ο Μπάιντεν δεν είπε αυτό στο Τόκιο. Ο νόμος που αναφέρει ο Λευκός Οίκος, που έρχεται από το 1979 απλώς αναφέρει ότι οι ΗΠΑ θα παρέχουν στην Ταϊβάν όπλα για να μπορεί να διατηρεί μια επαρκή ικανότητα αυτοάμυνας, κάτι που έκτοτε γίνεται συστηματικά. Δεν αναφέρει ότι οι ΗΠΑ θα συνδράμουν οι ίδιες στρατιωτικά την Ταϊβάν.
Όμως, ο Μπάιντεν ρητά αναφέρθηκε σε στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο πλευρό της Ταϊβάν. Και αυτό έγινε σαφές από την αντιδιαστολή που έκανε σε σχέση με την Ουκρανία. Εκεί οι ΗΠΑ ναι μεν προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, με αποκορύφωμα το πακέτο ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων που πρόσφατα αποφάσισαν, αλλά έχουν κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται να έχουν άμεση ανάμειξη στην ίδια τη σύγκρουση. Δηλαδή, τώρα ο Μπάιντεν ρητά είπε ότι οι ΗΠΑ εάν χρειαστεί θα αναμειχθούν ένοπλα στη σύγκρουση ανάμεσα την Ταϊβάν και την Κίνα.
Οι προηγούμενες δηλώσεις του Μπάιντεν
Ο Μπάιντεν έχει κάνει και άλλες ανάλογες δηλώσεις στο πρόσφατο παρελθόν. Τον περασμένο Οκτώβριο ο Μπάιντεν είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ δεσμεύονται να υπερασπιστούν την Ταϊβάν εάν δεχτεί επίθεση από την Κίνα.
Η τότε εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι είχε σπεύσει να δηλώσει ότι «ο πρόεδρος δεν ανακοίνωσε κάποια αλλαγή πολιτικής, ούτε έχει πάρει την απόφαση να αλλάξει την πολιτική μας». Για να συμπληρώσει ότι η «αμυντική σχέση μας με την Ταϊβάν καθοδηγείται από τον Νόμο για τις σχέσεις με την Ταϊβάν». Μάλιστα δημοσιεύματα του περασμένου Νοεμβρίου ανέφεραν ότι ο Μπάιντεν τουλάχιστον τέσσερις φορές από τον Αύγουστο του 2021 είχε αναφερθεί στην αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ταϊβάν με τρόπο διαφορετικό από την επίσημη γραμμή.
Γιατί επανέρχεται η ένταση γύρω από την Ταϊβάν
Το θέμα της Ταϊβάν είναι πάντα ιδιαίτερα κρίσιμο για την Κίνα. Ας μην ξεχνάμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας πάντα αυτοπροσδιορίζεται ως ένα πατριωτικό κόμμα και κατά συνέπεια ιεραρχεί ψηλά τον στόχο της επανένωσης με την Ταϊβάν, επανένωση που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή «μία χώρα – δύο συστήματα», που δοκιμάστηκε στην ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ και που δεν διακυβεύει τα χαρακτηριστικά οικονομίας της αγοράς που έχει η Ταϊβάν. Σε αυτό το πλαίσιο, για το Πεκίνο έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία άλλες χώρες να μην αμφισβητούν το ιδιαίτερο καθεστώς που έχει η Ταϊβάν.
Θυμίζουμε ότι η τυπικά η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει δύο διαφορετικές χώρες, αλλά μια διαιρεμένη χώρα. Μετά την νικηφόρα επανάσταση των κινέζων κομμουνιστών το 1949 και την καταφυγή των μελών και στελεχών του Εθνικιστικού Κουομιτάνγκ, υπό τον Τσάνγκ Κάι Σεκ, στην Ταϊβάν, η Δύση σε πρώτη φάση αναγνώρισε την κυβέρνηση του Κουομιτάνγκ ως τη μόνη νόμιμη εκπρόσωπο της Κίνας.
Όμως, το 1971, όταν οι ΗΠΑ θα θελήσουν να αξιοποιήσουν τη διαίρεση στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα που είχε φέρι η σινοσοβιετική ρήξη, θα επιλέξουν να αναγνωρίσουν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως τη μόνη εκπρόσωπο ολόκληρης της Κίνας.
Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή δεν αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως μια ανεξάρτητη χώρα, παρά τις στενές σχέσεις που έχουν. Αυτό είναι το νόημα της πολιτικής Μία Κίνα, που σημαίνει ότι αναγνωρίζουν μόνο τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως κυρίαρχη χώρα. Άλλωστε, μόνο 12 χώρες και το Βατικανό, οι περισσότερα μάλιστα μικρές, αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως κυρίαρχη χώρα. Γι’ αυτόν τον λόγο και μία βασική κόκκινη γραμμή της Κίνας είναι η μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Βεβαίως την ίδια στιγμή η Ταϊβάν δεν παύει να είναι μια σύμμαχος των ΗΠΑ εξ ου και η συνεχής αμερικανική στρατιωτική βοήθεια.
Γιατί επανέρχεται το ζήτημα στο προσκήνιο;
Το θέμα της Ταϊβάν επανέρχεται στο προσκήνιο για μια σειρά από λόγους.
Ένας από αυτούς είναι η διαμόρφωση ενός ολοένα και πιο διαιρετικού και πολωμένου κλίματος στο διεθνές τοπίο, με τις ΗΠΑ ολοένα και περισσότερο να αντιμετωπίζουν την Κίνα όχι απλώς ως έναν στρατηγικό ανταγωνιστικό αλλά δυνητικά και ως απειλή.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, προφανώς και αποκτά ξεχωριστή φόρτιση το θέμα της Ταϊβάν αφού θα μπορούσε να είναι από τα πεδία πίεσης προς την κινεζική ηγεσία, ή μία αντιπαράθεση που θα μπορούσε να την έκανε να ματώσει.
Ένας άλλος λόγος είναι οι αλλαγές που εμφανίζονται στο ίδιο το πολιτικό τοπίο της Ταϊβάν, όπου ενισχύονται πολιτικοί και δυνάμεις που υποστηρίζουν το αίτημα της ανεξαρτησίας. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε αρκετά μακριά από το 1949 και η φόρτιση του αιτήματος της επανένωσης δεν έχει την ίδια απήχηση σε όλες τις γενιές.
Απέναντι σε αυτή την τάση η κινεζική απάντηση κατά βάση είναι η επίδειξη ισχύος και η προσπάθεια να γίνει σαφές ότι επιδιώκει να αποκτήσει τέτοια υπεροπλία έναντι της Ταϊβάν ώστε να μπορεί να την καταλάβει, παρά την αντίσταση που αναμένεται να επιδείξουν οι καλά εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις της.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή η Κίνα δεν επιδιώκει να προχωρήσει σε κάποια επιθετική ενέργεια κατά της Ταϊβάν, άλλωστε έχει βάλει άλλες προτεραιότητες. Ωστόσο, απαιτεί από τις υπόλοιπες χώρες και πρωτίστως τις ΗΠΑ να τηρούν τα συμφωνημένα σε σχέση με την Ταϊβάν.
Πάντως, η απάντηση της Κίνας στις δηλώσεις Μπάιντεν ήταν σαφής: το ζήτημα είναι ένα αποκλειστικά εσωτερικό κινεζικό ζήτημα και κανείς δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στη βούληση 1,5 δισεκατομμυρίου ανθρώπων, όπως και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποφύγουν να λάθος μηνύματα σε σεπαρατιστικούς κύκλους.
Η αμερικανική ταλάντευση
Παρά τις δηλώσεις του Μπάιντεν, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν να εμπλακούν σε μια αντιπαράθεση με την Κίνα γύρω από την Ταϊβάν. Δεν είναι δεδομένο ότι μπορούν να αντισταθμίσουν με τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις την υπαρκτή υπεροπλία της Κίνα.
Σε προσομοιώσεις μιας τέτοιας σύγκρουσης οι ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι οποιαδήποτε προσπάθειά τους να συγκεντρώσουν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις – αεροπλανοφόρα κ.λπ.– στην περιοχή θα σήμαινε ότι αυτές θα καθίσταντο σχετικά εύκολοι στόχοι των κινεζικών δυνάμεων. Και βέβαια υπάρχει πάντα και το ανοιχτό ερώτημα πόσο θα μπορούσε να κλιμακωθεί μια τέτοια σύγκρουση.
Η προσπάθεια ενίσχυσης των αμερικανικών συμμαχιών στην περιοχή
Γι’ αυτόν τον λόγο και οι ΗΠΑ κατά βάση προσπαθούν να ενισχύσουν τις συμμαχίες τους στην περιοχή πέρα από τις παραδοσιακές σχέσεις που έχουν με χώρες όπως η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία.
Βέβαια, για να το κάνουν αυτό έχουν να αντιμετωπίσουν που εξακολουθεί να δημιουργεί η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αποχωρήσει από την όποια διαπραγμάτευση για της διαμόρφωση μιας μεγάλης ζώνης ελεύθερου εμπορίου μέσα από την Trans-Pacific Partnership, απόφαση την οποία ο Μπάιντεν δεν έχει προσπαθήσει να αναιρέσει.
Γι’ αυτό και η αμερικανική κυβέρνηση έχει επενδύσει τόσο στην τρέχουσα πρωτοβουλία της που αφορά το Ινδο-Ειρηνικό Οικονομικό Πλαίσιο για την Ευημερία, που εγκαινιάστηκε στο Τόκιο, μια κάπως χαλαρή συμμαχία στην οποία θα συμμετέχουν 13 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ: ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Μπρουνέι, Ινδονησία, Μαλαισία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ. Μόνο που παραμένει ακόμη σχετικά ασαφές το τι θα περιλαμβάνει.
Βεβαίως, η συνεργασία αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίσει την υπό κινεζική ηγεσία Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Συνεργασία, στην οποία συμμετέχουν 15 χώρες, ανάμεσα τους και οι περισσότερες από όσες αναφέρθηκαν η οποία επίσης έχει τεθεί σε ισχύ διαμορφώνοντας το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον πλανήτη. Όπως επίσης θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τον μεγάλο όγκο επενδύσεων που έχει ήδη κάνει η Κίνα που στο σύνολο των χωρών που περιλαμβάνονται στην πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» φτάνουν τα 892,36 δισεκατομμύρια δολάρια ανάμεσα στο 2013 και το 2021.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις