Κρίστοφερ Κινγκ: «Η Ελλάδα πάσχει από ιστορική αμνησία»
Ο εθνομουσικολόγος μιλά για εθνικά αφηγήματα και για τις γυναίκες στην παραδοσιακή ελληνική μουσική.
Μακάρι όλοι όσοι δηλώνουν αγάπη για τον τόπο μας να είχαν το πάθος και την ανοιχτότητά του. Ο μουσικολόγος και αρχαιολόγος του ήχου, όπως ο ίδιος προσδιορίζει την ειδικότητά του, μιλά και γράφει με πληθωρικό συναισθηματισμό αλλά και με μια τρυφερή ευθύτητα για ό,τι τον συναρπάζει: τους δίσκους 78 στροφών, τη δημοτική μουσική, το ρεμπέτικο και την Κόνιτσα.
Ο αμερικανός εθνομουσικολόγος, συγγραφέας του «Ηπειρώτικου μοιρολογιού», επέστρεψε στον τόπο που ονομάζει σπίτι του για να παρουσιάσει τη συνέχεια των ερευνών του. Καθώς η συλλογή του απέκτησε και άλλα σπάνια δείγματα της ιστορίας του ρεμπέτικου, με δίσκους ηχογραφημένους στη Νέα Υόρκη, ο Κρίστοφερ Κινγκ εντόπισε τη θηλυκή πλευρά αυτής της μουσικής.
Οι τρεις εκδηλώσεις του στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα που τον έφεραν κοντά μας είναι αφιερωμένες στην πολυσήμαντη και ταυτόχρονα περιθωριοποιημένη ιστορία της μουσικής των εβραίων γυναικών στην Ελλάδα. Ο παθιασμένος αφηγητής θα παρουσιάσει τις ιστορίες και τα τραγούδια της ρωμανιώτισσας Εβραίας από τα Ιωάννινα Αμαλίας Βάκα (Μάτσα) και των Σεφαραδιτισσών από τη Θεσσαλονίκη Ρόζας Εσκενάζυ και Στέλλας Χασκίλ.
Στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη όπου βρισκόμαστε, ανάμεσα σε εκμυστηρεύσεις για ενδυματολογικές περιπέτειες και για ιαματικές πρακτικές με βάση το τσίπουρο, ο ερευνητής από τη Δυτική Βιρτζίνια των ΗΠΑ είχε ήδη εντοπίσει ένα ιδιόμορφο αφήγημα:
«Καθώς ανέβαινα τα σκαλιά, είδα τις λιθογραφίες στους τοίχους που αφηγούνται την ιστορία του εθνικισμού. Δεν είναι η ιστορία της Ελλάδας, είναι κάτι διαφορετικό. Μέρος της αιτίας που βρίσκομαι εδώ και μέρος του τι ακριβώς κάνω είναι να αναφερθώ στην ιστορία αυτού που αποκαλώ ιστορική αμνησία. Στο ελληνικό συλλογικό φαντασιακό η Ελλάδα είναι ένα έθνος, μια χώρα ενωμένη και ομογενής από τις καταβολές της μνήμης για τους αρχαίους Ελληνες μέχρι τον 21ο αιώνα που συνηθίζουν τα ψώνια στα πολυκαταστήματα. Αυτή είναι η ιδανική συνέχεια της ελληνικότητας. Δεν ήταν έτσι ακριβώς πριν από 175-180 χρόνια. Η Ελλάδα ήταν εξαιρετικά διαφοροποιημένη πολιτισμικά και όχι κοσμοπολίτικη περιοχή με τους όρους που την κατανοούμε σήμερα. Πιθανόν οι δικοί σας πρόγονοι να μιλούσαν τέσσερις γλώσσες που καμία δεν ήταν τα αγγλικά, αλλά τουρκικά, αρμενικά, αλβανικά. Υπήρχαν όλων των ειδών οι θρησκείες και οι εθνικότητες. Και αυτός ο δυναμισμός τους ενεργοποιούσε τα πράγματα ανάμεσα σε Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους, Αλβανούς ώστε όλα αυτά να κάνουν τον λαϊκό πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής, να περιστρέφεται γύρω τους σε μεγάλο βαθμό. Με την ανεξαρτησία της και τους Βαλκανικούς Πολέμους ξεκίνησε η πληθυσμιακή ομογενοποίηση, καθώς διάφορες ομάδες μετακινήθηκαν. Μετά συνέβη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος και σημειώθηκε άλλη μία σειρά εκτοπισμών. Ο,τι απέμεινε είναι ένα ομογενές σύνολο. Ολοι είναι ορθόδοξοι Ελληνες. Και αν δεν είσαι ορθόδοξος είναι αμφισβητήσιμο το αν είσαι Ελληνας. Γι’ αυτό λέω ότι κοιτάζοντας τις εικόνες βλέπω το ανάπτυγμα ενός εθνικισμού. Γιατί σε αυτές τις εικόνες εποχής που βλέπω στους τοίχους του μουσείου οι γυναίκες δείχνουν πολύ ευάλωτες».
Οπως δείχνουν πάντα, νομίζω…
Δεν συνέβαινε πάντα αυτό. Παραδοσιακά η θέση της γυναίκας ήταν εντός του οίκου της, αλλά υπήρχαν γυναίκες που ήταν η εξαίρεση. Γυναίκες οι οποίες συμμετείχαν στη μουσική, οι οποίες επέλεξαν να κάνουν μουσική. Εννοώ ότι αυτό ήταν μια «ανωμαλία» για την εποχή.
Ας μιλήσουμε για την απεικόνιση της ευαλωτότητας των γυναικών.
Πράγματι είναι μια απεικόνιση. Νομίζω ότι όλες οι χώρες υποφέρουν από ιστορική αμνησία και όχι μόνο η Ελλάδα. Η Αμερική το είχε και το έχει ακόμη το σύμπτωμα αυτό. Δούλεψα τριάντα χρόνια στην Αμερική για να επικοινωνήσω την ιστορική αμνησία όπως διαφαίνεται κυρίως στη φολκ μουσική. Η Ελλάδα πάσχει επίσης επειδή επιλέγει το δικό της αφήγημα. Η ιστορική αμνησία εντοπίζεται στο υποσυνείδητο επίπεδο μιας κοινότητας. Βλέπουμε τα πράγματα με τον τρόπο που επιθυμούμε και όχι ακριβώς όπως είναι.
Οι γυναίκες λοιπόν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό της μουσικής που σήμερα ονομάζουμε δημοτική μουσική ή ρεμπέτικο. Προσωπικά κατανοώ το ρεμπέτικο ως φολκ μουσική, ακόμη και αν πρόκειται για μουσική των αστικών περιοχών. Στις αρχές λοιπόν του 20ού αιώνα πολλές ήταν οι γυναίκες οι οποίες συνεισέφεραν όχι μόνο στο ρεπερτόριο αλλά και στο ύφος και στη θεματική των τραγουδιών. Νομίζω ότι στον 21ο αιώνα πολλοί Ελληνες όταν μιλάνε για ρεμπέτικο θα σκέφτονται τέσσερις τύπους να παίζουν μπουζούκι και μπαγλαμά μέσα σε ένα καταγώγιο και να φτιάχνονται καπνίζοντας χασίσι.
Από την άλλη, όταν μιλάμε για δημοτική μουσική εννοούμε τέσσερις τύπους να παίζουν βιολί, λαούτο και ντέφι στα πανηγύρια. Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το ρολόι προς τα πίσω, πριν από 70-100 χρόνια θα βλέπαμε διαφορετικά πράγματα. Θα βλέπαμε γυναίκες οι οποίες θυσίαζαν τη φήμη τους για τη δημιουργική τους έκφραση. Γιατί έχαναν την υπόληψή τους όποιες ήθελαν να γίνουν λαϊκές τραγουδίστριες. Ρεμπέτισσες.
Ωστόσο Εβραίοι μουσικοί, και κυρίως γυναίκες, επηρέασαν την ηχογραφημένη κληρονομιά της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα. Ως περιθωριοποιημένες εθνικές μειονότητες, αλλά και ως γυναίκες, η σημασία της παρουσίας τους στη μουσική έχει σε μεγάλο βαθμό παρεξηγηθεί.
Ομως, η πολυπολιτισμική εκπροσώπηση των γυναικών μουσικών στην παραδοσιακή ελληνική μουσική αποτελεί κοινό κομμάτι του αμερικανικού και του ελληνικού πολιτισμού, καθώς πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις έγιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Πίσω στον χρόνο οι γυναίκες που νανούριζαν τα μωρά τους ή τραγουδούσαν καθώς ύφαιναν στον αργαλειό δεν είχαν κακή φήμη.
Ναι, θεωρούνταν τραγούδια εργασίας σε χώρο ιδιωτικό. Αλλωστε και στην Ηπειρο τα μοιρολόγια δεν τα τραγουδούσαν άνδρες. Ωστόσο η φωνή μιας γυναίκας θεωρούνταν επικίνδυνη καθώς βρισκόταν στο μεταίχμιο της υστερίας και η φωνή μιας γυναίκας που τραγουδάει δημόσια σε κοινό έχει σκοπό να προωθήσει αυτήν την έννοια της αρρενωπότητας που είναι πάντα μέρος των περισσότερων δυτικών πολιτισμών. Αγαπώ τη Χάμκω, τη μητέρα του Αλή Πασά. Μεταχειριζόταν τους άνδρες όπως ο μηχανικός χρησιμοποιεί το κατσαβίδι. Γι’ αυτό και ήταν τόσο επιτυχημένη στην ανατροφή του γιου της, να γίνει ως έναν βαθμό ηγεμόνας σχεδόν όλης της Ελλάδας. Το κατόρθωσε γιατί έβλεπε τη χρησιμότητα των πραγμάτων.
Ζείτε στην Κόνιτσα;
Εδώ και πέντε μήνες, αλλά τη θεωρώ σπίτι μου. Εκεί έχω τις συλλογές μου, τη δουλειά μου, τη βιβλιοθήκη μου. Είμαι στην Ηπειρο, μια διαφορετική διακεντρικότητα.
Τι σας έφερε πίσω σε αυτά τα μέρη;
Το ονειρευόμουν να συμβεί εδώ και 12 χρόνια. Το 2019 είχα μπουχτίσει να βρίσκομαι μακριά από έναν τόπο που θεωρώ σπίτι και είχα επίσης μπουχτίσει έναν τόπο που ήταν πατρίδα μου αλλά που πλέον δεν ήθελα να τον λέω πατρίδα εξαιτίας του πολιτικού περίγυρου. Αργησα να έρθω εξαιτίας της πανδημίας. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να βρίσκομαι εδώ. Εδώ μπορώ να γράφω και να παράγω συνέχεια. Δεν το κάνω τόσο πολύ όταν είμαι στην Αμερική. Εκεί πέρασα 25 χρόνια ως συντηρητής της αμερικανικής φολκ μουσικής, διατηρώντας τις παλιές ηχογραφήσεις των ζωντανών θρύλων της παραδοσιακής μουσικής.
Βέβαια στην Ελλάδα οι παραδοσιακοί μουσικοί ακόμη ζουν, είναι μέρος της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και ένας από τους σκοπούς μου είναι να ενεργήσω ως καταλύτης για να καταλάβει ο κόσμος όχι μόνο τι είχε, αλλά τι έχει. Στην Αμερική υπήρξε η μπλουζ, η χιλμπίλι, η απαλαχική και ερωτεύτηκα τους δίσκους που αναπαρήγαγαν αυτήν την ιδέα της μουσικής.
Στο πέρασμα του χρόνου η ιδέα εξαφανίστηκε εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, του εκσυγχρονισμού, της αφομοίωσης που έκανε τους ανθρώπους να επιθυμούν να γίνουν Αμερικανοί παρά εθνότητα. Και όλες αυτές οι παραδόσεις τους χάθηκαν. Στην Αμερική υπάρχουν δεκάδες συλλογές και μουσεία που συλλέγουν και αναγνωρίζουν αυτά τα μουσικά είδη. Ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα είδη ζωντανής παραδοσιακής μουσικής, αλλά δεν υπάρχει κανένας χώρος για να τα συγκεντρώσει, να τα διατηρήσει, να τα προβάλει. Αυτό λοιπόν προσπαθώ να κάνω ώστε η μουσική να λάβει τη θέση που της αξίζει. Ως ταμιευτήρας πολιτιστικού πλούτου.
Υπάρχει σήμερα διαμάχη ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το δημοτικό;
Το ρεμπέτικο είναι πιο εύκολα προσβάσιμο επειδή οι άνθρωποι κυρίως ζούνε σε αστικά κέντρα και μπορούν να το μελετήσουν, να μάθουν να παίζουν. Ενώ η δημοτική μουσική απαιτεί από εσένα να πας στα χωριά. Εχει να κάνει με το δίπολο ύπαιθρος και πόλη, αλλά όχι ως ανταγωνισμός των δύο ειδών. Μιλάμε για μια διχοτόμηση ανάλογα με το πού τα εντοπίζουμε. Αντιλαμβάνομαι τη ζωτικότητα, την υγεία ενός πολιτισμού μέσα από την ποικιλομορφία και την ένταση της λαϊκής μουσικής του.
Η Ελλάδα, στις αρχές του 20ού αιώνα, διέθετε ένα από τα πιο ζωντανά και ποικίλα περιβάλλοντα λαϊκής μουσικής στον κόσμο, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ποικιλομορφία των εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών και γεωγραφικών καταβολών των μουσικών και των τραγουδιών της. Στον 21ο αιώνα, θα διατηρηθεί η ζωτικότητα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής χωρίς να γιορτάζεται η ποικιλομορφία των ριζών της;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις