«Οπότε. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, αλλά μη μας τιμωρείς γι’αυτό τόσο σκληρά! Η θεϊκή μας υπόσταση λοιδορήθηκε ανελέητα, ακόμα και από τον ίδιο τον Θεό προσωπικά, κι ας έχει τριπλή προσωπικότητα.

Όλοι μάς χλεύασαν. Εμείς όμως υποκύψαμε στο αναπόφευκτο. Αυτοί θα βυθιστούν στη δυστυχία, τώρα που θα στερηθούν εμάς! Γιατί δεν τυλίγετε γύρω μας τα χέρια σας, όπως ο γκρίζος, αποκαμωμένος κύκνος αγκαλιάζει το μικρό του; Για κοίτα, μια φορά το είδα με τα μάτια μου, ένα ζευγάρι νέοι κύκνοι να διώχνουν έναν παλιό. Άσχημο πράμα. Δεν αρμόζουν τέτοια εδώ. Εμείς μόνο αρμόζουμε εδώ. Πως θα προχωρήσεις μαζί μας, μην το πάρεις αψήφιστα, κοίτα το GPS καλά, και προχώρα, αμέσως θα δεις, πώς είναι να βουτάς με το αμάξι στη λίμνη! Καλά να πάθεις. Και τώρα που μας έδιωξαν από την πατρίδα πού να στραφούμε;

Να στραφούμε πάλι σε εσάς; Αν αυτό θέλετε, αν όντως το θέλετε αυτό, να το κάνουμε. Μια δυο δωρεές σε κέρματα κουδουνιστά, αν και δεν εμποδίζει κανείς να είναι και σε χαρτί, δε θα βλάψουν. Ή να βρεις μια άλλη χώρα, αν θες να μη βλέπεις έκτροπα! Αλλά από πού καταφθάνουν, τα βδελύγματα, από παντού, αίμα, τάφοι, ανάκατοι άνθρωποι! Δεν έχεις καμία διάθεση να βρίσκεσαι εκεί. Γιατί να θέλεις να είσαι σε αυτόν τον δρόμο; Εγώ με τίποτα, μα σε παρακαλώ. Άνοιξέ μου τον δρόμο! Άκου με, χωρίς να μιλάς, σιωπή! Άκου πώς τραγουδώ. Μη βγάλεις μιλιά! Αλλιώς πώς να ακούσεις τους κεραυνούς, τώρα που θα μας γιορτάζει πάλι η χώρα.

Το σμήνος μας θα σε οδηγήσει πάλι μέσα στο δάσος, όταν πρέπει, ψηλά στα βουνά. Παρατήστε τα γραφεία, ο αρχισυντάκτης ούτως ή άλλως απολύθηκε, θα κατασκευάσουμε έναν καινούργιο, θα σκαρώσουμε έναν αρχισυντάκτη, όλα θα τα πλάσουμε από την αρχή, δώστε το λάκτισμα, σουραύλια εσείς, τι νομίζετε, πως η ανάσα σας βγάζει κρουστούς, πανέμορφους ήχους;

Σας συνιστώ: με τις ιαχές χαράς να κορδώνεστε, αυτές σας γιγαντώνουν. Σκορπίστε τους βοστρύχους στον άνεμο, είναι αξιόπιστοι οι βόστρυχοι, θα τους ακολουθήσουμε εμείς και, ενωμένες, θα κατεβούμε πάλι τρέχοντας το βουνό, ξαναγεννημένες και νέες και ευδιάθετες, όπως αρμόζει έπειτα από σωστές διακοπές. Είμαστε οι μόνες σώφρονες σε αυτόν τον λαό, τώρα χωρίς δισταγμό πάρτε το χέρι μας, δώστε μας μια γερή αγκαλιά, τυλίξτε μας με την αγκαλιά σας. Μη μας τραβάτε! Ερχόμαστε τώρα, φτάνουμε, οικειοθελώς φτάνουμε, γιατί τέτοια όντα, εμάς, δεν μπορείτε να μας αναθεματίσετε, πάντα εμείς θα είμαστε το θέμα, θα μας ρωτάτε πάντα εμάς, όσο κοφτερή σκέψη κι αν έχετε, ακόμα κι αν βρείτε τρόπο να μας σβήσετε πάλι, για ακόμα μία φορά, αυτό εμάς δε μας αφορά. Θέλουμε να μας γιορτάζουν όλοι, χωρίς να έχουν επιλογή, αλλά και να ’xoυν επιλογή. Η τιμή μας δε μετριέται με αριθμούς. Πάνω απ’όλα: να μη μας αποστρέφονται πια.

…………………….………………..

Αδειάστε τον δρόμο αμέσως, αλλιώς αυτός ο λαγνοβόρος επιβολέας της τάξης θα σας τσαλαπατήσει, στους ανοιχτούς δρόμους που όλοι του ανήκουν, θα σας ξυλοκοπήσει ή έστω με το αμάξι θα σας καβαλήσει το κεφάλι, να σας το σπάσει! Πήρατε κιόλας θέση; Βάλατε το κεφάλι κάτω από τους τροχούς; Έτσι! Την ψήφο τη ρίξατε; Δεν πήρατε απόφαση ακόμα; Δεν πειράζει, την πήραν αυτοί για εσάς».

* Η γνωστή Ελφρίντε Γέλινεκ (Nobel 2004) που συνομιλεί σήμερα ισότιμα με την άγνωστη Ευγενία Βάγια χωρίς να το ξέρουν: Συνέχεια της χθεσινής αντιγραφής από τους «Δενδρίτες» της δεύτερης στο «Μαύρο Νερό» της πρώτης από τις Εκδόσεις Εκκρεμές, 2021. Είναι «οι μόνες σώφρονες σ’ αυτόν τον λαό» Γιατί, τι άλλο να γράψω πάλι σήμερα στην εφημερίδα; Για το γιοκ του Ερντογάν ή για το γιες του Μητσοτάκη;