Οι τραγικές εικόνες από το Τέξας προστέθηκαν σε μια μακρά ιστορία ένοπλων επιθέσεων που όλες υπογραμμίζουν το πόσο επικίνδυνη είναι η σχέση της Αμερικής με τα όπλα. Η αναγόρευση της οπλοκατοχής σε αναπαλλοτρίωτο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, η άρνηση επιβολής αυτονόητων περιορισμών στην κατοχή όπλων, η εθελοτυφλία απέναντι στο ότι οπλοκατοχή σημαίνει και οπλοχρησία και τελικά θανάτους, το γεγονός ότι πολιτικοί και κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνήτη του Τέξας, επενδύουν ακριβώς στο ότι είναι σθεναροί υποστηρικτές του δικαιώματος των πολιτών τους να διαθέτουν όπλα (και να σκοτώνουν με αυτά και να σκοτώνονται από αυτά), ο τρόπος που δεν συζητιέται η απαγόρευση της κατοχής όπλων αλλά συζητιέται το εάν θα οπλοφορούν οι εκπαιδευτικοί, όλα αυτά αποτυπώνουν μια αυτοκτονική σχεδόν σχέση με τα όπλα.

Σε μια χώρα όπου «το δικαίωμα στη ζωή» αναγορεύεται στην απόλυτη αξία, συμπεριλαμβανομένων και των αγέννητων εμβρύων, όπως δείχνει η συστηματική προσπάθεια για απαγόρευση των αμβλώσεων, από τους ίδιους αυτούς που δηλώνουν «Pro-Life» διεκδικείται με την ίδια επιμονή και τον ίδιο φανατισμό το δικαίωμα στον φόνο, το δικαίωμα κάποιου να μπορεί να αγοράσει ένα ημιαυτόματο τυφέκιο εφόδου με το οποίο θα σπείρει μαζικά τον θάνατο.

Στην πραγματικότητα αυτό που γεννά τον όλεθρο είναι ο τρόπος που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναγνωρίστηκε ένα δικαίωμα στη βία, έστω και υπό τη μορφή της «αυτοάμυνας». Δικαίωμα βαθιά ριζωμένο σε μια αποικιακή ιστορία που στηρίχθηκε στον εξανδραποδισμό και την εξόντωση αυτοχθόνων πληθυσμών.

Δικαίωμα που οδήγησε, αρκετές δεκαετίες μετά την τυπική κατάργηση της δουλείας (όχι όμως και των φυλετικών διακρίσεων), στα «παράξενα φρούτα που κρέμονται στα δέντρα», όπως αλληγορικά θρήνησε η Μπίλι Χόλιντεϊ τα λιντσαρίσματα μαύρων. Δικαίωμα που καθοδηγεί την αντίληψη ότι η δημοκρατία και η αγορά μπορούν να εξαχθούν ένοπλα, με τη βαναυσότητα να συγκαλύπτεται πίσω από τον κυνικό νεολογισμό των «παράπλευρων απωλειών». Δικαίωμα που γεννά διαρκώς τραγωδίες όπως αυτή στο Τέξας.