Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: Ύβρις απέναντι στο ανθρώπινο, στο φυσικό και στο θείο
Η περιπέτεια των συλλογικών οραμάτων
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (1924-2008)
Διαβάζετε βιβλία σοβαρά, τ ’ άλλα όλα θα σας τα προσκομίσει η ζωή
Μια φράση του Ντοστογιέφσκι, αποθησαυρισμένη από τη δίτομη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου Αυτά που μένουν, είχα επιλέξει ως τίτλο της εισήγησής μου στην Κομοτηνή, πριν χρόνια. Η πρόταση της Σόνιας Ιλίνσκαγια να συμμετάσχω σε εκδήλωση του δήμου και του Παρατηρητή Θράκης της ανήσυχης και δραστήριας Τζένης Κατσαρή ήταν ευκαιρία μοναδική να ξανασυνδεθώ με φίλους και να συναντήσω καινούργιους, αλλά το σπουδαιότερο, μου επέτρεψε να προσεγγίσω ένα από τα καλύτερα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας· ο χαρακτηρισμός δεν αφορά τόσο τη δομή, όπου επιλέγεται μια κλασική εκφραστική φόρμα, όσο το περιεχόμενο και τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας εκθέτει το υλικό του. Και βέβαια, ο μύθος δεν διακρίνεται για τις αφαιρέσεις ή τη μεταμοντέρνα διάρθρωσή του: παραμένει πιστός στην παράθεση των γεγονότων, μάλλον αντικειμενικός στην ανάλυσή τους, έντιμος, απλός και συνάμα ζεστά διεισδυτικός. Δεν στοχεύει στην έκπληξη, δεν ωραιοποιεί, δεν αποσιωπά. Θέλει να είσαι θερμός για να τον διαβάζεις και μετά χρειάζεται να ψυχραίνεις και να τον σκέφτεσαι, μια φράση του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου δανεισμένη από το βιβλίο του για τον Μαγιακόφσκι, που θα ταίριαζε απόλυτα στο δικό του συνολικό έργο. Βιβλία που όφειλε στον εαυτό του, στην ελληνική βιβλιογραφία και στο αναγνωστικό κοινό, όχι με όρους απλά φιλολογικούς, αλλά βαθύτατα πολιτικούς. Γιατί η συστηματική ανάλυση, μετάφραση και μελέτη των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων, ενταγμένη σε μια προσπάθεια διερεύνησης και επαναπροσδιορισμού του παρόντος μέσα από το παρελθόν, αποτελεί μια πνευματική παρακαταθήκη μετάγγισης αναλλοίωτων διαχρονικών κοινωνικών αξιών, σ ’ ένα άνυδρο και πεπερασμένο παρόν. Ο Τολστόι, ο Πούσκιν, ο Γκόργκι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μάξιμος Γραικός, οι μεταφράσεις και οι μελέτες του για τη ρώσικη λογοτεχνία σε ένα βάθος χρόνου από τον 11ο αιώνα μέχρι και την ελπιδοφόρα επανάσταση του 1917, ο πρόσφατος Όσιπ Μαντελστάμ, το τελευταίο του βιβλίο που έφτασε στα χέρια μας λίγο πριν το τέλος της 19ης Μαΐου 2008, αποτελούν τα κλειδιά της διαλεκτικής σχέσης με τον έξω κόσμο, που καλλιέργησε στη μακρά και δύσκολη πορεία του από την πρώιμη ενηλικίωση, τις μάχες του Εμφύλιου, την ήττα μέχρι και τον αναγκαστικό εκπατρισμό του και τη ζωή στη Μόσχα.
«Ήμουν στη δευτέρα τάξη, όταν με απέβαλαν από το γυμνάσιο διά παντός και απ’ όλα τα γυμνάσια του κράτους. Δέκα χρόνια μετά τον πνευματικό μου θάνατο θα έρθει κι ο φυσικός από το στρατοδικείο Ιωαννίνων, θα εισπράξω καταδίκη εις θάνατον και πάλι με τσόντα: τρις. Θα περάσουν κι από τούτον το θάνατο άλλα δεκαοχτώ χρόνια κι έρχεται η σειρά του πολιτικού θανάτου, το 1968 μου αφαιρούν και την ιθαγένεια και πάλι με μια τσόντα: διαγράφεται ως μηδέποτε εγγραφείς. Συρροή παραλογισμών – ύβρις απέναντι στο ανθρώπινο, στο φυσικό και στο θείο. Διαγράφεται ένα πράγμα που δεν το έχουν γράψει ποτέ; Εκτελείται ένας άνθρωπος τρεις φορές; Πέντε-έξι υπογραφές και μια σφραγίδα είναι δυνατόν να αποκλείσουν ένα παιδί από παντού και διά παντός και μάλιστα εν έτει 1941;»
Παρά τον προσωπικό τόνο στον Αλεξανδρόπουλο, ο όρος «ατομικό» υποχωρεί διά βίου υπέρ του συλλογικού, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι αναφορές του είναι ιδιωτικές ή στενά οικογενειακές. Οι περιγραφές του δε σκιαγραφούν μονάχα τις προσωπικές του περιπέτειες, τους κινδύνους και τις καταδίκες που υπέστη, την περιπλάνησή του, τον αγώνα του. Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του αναδεικνύονται σε ήρωες, αντιήρωες, μάρτυρες, αγωνιστές και πρωταγωνιστές όλοι οι άνθρωποι. Οι περιπέτειες, τα λάθη, οι παραλείψεις, ο ιδεολογικός και πολιτικός τραγέλαφος, δεν αφορά μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά το σύνολο των πολιτών της νεότερης ιστορίας μας. Πιάνεται απλώς από το ατομικό-ειδικό για να οδηγήσει τον αναγνώστη στην περιπέτεια των συλλογικών οραμάτων: Στον αγώνα του καθενός, βιβλίο και ζωή πάνε μαζί, όπως η πραγματικότητα και η φαντασία, ο ρεαλισμός και το όνειρο… Οι τρεις τελευταίες του λέξεις «φαντασία, ρεαλισμός και όνειρο» μάς παραπέμπουν στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967), στις σελίδες της οποίας δημοσιεύεται το βραβευμένο διήγημά του «Το Σύννεφο» (τεύχος 99, Μάρτης 1963), με εικονογράφηση της Βάσως Κατράκη. Τιμήθηκε με το «Έπαθλο Κορυσχάδες», όπως τιτλοφόρησαν τότε το διαγωνισμό Αντιστασιακού Διηγήματος. Η κριτική επιτροπή (Μ. Αυγέρης, Λ. Ακρίτας, Α. Αργυρίου, Τ. Βουρνάς, Λ. Κουκούλας, Κ. Πορφύρης, Δ. Ραυτόπουλος, Γ. Σαββίδης) χαρακτήρισε το κείμενο «μορφικά άρτιο, με εξαίρετη ψυχολογική επεξεργασία του θέματος και αξιοσημείωτη λιτότητα». Σε επόμενο τεύχος η «Ε. Τ.» φιλοξενούσε ένα σύντομο και λιτό σχόλιο: «Ο βραβευθείς Μήτσος Αλεξανδρόπουλος –πρώτο βραβείο 5.000, αθλοθέτης η Μαρία Αλ. Σβώλου– έστειλε από τη Μόσχα, όπου παραμένει ως πολιτικός πρόσφυγας, το πιο κάτω τηλεγράφημα: Ευχαριστώ. Είμαι πολύ συγκινημένος. Παρακαλώ χρηματικό ποσόν βραβείου διαθέσετε υπέρ Συλλόγου Οικογενειών Πολιτικών Εξορίστων και Φυλακισμένων».
Λίγους μήνες πριν, τον Δεκέμβριο του 1962, μαζί με τους Άρη Αλεξάνδρου, Γιώργο Σεβαστίκογλου, Πέτρο Ανταίο, ο Αλεξανδρόπουλος συμμετείχε ενεργά στο αφιέρωμα του περιοδικού της αριστεράς για τη Σοβιετική Λογοτεχνία. (Μια ακόμα περιπέτεια που δεν είναι σκόπιμο να αναλυθεί εδώ). Η απαρχή ενός μετέπειτα συγγραφικού-ερευνητικού έργου με άξονα τη ρώσικη λογοτεχνία και με την πίστη πως μόνο ο αληθινός πολιτισμός μπορεί να βάλει τέλος στη βαρβαρότητα που όσο εξακολουθεί να βασιλεύει, θα πει ότι ο θάνατος ακόμα δεν νικήθηκε.
Ξεκάθαρη πολιτική θέση ενός λογοτέχνη, άποψη που όφειλε να στηρίξει έμπρακτα μια άλλη αριστερά, που για την ώρα αγνοείται, αγνοεί ή απέχει. Και να το ξαναπούμε: ο Αλεξανδρόπουλος δεν ενδιαφερόταν να κατισχύσει του θανάτου για την προσωπική του υστεροφημία, αγωνιούσε και συνέπραττε μέσω του έργου του, ακούραστα και επώδυνα ως την τελευταία στιγμή, για έναν οικουμενικό, άλλο πολιτισμό, που θα σημάνει την ανάταση-ανάσταση του ανθρώπου, όπως τον διατύπωσε ο Μαρξ και τον ευαγγελίστηκαν οι μεγάλοι επαναστάτες.
Θα πει κανείς πως τα προσωπικά αισθήματα δεν έχουν χώρο σε ένα δημόσιο κείμενο. Αλλά για μας, το χαμόγελο που συχνά φώτιζε το ωραίο πρόσωπο του Μήτσου, κάποια από τα κυριακάτικα μεσημέρια στο διαμέρισμα της Λαζαρίμου, θα παραμένει μια από τις σημαντικότερες εμπειρίες της ζωής μας: οι συζητήσεις για τους Ηπειρώτες Μαρκατσελέους γανωματήδες στην Αμαλιάδα, η γλυκύτητα των αναμνήσεων του βουνού και της εξορίας, η σπιρτάδα του βλέμματος, οι ιστορήσεις, ο σχεδιασμός πάνω στον macintosh των επόμενων βιβλίων, οι επισημάνσεις του Μπαχτίν για τη διαλεκτική του Σωκράτη, τα γεύματα (που κάποιες φορές μαγείρευε ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας), η προετοιμασία του αφιερώματος στον Μανδραγόρα (που ανέλαβε και οργάνωσε τον Απρίλιο του 2004 η άλλη απούσα Αγγελική Κωσταβάρα), οι αγωνίες μας για ένα διαφορετικό αύριο που περιμέναμε να καλοδεχτούμε, η ρώσικη stolichnaya, το καλό κόκκινο κρασί, η Όλγα, η Σόνια Ιλίνσκαγια (παραστάτης και φύλακας άγγελος), η Σοφία Αντρέγεβνα, η Γιάσναγια Πολιάνα, ο Σοπενάουερ κι ο Καντ του Τολστόι (και των δικών μου μαθητικών χρόνων), ο Ντοστογιέφσκι της τελευταίας συνάντησής μας, με την κάμερα της Δέσποινας Καρβέλα να καταγράφει –σα να το ξέραμε– είναι βαθιά χαραγμένα μέσα μας.
Ξημερώματα σήμερα ήρθε στον ύπνο μου ο Άγγελος Ελεφάντης. Ξαφνιάστηκα απ’ την επίσκεψη καθώς δεν ήμουν ποτέ μέλος του κοντινού του κύκλου. Από χρόνια, μολονότι εκτιμούσα τη σκέψη και το γράψιμό του, δεν είχα λόγο να τον κολακεύω, αφού δε διεκδικούσα κάποιο όφελος ή μεσιτεία του. Με το σφικτό, λες απαξιωτικό βλέμμα, που το ’χα πρόσφατο στη μνήμη από την τελευταία μας συνάντηση στην ταβέρνα της Κυδαθηναίων, μου ζήτησε να οργανώσουμε μια βραδιά για τον Αλεξανδρόπουλο! Λίγο πριν καταλήξουμε στη γνώριμή μας Σίνα 16 ξύπνησα από την ταραχή και το ανέλπιστο της πρότασης… Πώς τ’ αδρανή συνδέονται στον άλλο κόσμο και πώς υπάρχουν ζωντανά τα πρόσωπα για να υπόσχονται συνέχεια επί της γης…
*Κείμενο του Κώστα Κρεμμύδα, ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Μανδραγόρας», αφιερωμένο στο λογοτέχνη Μήτσο Αλεξανδρόπουλο (Αμαλιάδα 26 Μαΐου 1924 – Αθήνα 19 Μαΐου 2008). Είχε δημοσιευτεί το 2008 στην «Ουτοπία», διμηνιαία έκδοση θεωρίας και πολιτισμού (τεύχος 80, Μάιος – Ιούνιος 2008, σελ. 177-180).
Ορισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρινίσεις για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου:
Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου «Αυτά που μένουν» γράφτηκε μεταξύ των ετών 1985 και 1992.
Ο ακριβής τίτλος του βιβλίου του Αλεξανδρόπουλου για τον Μαγιακόφσκι είναι ο εξής: «Ο Μαγιακόφσκι, Τα εύκολα και τα δύσκολα».
Το τελευταίο συγγραφικό έργο του Αλεξανδρόπουλου φέρει τον ακόλουθο τίτλο: «Όσιπ Μαντελστάμ, Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι».
Η Σόνια Ιλίνσκαγια, ερευνήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας, ήταν η σύζυγος του Αλεξανδρόπουλου.
Ο Κρεμμύδας έγραψε το θαυμάσιο κείμενό του για τον Αλεξανδρόπουλο την ίδια περίοδο που έφυγε από τη ζωή ο στοχαστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας Άγγελος Ελεφάντης (29 Μαΐου 2008), εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης», εξ ου και η συγκεκριμένη αναφορά στην τελευταία παράγραφο.
- O Ντέιβιντ Λιντς άρχισε το κάπνισμα όταν ήταν οκτώ χρονών – «Μου άρεσε η μυρωδιά του καπνού»
- Πώς το Προσφυγικό πλήττει βαριά τη Μελόνι – Το πολιτικό φιάσκο της συμφωνίας Ιταλίας-Αλβανίας
- Κλιματική αλλαγή: To ζοφερό μέλλον, το μισάνοιχτο παράθυρο στο φως και η πολιτική βούληση
- Πιάσαμε κουβέντα με την ΑΙ για την ελληνική οικονομία – Ποιες μεταρρυθμίσεις μας ζήτησε για να πάρουμε… Νόμπελ
- LIVE: Μακάμπι Τελ Αβίβ – Ολυμπιακός
- Η άνοδος της ισχυρής βιομηχανίας ναρκωτικών στη Ρωσία και το «σκοτεινό διαδίκτυο»