Αλκυόνη Παπαδάκη: «Κυνηγούσα πάντα το χάδι και τον πόνο»
Η έλλειψη της μητρικής αγκαλιάς, η αφόρητη σιωπή στο σπίτι, το πένθος εμπεριέχονται σε όλα τα βιβλία της. Υπάρχει όμως μια ιστορία που δεν μπόρεσε να αποτυπώσει γιατί, όπως λέει, «δεν άντεχα να τον πληγώσω».
- Όλη η Θεσσαλονίκη μια... ψησταριά - Γλέντι με χριστουγεννιάτικο κέφι
- Το άγριο έγκλημα που στιγμάτισε την Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 1965
- Αλλαγή σεξουαλικού προσανατολισμού στα 30 και στα 50; - Η σωματογραφία των αναγκών της ψυχής
- Αρνούνται να μπουν στα κελιά τους οι κρατούμενοι στις φυλακές της Αγιάς
Δεν είστε φαν της τεχνολογίας. Πώς γράφετε τα βιβλία σας;
Ακόμη σε κόλλες αναφοράς. Και όποτε πάω στον βιβλιοπώλη, μου λέει «να δω τι θα κάνεις που θα καταργηθούν σε λίγο». Ε, θα δούμε μέχρι τότε.
Το πρώτο βιβλίο σας, «Το κόκκινο σπίτι», ποια ανάγκη σας οδήγησε να το γράψετε;
Για την Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο είχαν γραφτεί πολλά βιβλία αλλά ποτέ – μέχρι τότε – για το πώς ένα παιδί εισέπραξε αυτό το κλίμα. Ημουν μαθητευόμενη δημοσιογράφος στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» – καλή ώρα – και με δικά μου χρήματα τύπωσα 500 αντίτυπα τα οποία μοίρασα σε φίλους και στον Τύπο. Ετσι το εντόπισαν και στην «Αυγή» και με προσέλαβαν ως ρεπόρτερ, με το όνομά μου σε περίφραξη όπως λέγαμε τότε και γελούσαμε. Εκείνη την εποχή ζήτησε το «Κόκκινο σπίτι» να το εκδώσει το Θεμέλιο, αλλά δεν προλάβαμε γιατί ήρθε η χούντα.
Πηγαίνετε ακόμη στο κόκκινο σπίτι, το πατρικό σας;
Ναι, αλλά δεν μπορώ να καθίσω πολύ. Θέλω να φύγω έπειτα από μία εβδομάδα ενώ αγαπώ τόσο πολύ τα Χανιά.
Ποια είναι η ανάμνηση που σας διώχνει από τον τόπο σας;
Το θλιβερό περιβάλλον, το κλάμα, το πένθος, η αρρώστια της μάνας μου η οποία έπαθε νευρικό κλονισμό στη φυλακή και δεν συνήλθε ποτέ. Οταν ένα παιδί ζει σε τέτοιες συνθήκες, όσο και να αγαπά το μέρος όπου μεγάλωσε πάντα θα το πληγώνει. Η γιαγιά μου ήταν ένας πολύ δυνατός άνθρωπος, γενναία γυναίκα η οποία φρόντιζε τα πάντα αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να καθίσει να μας νταντέψει.
Η γιαγιά σας είχε αναλάβει τη φροντίδα σας όσο η μητέρα σας αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία της;
Βέβαια. Ηταν από οικογένεια αριστοκρατική και είχε τις δικές της πεποιθήσεις, παρ’ όλο που ο γιος της ήταν αντάρτης, είχε σκοτωθεί. Δεν με άφηνε να κάνω παρέα με τις φίλες μου γιατί θεωρούσε ότι δεν ήμαστε στην ίδια τάξη. Μου έλεγε «δεν κρατάς τη θέση σου». Είχα πάντα την ανάγκη να είμαι μαζί με τους άλλους. Η φίλη μου η Ελευθερία ερχόταν στο σχολείο χωρίς παπούτσια κι εγώ τα έκρυβα στο δέντρο για να είμαστε το ίδιο. Ο,τι είχα το μοίραζα. Η γιαγιά μου ναι μεν βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη για να είναι αρεστή στον Θεό, αλλά δεν πίστευε ότι ένας άνθρωπος φτωχός είναι το ίδιο με εκείνη. Μου έδινε πράγματα να τα πηγαίνω στα φτωχά σπίτια και μου έλεγε «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Μια μέρα πήγα ως παιδάκι στον μπακάλη και του είπα να στείλει σε μια χήρα με παιδιά μια κούτα γάλατα. Εκείνος πίστεψε ότι το ζήτησε ο πατέρας μου. Οταν αποκαλύφθηκε τι έκανα, δεν με μάλωσε για την πράξη μου αλλά γιατί δεν τον ενημέρωσα. Και του απάντησα «μα είναι ο γνώτος» – φανταζόμουν ότι το «μη γνώτω» είναι κάποιος άνθρωπος.
Σας έλειψε ως παιδί το χάδι και η αγάπη;
Πολύ! Είχαμε τα πάντα στο σπίτι – γιατί υπήρχε οικονομική άνεση. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος – όπως και οι παππούδες μου – και έπαιρνε και μια σύνταξη επειδή τραυματίστηκε στον πόλεμο της Αλβανίας. Δεν είχαμε όμως καθόλου γέλιο και χαρούμενη ατμόσφαιρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που έφευγα και πήγαινα σε άλλα σπίτια φτωχά, που με το ζόρι είχαν ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι. Μάλιστα πήγαινα συχνά σε μια θεία μου που είχε πέντε παιδιά και καθόντουσαν όρθιοι γύρω από το τραπέζι. Εκείνη είχε την έννοια της πώς θα μοιράσει το φαγητό και της φορτωνόμουν κι εγώ που απλώς ήθελα να είμαι με τα άλλα παιδιά. Πέρυσι μάλιστα μου είπε η ξαδέλφη μου και γελάσαμε πολύ: «Ξέρεις τι έλεγε η μάνα μου όταν έφευγες; Ηρθε πάλι το αναθεματισμένο και πήρε θέση και στο τραπέζι. Σάμπως δεν είχε στο σπίτι του να φάει».
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι τα υλικά αγαθά δεν μπορούν να καλύψουν αυτά που σας έλειπαν πραγματικά;
Η έλλειψη της μητέρας μου, της αγκαλιάς της. Γι’ αυτό και στη ζωή μου γύρευα πάντα μια αγκαλιά. Από παιδί προσπαθούσα να κερδίσω το ενδιαφέρον των άλλων κάνοντας ακραία πράγματα. Εζησα τις αντιθέσεις της ζωής από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ο πατέρας μου ήταν ήρωας στην Αλβανία αλλά εξαιτίας του αντάρτη θείου μου – τον οποίο επικήρυξαν και αποκεφάλισαν – ήρθε μια μέρα ένα φορτηγό, πήρε τους γονείς μου, τη γιαγιά και τον παππού και τους φυλάκισαν. Στη φυλακή η μητέρα μου έπαθε νευρικό κλονισμό. Θυμάμαι ότι καθόμασταν στο τραπέζι να φάμε κι εγώ έβαζα φωτιά στο τραπεζομάντιλο για να με προσέξουν. Καθόμασταν και δεν μιλούσε κανείς. Καθένας ήταν στον κόσμο του. Ακουγες μόνο τα κουτάλια και τα πιρούνια. Αυτή τη βαριά σιωπή δεν τη σηκώνει ένα μικρό παιδί.
Η φωτεινή πλευρά της ζωής πότε σας αποκαλύφθηκε;
Οταν έφυγα από το σπίτι μου, έστω και αν δεν τη διαχειρίστηκα, τη ζωή μου, πάντα σωστά. Είμαι από τους λίγους ανθρώπους που έκανα αυτό που ήθελα. Στην αρχή βρήκα διέξοδο στη Γαλλική Σχολή. Ολα τα παιδιά μετρούσαν τις μέρες για να πάνε στο σπίτι τους, εγώ τις μετρούσα για να πάω. Εκεί δραπέτευα με τη λογοτεχνία. Θυμάμαι ότι διάβασα όλον τον Καζαντζάκη με έναν φακό κουκουλωμένη στο κρεβάτι. Κάποιο βράδυ με έπιασε η καλόγρια και μου άστραψε δύο γερά χαστούκια. Εφαγα ξύλο για τον Καζαντζάκη. Εκεί έκανα φιλίες που κράτησαν μια ζωή.
Το λέτε όμως με σκοτεινιασμένο πρόσωπο.
Ναι, γιατί θυμήθηκα τις φίλες μου που μιλούσαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο και μου έδιναν κουράγιο και τις έχασα – πέρυσι και πρόπερσι. Μου λείπουν πολύ.
Η ζωή σας ήταν πάντα στην κόψη του ξυραφιού…
Μου άρεσε η ζωή που έκανα, λάτρευα τη δημοσιογραφία. Σε ένα ρεπορτάζ που έκανα στα ιδρύματα για παιδιά αποφάσισα – παρ’ όλο που κι εγώ και ο άντρας μου μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά – να υιοθετήσουμε. Εκεί αποφάσισα ότι θέλω να μεγαλώσω ένα παιδί του κόσμου. Δεν ήταν εύκολη πορεία.
Γιατί;
Μου έλεγαν οι κοινωνικές λειτουργοί ότι θα πρέπει να μεγαλώσει το παιδί γνωρίζοντας την αλήθεια. Ηταν μια δύσκολη πάλη και κοιτώντας πίσω λέω ότι έκανα λάθος. Δεν το διαχειρίστηκα σωστά. Οταν επιχειρούσα να του το πω μέσα από μια ιστορία έβλεπα τα μάτια μου να με κοιτάζουν με τρόμο κι εγώ έκανα πίσω. Επειτα έλεγα θα το πω όταν μεγαλώσει λίγο και περνούσε ο καιρός. Κάποια στιγμή γνώρισα τον Γιάννη Δαλιανίδη που έκανε σειρά «Το χρώμα του φεγγαριού» και μου είπε – γιατί και ο ίδιος ήταν υιοθετημένος – «όχι, μην του πεις τίποτα. Θα το πληγώσεις και θα νομίζει ότι διαφέρει από τα άλλα παιδιά. Οταν μεγαλώσει θα έρθει η ώρα που θα το μάθει».
Είχε δίκιο;
Καθόλου. Ηταν μεγάλο λάθος. Με βασανίζουν οι τύψεις. Εψαχνα την αφορμή για να κάνω πίσω και τον άκουσα. Ολοι το ήξεραν, μόνο ο ίδιος ο Γιώργος…
Τελικά πώς το έμαθε;
Του το είπε η γυναίκα που παντρεύτηκε πάνω σε έναν καβγά. Περάσαμε μια μεγάλη κρίση. Αυτό είναι μια πληγή.
Αισθάνεστε υπεύθυνη γι’ αυτή την πληγή;
Απολύτως. Εκανα πολλά λάθη. Δεν ήμουν το κατάλληλο πρόσωπο για να μεγαλώσω παιδί. Μόλις τον έβλεπα να δακρύζει υποχωρούσα πάντα. Οι ενοχές με έκαναν να του λέω πάντα «ναι». Φυσικά αυτό δεν ήταν σωστό γιατί τα παιδιά θέλουν όρια – έτσι νιώθουν τη σταθερότητα. Εφερα το βάρος μιας ιστορίας που δεν μπορούσα να εξομολογηθώ γιατί δεν ήθελα να τον πληγώσω. Ημουν πάντα κοντά του αλλά ένιωθε το παιδί ανασφάλεια. Ηταν πάντα μέσα του όση αγάπη και αν του δώσαμε. Είναι 40 ετών και θέλει να ξέρει πού είμαστε, πότε θα επιστρέψουμε.
Υπάρχει κάτι που θα το αλλάζετε στη ζωή σας αν μπορούσατε;
Δεν θα είχα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία. Αλλά είχα απωθημένο να κάνω οικογένεια παρ’ όλο που η ίδια δεν ήθελα να κάνω παιδιά – γιατί υπήρχε μέσα μου το πληγωμένο παιδί. Το χάδι και η αγκαλιά που γυρεύει ένα παιδί αν δεν τα λάβει στον σωστό χρόνο δεν αναπληρώνονται με τίποτα. Για να κάνω τη μάνα μου να σηκωθεί από το κρεβάτι – όταν ήταν άρρωστη -, για να την αναγκάσω να σηκωθεί και να με αγκαλιάσει πήγα και έβαλα ένα σκουλήκι κάτω από το κρεβάτι της. Στη χούντα παντρεύτηκα και μου έμεινε η λογοτεχνία. Η δημοσιογραφία είναι το μόνο απωθημένο που μου έμεινε.
Ποιο είναι εκείνο που αν δεν το είχατε η ζωή σας θα ήταν διαφορετική;
Ο έρωτας. Θα ήταν ασπρόμαυρη η ζωή μου. Κι εγώ κυνηγούσα πάντα τα χρώματα, το χάδι και τον πόνο βέβαια. Το ζενίθ από το ναδίρ είναι μια αναπνοή. Ο,τι έγινε έγινε. Πέρασα μέσα από έναν βούρκο κρατώντας ένα άνθος πασχαλιάς. Και όλα αυτά θα υπάρχουν και στο επόμενο βιβλίο που παλεύω να ολοκληρώσω και θα έχει τίτλο «Μια παράγκα για το όνειρο» (εκδόσεις Διόπτρα).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις