Η επιλογή των φόρων
Tο ευρύ κοινό πληρώνει ακριβά καύσιμα επειδή παραμένει ασύλληπτη η φοροδιαφυγή, μικρή και μεγάλη. Αυτή είναι, δυστυχώς, η απλή, πικρή αλήθεια της επιλογής των φόρων
Οι φόροι ουδέποτε υπήρξαν δημοφιλείς. Τουναντίον, πάντοτε προκαλούσαν την οργή των πολιτών και ενίοτε πρόσφεραν τη βάση ή, καλύτερα, την αφορμή εξεγέρσεων, ακόμη και εθνικών επαναστάσεων.
Από τη δεκάτη των αρχαίων Αθηναίων και το χαράτσι των Οθωμανών μέχρι τον «φόρο του τσαγιού» που προκάλεσε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και ακόμη στοιχειώνει τις ΗΠΑ, οι κάθε λογής φόροι έχουν καταχωριστεί με μελανά χρώματα στη συλλογική μνήμη των κοινωνιών.
Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία μάλιστα, ιδιαιτέρως μετά την επελθούσα αλλά μηδέποτε επισήμως ομολογηθείσα χρεοκοπία και την υπερχρησιμοποίησή τους, ανεδείχθησαν σε μέγιστο κακό.
Στα χρόνια των μνημονίων εξελίχθηκαν σε κυρίαρχο εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής.
Το καλοκαίρι του 2015, μετά την ανεπιτυχή απόπειρα της πρώτης κυβέρνησης του κ. Τσίπρα να ανατρέψει τους επαχθείς όρους της χρεοκοπίας, οι κάθε λογής φόροι κυριάρχησαν και επαυξήθηκαν.
Το τίμημα των αυταπατών και των ψευδαισθήσεων της τότε πολιτικής ηγεσίας ήταν ακριβώς η επιβολή δυσβάσταχτων φόρων. Η ακίνητη περιουσία επιβαρύνθηκε υπέρμετρα με τη γιγάντωση του ΕΝΦΙΑ, η κατανάλωση βασικών αγαθών με την εκτίναξη του ΦΠΑ στο 24% και η μισθωτή εργασία έφθασε να αποδίδει στο κράτος μέχρι και το 50% των αμοιβών μέσω της διατήρησης πανύψηλων συντελεστών στη φορολογία εισοδήματος και με την επιβολή επιπρόσθετης έκτακτης εισφοράς σε όλα τα εισοδήματα, ακόμη και στα απομειωμένα των συνταξιούχων.
Στην επόμενη φάση της σχετικής δημοσιονομικής εξισορρόπησης η νεοδημοκρατική κυβέρνηση άρχισε σιγά-σιγά να απομειώνει το βάρος των φόρων, κυρίως στο εισόδημα, χωρίς ωστόσο να καλύψει τις απαιτήσεις των πολιτών. Με την εκδήλωση πρώτα της υγειονομικής και τώρα της συνδυασμένης γεωπολιτικής και ενεργειακής κρίσης, πολλαπλασιαζόμενες οι δημοσιονομικές ανάγκες δεν επέτρεψαν την ταχύτερη μείωση των φόρων.
Ιδιαιτέρως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εξελισσόμενη έκρηξη του τουρκικού αναθεωρητισμού δεν άφησαν περιθώρια για επιταχυνόμενη μείωση των φόρων.
Σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες ενεργειακής και γεωπολιτικής αστάθειας, η κυβέρνηση επέλεξε κατά προτεραιότητα να ελέγξει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, στηρίζοντας μέσω των επιδοτήσεων τα χειμαζόμενα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, και μαζί να επαυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες, αναγνωρίζοντας ως ιδιαιτέρως σοβαρή την τουρκική απειλή.
Αφησε έτσι συνειδητά αμετάβλητους τους έμμεσους φόρους και ιδιαιτέρως εκείνους των καυσίμων. Τα έσοδα από τη φορολογία των καυσίμων είναι σχεδόν αναντικατάστατα εξαιτίας των διαρθρωτικών προβλημάτων της φορολογικής πολιτικής.
Κακά τα ψέματα, παρά την τεχνολογική πρόοδο και τις επικρατούσες βαθμηδόν ηλεκτρονικές συναλλαγές, τα παραοικονομικά εισοδήματα παραμένουν ασύλληπτα στη χώρα μας. Κάθε χρόνο χάνονται φόροι δισεκατομμυρίων εξαιτίας της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής. Σχεδόν το 25% του εθνικού εισοδήματος μένει αφορολόγητο.
Ενδεχόμενη λοιπόν μείωση του ΦΠΑ (24%) στα καύσιμα, που εφαρμόζεται επί της υψηλής βάσης που συνδιαμορφώνουν οι τιμές των διυλιστηρίων και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, θα αφαιρούσε σημαντικά έσοδα από τα δημόσια ταμεία, τα οποία το υπουργείο Οικονομικών δεν δύναται να ανακτήσει από τα διαφεύγοντα εισοδήματα.
Ουσιαστικά το ευρύ κοινό πληρώνει ακριβά καύσιμα επειδή παραμένει ασύλληπτη η φοροδιαφυγή, μικρή και μεγάλη. Αυτή είναι, δυστυχώς, η απλή, πικρή αλήθεια της επιλογής των φόρων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις