Μια εξοντωτική σάτιρα του μεγαλοϊδεατισμού
Η έκδοση του Οροπεδίου ανασταίνει τον σατιρικό ποιητή Βασίλη Μανή, που χάρη στο εξοντωτικό του χιούμορ με στόχο τον ελληνικό εθνικισμό ωθήθηκε σε μια φιλολογικά παράδοξη λήθη
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Ποια είναι η Κριστίν Καβαλάρι: Τα ριάλιτι, το toy boy και το «πιο καυτό σεξ» με τον Τζέισον Στέιθαμ
- Κουτσουρεμένος ο προϋπολογισμός του «Διατηρώ»
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Τ’άλογο! τ’ άλογο! επιτελάρχη
φέρε το γρήγορα γιατί θα σβήσω,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! Κι αν δεν υπάρχει,
σκύψε το σβέρκο σου να καβαλήσω.
Ετσι για τ’ άλογα φωνάζαν όλοι,
Οι Αρχιστράτηγοι κι οι Στρατηγοί,
Μ’ αυτά λογάριαζαν να παν στην Πόλη,
Και τώρα τα ‘θελαν για τη φυγή!
Οι πιο πάνω στίχοι είναι παρμένοι από το μακρύ αφηγηματικό ποίημα «Ο Ψευτοπόλεμος του 1897» και ανάγονται στον επί πολλές δεκαετίες λησμονημένο ποιητή με το ψευδώνυμο Βασίλης Μανής. Το ερευνητικό δοκίμιο του Βορειοηπειρώτη Θωμά Στεργιόπουλου μεταγράφει το ποίημα αυτούσιο, μαζί με παρουσιάσεις/κριτικές σε ποικίλα έντυπα των αρχών του 20ού αιώνα. Προηγείται κατατοπιστικό εισαγωγικό κείμενο όπου αναλύεται μεταξύ άλλων η ιστορική συγκυρία, η δόμηση του καταστροφικού εθνικού μεγαλοϊδεατισμού, το ακραιφνές μίσος προς την «Τουρκιά» και τα όνειρά μας να συλήσουμε χαρέμια με χανούμισσες ενώ ο Διάδοχος θα μπαίνει έφιππος στην Αγια-Σοφιά. Αυτά όλα ξεκινούν πριν ακόμη το σημαδιακό ’97, με τον γελοία ταπεινωτικό εκείνο πόλεμο που μας έσυρε σε πρόσθετη χρεοκοπία, επιτροπεία και χοντρό δανεισμό, πέραν της στρατιωτικής συντριβής στην Ηπειρο, το Βελεστίνο και τον Δομοκό.
Ο Βασίλης Μανής (1876-1919) είναι ένας δημιουργός άξιος να συμπεριλαμβάνεται στο πάνθεον των σπουδαίων σατιρικών ποιητών του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (εποχή όπου άνθησε η σάτιρα σε όλα τα πνευματικά μέτωπα, από τον Ροΐδη και τον Λασκαράτο ως τον Τίνο Μωραϊτίνη, αλλά και εποχή με εξαιρετικούς γελοιογράφους). Δεν είναι απλώς «ο μικρός Σουρής», όπως τον έλεγαν, πριν ακόμη περιπέσει στη λήθη. Ο αγαπημένος από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια Γιώργος Σουρής δεν είχε τολμήσει στον «Ρωμιό» του να παραβιάσει ορισμένες κλειστές θύρες. Ο Μανής το έπραξε, και το πλήρωσε. Σατίρισε μετωπικά διανοουμένους και γραφιάδες της εποχής, μεγαλόστομους ποιητές, λαϊκούς αργόσχολους ηγετίσκους και ακόμη τη βασιλική οικογένεια, την Εκκλησία, τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής, τον ίδιο τον στρατό και τη Βουλή. Κυρίως όμως στο στόχαστρό του μπαίνουν ο μεγαλοϊδεατισμός και μικρομεγαλισμός μας, που μέσα σε αγαστή ομοφωνία απέληξαν στην ταπεινωτική ήττα του 1897.
Ωστόσο ο Μανής ήταν και καταγραφέας της καθημερινότητας, με λόγο έντονα προσωπικό και κοινωνικό, όπως φαίνεται σε σειρά άλλων ποιημάτων που παρατίθενται εδώ. Οπως λέει ο Στεργιόπουλος, «γράφει για απεργίες αμαξηλατών, για τη φτώχεια που δέρνει τους ηθοποιούς, για την ανασφάλεια των δασκάλων που κατάντησαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι». Και καταφέρνει να γειώσει τον ποιητικό λόγο στην προσωπική ζωή, στα βάσανα του έρωτα, στους καθημερινούς πόθους και προσδοκίες.
Το κυριότερο πάντως είναι ότι, αυτοβαπτιζόμενος σαρκαστικά σε «ιστορικό της νέας Ρωμιοσύνης», ο Μανής αποδόμησε πλήρως τη Μεγάλη Ιδέα. «Ο Ψευτοπόλεμος του 1897» γράφηκε πριν καλά καλά κλείσει δυόμισι δεκαετίες ζωής. Στο ποίημα αναστρέφει πλήρως την περίφημη «Φυγή» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και στίχους όπως «Τ’ άλογο! τ’ άλογο! / Ομέρ Βρυώνη / το Σούλι εχούμησε / και μας πλακώνει», δίνοντάς μας αυτούς με τους οποίους ξεκίνησα. Είναι η σκηνή όπου οι ηγέτες των ελληνικών στρατευμάτων αναζητούν μες στον ορυμαγδό άλογα ώστε να δραπετεύσουν από το μέτωπο, ενώ ο κακοεξοπλισμένος στρατός και οι άτακτοι, πεινασμένοι και λιανοί, υποχωρούν προς την Αθήνα υπό το επιτιμητικό βλέμμα των παρακείμενων τριακοσίων του Λεωνίδα και του Αθανάσιου Διάκου.
Ο Μανής δεν περιγράφει απλώς την ομόψυχη λαϊκή φιλοπόλεμη μανία που κυριαρχούσε αφήνοντας έκθαμβους τους ξένους – οι οποίοι τελικώς μας έσωσαν για πολλοστή φορά από την άκοπη τουρκική επέλαση. Γράφει:
«Κ’ οι αντάρται στους δρόμους γυρίζουν,
να! βλαχόκαλτσες τόσες στη φούρια,
να! τσαρούχια, σελάχια, κουμπούρια,
και λερές φουστανέλες μυρίζουν».
Σατιρίζει τον πρίγκιπα Γεώργιο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει με τον στόλο για την Κρήτη:
«Ο Πρίγκηψ είχε πάρει του κόσμου τα μυαλά
κ’ εγράφοντο για τούτον ποιήματα πολλά,
τον έλεγαν Μιαούλη, τον έλεγαν Κανάρη
Δελφίνι, Μπουρλοτιέρη, και πρώτο παλικάρι».
Ακολουθεί η παντοδύναμη Εθνική Εταιρεία:
«Και πριν εταίρος να γενείς, πολύ σε δοκιμάζανε,
και ώσπου να σε γράψουνε, την πίστη σου αλλάζανε (…)
Ητο το σώμα κι η ψυχή του νέου μας πολέμου,
κι’ εγώ που τέτοια πράγματα δεν πίστευα ποτέ μου
γελάστηκα στο τέλος,
κι’ εγράφτηκα στην Εθνική την Εταιρεία μέλος».
Το ανατρεπτικό, αντισυμβατικό του πνεύμα έπαιξε αναμφίβολα ρόλο στην αποσιώπησή του από πλειάδα μελετητών και ανθολόγων. Το ξεμπρόστιασμα των γραφιάδων και ομοτέχνων του θα ήταν ασφαλώς ένας λόγος. Ομως ο κύριος λόγος πρέπει να είναι η, δύο δεκαετίες αργότερα, αυτοκτονία του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία (στην πρώτη υποχώρηση, το 1919, μετά τις σφαγές του Αϊδινίου), στην οποία συμμετείχε ως στρατιωτικός γιατρός. Τέτοιες πράξεις εκλαμβάνονταν ως δειλία, ακόμη και ως προδοσία, υπό το πνεύμα της εποχής. Προσωπικά προτιμώ να βλέπω την πράξη του ως ένα ακόμη διάβημα κατά της Μεγάλης Ιδέας, ίσως και ως ακραίο συναίσθημα ντροπής για όσα διαπράχθηκαν στο μέτωπο και ακόμα σήμερα αποσιωπούνται ευσχήμως. Μυθιστορηματική αδεία, μπορώ πάντως να φανταστώ τη μοναξιά και την πνευματική του εξοστράκιση σε έναν ακόμη ντροπιαστικό πόλεμο, στον οποίο ολοφάνερα δεν πίστευε και του οποίου ευτυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει το καταστροφικό τέλος. Ηταν, σημειωτέον, ο δεύτερος αυτόχειρας σατιρικός μας ποιητής, μετά τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο («Ρουμπαγά»).
Ο συγγραφέας και μελετητής
Το πραγματικό όνομα του Μανή ήταν Βασίλης Καζινιέρης. Είναι ο δεύτερος χρονολογικά εβραϊκής καταγωγής ηπειρώτης ποιητής (από την Κόνιτσα) μετά τον Ελιγιά. Ο γεννημένος το 1951 επίσης γιατρός, συγγραφέας και μελετητής Θωμάς Στεργιόπουλος μας τον επανασυστήνει ενθουσιωδώς. Μεταξύ των πολλών ευρημάτων στη διάρκεια της «ανασκαφής» που πραγματοποίησε είναι ότι στον καιρό του ο Μανής επαινέθηκε ενθέρμως από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, αλλά ότι «ξεθάφτηκε» πολύ αργότερα, μόλις της δεκαετία του ’90, από τον σπουδαίο Γ.Π. Σαββίδη. Οι εκδόσεις Οροπέδιο του αποδίδουν τη θέση που του αξίζει. Το έργο του άλλωστε γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο υπό τον μαινόμενο στην Ουκρανία πόλεμο αλλά και λόγω της επετείου του ’22 – σε μια εποχή που ο άτεχνα καλυμμένος μεγαλοϊδεατισμός μας καλά κρατεί. Πάνω του χτίζονται με τον μόνιμο, επί δεκαετίες κουραστικό και πληκτικό τρόπο ποικίλες πολιτικές και άλλες καριέρες (εκ του ασφαλούς κι από τον καναπέ, θα έγραφε ο Μανής αν ζούσε σήμερα) και με άφθονα δανεικά δισεκατομμύρια. Κι αυτά την ώρα που η Τουρκία κατασκευάζει ακόμη και τα δικά της drones – αυτά που κατά τους στρατηγούς μας στα πρωινάδικα είναι άχρηστα, αλλά που κατά τον «New Yorker» ανέσχεσαν τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία.
Κλείνω στο πνεύμα του Μανή: Κύριε Δένδια μου, σας παρακαλώ διαβάστε τον. Εν ανάγκη, ας το αναλάβει κάποιος από τους εκατοντάδες διπλωμάτες μας (σας), τους επικεντρωμένους επί έναν αιώνα στη φαντασιακή νομική κατασκευή της υφαλοκρηπίδας – όταν δεν γράφουν και οι ίδιοι ποίηση, εννοείται.
Θωμάς Στεργιόπουλος: Η αντιπολεμική και κοινωνική σάτιρα του Βασίλη Μανή-Καζινιέρη, Εκδ. Οροπέδιο, σελ. 227, Τιμή 15 ευρώ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις