Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Παράγοντας βιώσιμης ανάπτυξης
Η οικονομική ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι ασύμβατοι στόχοι.
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παγκόσμια ενεργειακή κρίση σήκωσαν φωνές διαμαρτυρίας που υποστηρίζουν ότι η «βεβιασμένη» απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα αφήνει τις οικονομίες εκτεθειμένες σε ακριβές περιπέτειες.
Άλλοι δε έχουν υποστηρίξει ότι η επένδυση στις τεχνολογίες των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη και στερεί τις θέσεις εργασίας που προσέφερε επί δεκαετίες η βιομηχανία υδρογονανθράκων.
Μόνο που οι απόψεις αυτές δείχνουν να διαψεύδονται από τα νούμερα: σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA), «η επιτάχυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη, θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες απασχόλησης, θα ενισχύει την ανθρώπινη ευημερία και θα συμβάλλει στην εξασφάλιση ενός κλιματικά ασφαλούς μέλλοντος».
Διπλός στόχος
H έκθεση εκτιμά ότι ο διπλασιασμός του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα έως το 2030 θα αυξήσει το παγκόσμιο ΑΕΠ έως και κατά 1,1%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Θα προσφέρει επίσης νέες ευκαιρίες απασχόλησης, καθώς οι ΑΠΕ έχουν υψηλές απαιτήσεις σε εργατικό δυναμικό και θα μπορούσαν να απασχολούν 24,4 εκατομμύρια άτομα έως το 2030.
Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχουν πλέον «εμπειρικές ενδείξεις ότι η οικονομική ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος είναι πλήρως συμβατές, και ότι η συμβατική άποψη περί συμβιβασμών είναι ξεπερασμένη και εσφαλμένη».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι για την ανάπτυξη των ΑΠΕ δόθηκαν παλαιότερα απλόχερες επιδοτήσεις, μέτρο που εφαρμόζεται για την προώθηση κάθε νέας τεχνολογίας που μπορεί να βοηθήσει μελλοντικά την οικονομία, την υγεία του περιβάλλοντος και το κοινωνικό σύνολο.
Όπως επισημαίνει το WWF Ελλάδας, «κρατικές ενισχύσεις δίνονται σε όλες τις τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής, ανεξάρτητα από το ανθρακικό τους αποτύπωμα. Ενδεικτικά, μόνο κατά την τελευταία δεκαπενταετία η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα έχει επιδοτηθεί με 15,4 δισκ. ευρώ».
«Μέχρι σήμερα, πρακτικά έχουν υπάρξει δύο μορφές οικονομικής στήριξης για τις ΑΠΕ. Η μία αφορά την επιχορήγηση κεφαλαίου για την κατασκευή του έργου και η δεύτερη την επιδότηση της τιμής, στην οποία πωλείται η παραγόμενη ενέργεια. Και οι δύο αυτές μορφές στήριξης έχουν σήμερα είτε καταργηθεί, είτε ελαχιστοποιηθεί».
Και αυτό επειδή η ηλιακή και αιολική ενέργεια κοστίζουν σήμερα φθηνότερα από τη λιγνιτική παραγωγή. Σύμφωνα με έκθεση της Lazard, σε διάστημα μόλις 9 ετών χρόνια το κόστος της αιολικής ενέργειας μειώθηκε κατά 69% και της ηλιακής από φωτοβολταϊκά κατά 89% ενώ σύμφωνα με στοιχεία της ΙRΕΝΑ, μόνο το 2018 το μέσο σταθμισμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ηλιακά πάρκα μειώθηκε κατά 26%.
To κόστος της αδράνειας
Όμως, ακόμα κι αν οι ΑΠΕ ήταν όντως ακριβότερες από τους υδρογονάνθρακες, η χρήση τους και πάλι θα ήταν επιβεβλημένη για την προστασία της οικονομίας, δεδομένου ότι πολυάριθμες εκθέσεις εκτιμούν ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα κοστίσει λιγότερο από τις πλημμύρες, τις φωτιές, τις ξηρασίες και τον μαζικό εκτοπισμό που φέρνει η άνοδος της θερμοκρασίας.
Τον Απρίλιο, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι μέχρι το τέλος του αιώνα οι φυσικές καταστροφές που συνδέονται με κλιματική αλλαγή θα κοστίζουν στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ή 7,1% των εσόδων των ΗΠΑ.
Σύμφωνα δε με περυσινή έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού και το Γραφείο για τη Μείωση του Κινδύνου Καταστροφών (UNDRR), η κλιματική αλλαγή στοιχίζει στον πλανήτη 383 εκατ. δολάρια την ημέρα.
Ακόμα, η ασφαλιστική εταιρεία Swiss Re εκτίμησε πρόσφατα ότι οι καταστροφές που θα προκαλούνταν από την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2,6 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050 θα μπορούσαν να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 14%.
Τον Οκτώβριο, ο κλιματικός οικονομολόγος Νίκολας Στερν τόνισε: «Η μετάβαση στην ουδετερότητα μπορεί να μετατραπεί σε εξαιρετικό κίνητρο για μια νέα μορφή ανάπτυξης – να είναι η ιστορία της ανάπτυξης του 21ου αιώνα».
Και όπως σχολίασε στον Guardian ο Μπομπ Γουάρντ, διευθυντής πολιτικής στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Grantham για την Κλιματική Αλλαγή στο LSE της Βρετανίας «Οι επενδύσεις σε καθαρές υποδομές θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και τεράστια εξοικονόμηση πόρων, ιδίως από τη στιγμή που θα εξαλείψουν την ανάγκη αγοράς των καταστροφικά ακριβών ορυκτών καυσίμων και θα αποφέρουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη, αν λάβουμε υπόψη το κόστος των χαμένων ζωών και θέσεων εργασίας από την ατμοσφαιρική ρύπανση και την κλιματική αλλαγή, τα οποία θα αποφευχθούν».
Και η εκτίμηση για την Ελλάδα
Για την περίπτωση της χώρας μας, η απάντηση για την επίδραση των ΑΠΕ στην οικονομική ανάπτυξη έχει ήδη δοθεί από το 2011 από έκθεση της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, η οποία προειδοποιούσε ότι αν οι σημερινές τάσεις συνεχιστούν, το κόστος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα θα φτάσει μέχρι το τέλος του αιώνα τα 700 δισ. ευρώ, ή 300% του ΑΕΠ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις